Επάνω στον φρικτό Γολγοθά έχει συντριβεί η δύναμη του διαβόλου: «νυν κρίσις εστίν του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω» (Ιωάν.12,31). Αυτό το βλέπει με τρόμο και γι’ αυτό πασχίζει ανεπιτυχώς να την καταστρέψει, διά των επί της γης οργάνων του. Όμως Αυτή παραμένει άτρωτη και πάντα ακμαία, διότι δεν είναι ανθρώπινο, κτιστό μέγεθος, αλλά έχει θεανθρώπινη φύση με κεφαλή της τον Θεάνθρωπο Χριστό και πνοή της το Πανάγιο Πνεύμα, το Οποίο ενοικεί σ’ αυτή, μέχρι τα έσχατα της ιστορίας.
Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και στη σημερινή, υπάρχουν οι χριστιανομάχοι, οι οποίοι συνεχίζουν το αναποτελεσματικό έργο των προκατόχων τους. Ιδεολογική τους αφετηρία ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός», ο οποίος έχει ως στόχο την απο-θεανθρωποίηση του κόσμου, σύμφωνα με τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς. Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν, ή δεν θέλησαν να κάμουν τη διάκριση μεταξύ του δυτικού αιρετικού και παρεφθαρμένου Χριστιανισμού με την γνήσια και ανόθευτη μορφή του, την Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Με τους λογίς αθεϊστές στρατεύεται σήμερα και το νεοφανές κίνημα του Νεοπαγανισμού. Το αντίχριστο αυτό κίνημα έχει ως φανερό σκοπό την παλινόρθωση των αρχαίων και σβησμένων εδώ και αιώνες παγανιστικών θρησκευμάτων, κρυφό δε σκοπό το σβήσιμο της Εκκλησίας του Χριστού. Μελετώντας τις πηγές της ελληνικής και ξένης «αρχαιολατρείας», συναντούμε μια πρωτόγνωρη προσπάθεια να σπιλωθεί το θείο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που συχνά φθάνει σε ακρότητες χυδαίων ύβρεων. Βλέπουμε με έκπληξη μια πρωτοφανή παραχάραξη πληθώρας ιστορικών γεγονότων, για να «αποδειχθεί» ο Χριστιανισμός ως «η κύρια πηγή της κακοδαιμονίας του κόσμου», ως «το προαιώνιο άχθος της ανθρωπότητας», ως «η ισχυρή τροχοπέδη της προόδου και της επιστήμης», ως «σκοταδιστική και αντιδραστική συντεχνία των παπάδων» και άλλα απίστευτα! Βιώνουμε, ως χριστιανοί ένα, άνευ προηγουμένου, κλίμα απειλών και τρομοκρατίας, το οποίο εκτείνεται και ως αυτή την φυσική μας εξόντωση!
Εκεί που εστιάζουν περισσότερο τις εσκεμμένες ιστορικές στρεβλώσεις τους είναι η ανυπόστατη και αντιεπιστημονική άποψη ότι δήθεν ο Χριστιανισμός επιβλήθηκε δια της βίας στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, προκαλώντας «ανείπωτες σφαγές, δηώσεις και καταστροφές» κατά των «αυτόχθονων» εθνικών θρησκειών. Ειδικά οι Έλληνες «αρχαιολάτρες» προσάπτουν στην Εκκλησία τη χιλιοειπωμένη κατηγορία ότι δήθεν αυτή «κατέσφαξε τους Έλληνες και κατέστρεψε τον ελληνικό πολιτισμό». Έχουν ως αρχή και προσφιλή μέθοδο να απομονώνουν ορισμένα ελάχιστα ιστορικά γεγονότα και αποσπάσματα από συγκεκριμένους απολογητικούς λόγους των Πατέρων της Εκκλησίας κατά των θρησκευτικών και μόνο πρακτικών του εθνισμού και να τα γενικεύουν. Αποσπούν επίσης ορισμένα στοιχεία από τις νομοθεσίες των αυτοκρατόρων στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, τα οποία έθεταν κάποιους περιορισμούς στα ασύδοτα εθνικά ιερατεία και στα σκοταδιστικά θρησκευτικά κέντρα, όπως ήταν τα μαντεία, προκειμένου να στηρίξουν τις κατηγορίες τους.
Ωστόσο διαπρεπείς επιστήμονες έδωσαν πειστικές και επιστημονικές απαντήσεις σε αυτές τις κακόβουλες και ανυπόστατες κατηγορίες. Όμως δυστυχώς πολύς κόσμος, που δεν μπορεί αντικειμενικά να έχει πρόσβαση σε αυτές τις απαντήσεις, πέφτει θύμα της παραπληροφόρησης. Το μεγάλο ατύχημα είναι ότι παρασύρονται και παράγοντες της παιδείας, οι οποίοι μεταφέρουν στις σχολικές αίθουσες αυτές τις ανυπόστατες και κακόβουλες θεωρίες. Μαθητές εκκολάπτονται έτσι ως μελλοντικοί αρνητές και πολέμιοι της Εκκλησίας!
Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσής μας είναι να δώσει ένα ελάχιστο δείγμα αποδείξεων στους αστήρικτους ισχυρισμούς των αντιχρίστων αρχαιολατρών μέσα στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσης δημοσιεύσεως. Η επιστήμη της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας, όπως και η επιστήμη της ιστορίας, μας βεβαιώνει, πως καμιά θρησκευτική πίστη, ή ιδεολογία, δεν εξαφανίστηκε ποτέ με τη βία. Αντίθετα, θρησκευτικές πίστεις, ή άλλες ιδεολογίες που υπέστησαν διωγμούς και παντοειδείς περιορισμούς, ανδρώθηκαν και αναπτύχθηκαν περισσότερο και βγήκαν τελικά ωφελημένες από τις διώξεις! Τρανταχτό πρόσφατο παράδειγμα ο απηνής διωγμός της Εκκλησίας στα πρώην κομμουνιστικά κράτη. Καταργήθηκαν οι θρησκείες δι’ αυστηρότατων νόμων, όμως η θρησκευτική πίστη δεν έσβησε, μάλλον αναζωπυρώθηκε! Ο ισχυρισμός λοιπόν των «αρχαιολατρών» ότι δήθεν ο Χριστιανισμός έσβησε τον εθνισμό με τη βία, δεν έχει την παραμικρή επιστημονική και ιστορική τεκμηρίωση.
Είναι απόλυτα βεβαιωμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο πως η παρακμή θρησκευτικών πίστεων και ιδεολογιών οφείλεται αποκλειστικά σε δικές τους εσωτερικές αδυναμίες. Οι αρχαίες θρησκείες και εν προκειμένω η αρχαιοελληνική θρησκεία, είχε καταρρεύσει πολύ πριν εμφανιστεί ο Χριστιανισμός. Η κατάρρευση είχε αρχίσει στα κλασικά χρόνια, από τη δράση των σοφιστών και άλλων φιλοσόφων. Δεν υπήρχαν πια οπαδοί της παραδοσιακής πίστεως, διότι είχε υποκατασταθεί από τα ανατολικά μυστηριακά θρησκεύματα, που είχαν εισβάλει δυναμικά σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και τον απίστευτο θρησκευτικό αμοραλισμό, ο οποίος είχε εδραιωθεί στις ψυχές των ανθρώπων. Τα έργα των ιστορικών των χρόνων εκείνων βεβαιώνουν περίτρανα το γεγονός αυτό, όπως αυτά του Πλουτάρχου, του Παυσανία, του Στράβωνα, του Πολύβιου κ.α. στα οποία διαπιστώνεται τέλεια εγκατάλειψη και σε αυτά ακόμη τα διάσημα «ιερά», όπως το δελφικό. Ο Στράβων τον 2ο μ. Χ. αιώνα αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Δελφούς: «σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει παραμεληθεί» (Στράβ. 9,15)
Ο Χριστιανισμός συνάντησε μια πρωτοφανή θρησκευτική, πνευματική και γενικότερη κατάπτωση στον αρχαίο κόσμο. Γι’ αυτό έγινε ενθουσιωδώς δεκτή η χριστιανική πίστη παρά τους φοβερούς διωγμούς διακοσίων πενήντα χρόνων. Ο κόσμος βρήκε αυτό που ζητούσε και δε μπορούσε να του δώσει η προχριστιανική αρχαιότητα. Οι χριστιανοί δεν είχαν λόγο να γκρεμίσουν εγκαταλειμμένους και ερειπωμένους ναούς. Το έργο της κατεδάφισης ήταν αποτέλεσμα της παντελούς ελλείψεως πιστών. Αναφέρουμε ως τρανταχτό παράδειγμα την ερήμωση του ονομαστού θρησκευτικού «ιερού» του Απόλλωνος στη Δάφνη της μεγαλουπόλεως Αντιόχειας, όπου, όταν το επισκέφτηκε ο θλιβερός και ανεδαφικός Ιουλιανός ο Παραβάτης, (361-363 μ. Χ.), το Μάρτιο του 363, το βρήκε ερειπωμένο. Ανάμεσα στο ένα και πλέον εκατομμύριο κατοίκων της Αντιόχειας, δεν υπήρχαν εθνικοί για να λειτουργήσουν και να συντηρήσουν το ονομαστό «ιερό». Μόνο ένας άθλιος γέρος ιερέας με μια χήνα στα χέρια παραβρέθηκε στη θυσία, προς μεγάλη έκπληξη και λύπη του αρχαιομανή αυτοκράτορα. (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλ., έκδοση Μαρτίνου, τόμ. 6, στ.954)!
Υπήρχαν επίσης συγκεκριμένοι νόμοι, που απαγόρευαν την κατεδάφιση των αρχαίων «ιερών» και που προστάτευαν την αρχαία θρησκεία, όσο και αν αυτό δεν ακούγεται καλά στα αυτιά των «αρχαιολατρών». Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) έλεγε στους υπηκόους του: «Μπορείτε να μεταβαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά σας και να τελείτε τη λατρεία σας σύμφωνα με τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κωδ.ΙΧ16,1 και 2)! Οι αυτοκράτορες Γρατιανός, (364-379), Ουαλεντιανός (364-378) και Θεοδόσιος (379-395) όρισαν ότι σε όσους ναούς εθνικών «σύχναζαν πλήθη, και που βρίσκονταν ακόμα σε δημόσια χρήση, να παραμένουν ανοικτοί» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,8). Οι διάδοχοι του Θεοδοσίου, Αρκάδιος (395-408) και Θεοδόσιος Β΄ (408-450), εξέδωσαν διατάγματα για την προστασία των νομοταγών εθνικών από αυθαιρεσίες κάποιων θερμόαιμων χριστιανών επάρχων «να μην τολμήσουν να απλώσουν βίαιο χέρι στους Εβραίους και τους εθνικούς» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,24). (Για περισσότερα δες στην ιστοσελίδα: www.romanity.oodegr.com/chistianity.html). Τους πιο πολλούς ναούς των εθνικών, που βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, οι μεταστραφέντες στη νέα πίστη, τους μετέβαλαν σε χριστιανικούς ναούς και έτσι σώθηκαν από την κατάρρευση, όπως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, το Θησείο, κ.α. Ας σκεφτούμε πως, αν ο Παρθενώνας δεν μεταβαλλόταν σε χριστιανικό ναό, δεν θα ήταν σήμερα στημένος στην ακρόπολη, να τον θαυμάζει η ανθρωπότητα, αλλά ένας σωρός από ερείπια !
Τα έργα τέχνης δεν τα κατέστρεψαν οι χριστιανοί, διότι αυτά δεν υπήρχαν πια, αφού τα είχαν αρπάξει οι ομόπιστοι των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίοι, μεταφέροντάς τα στη Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα του κόσμου. Το μετακομιστικό έργο των καλλιτεχνικών θησαυρών άρχισε ο Ρωμαίος σφαγέας της Ελλάδος Αιμίλιος Παύλος το 167 π. Χ. και το συνέχισαν όλοι οι κατοπινοί αυτοκράτορες. Φόρτωναν ατέλειωτα καράβια με αγάλματα και άλλα έργα τέχνης για τη Ρώμη, για να στολίσουν τις επαύλεις τους και την «αιώνια πόλη»! Ο παράφρων Νέρωνας άρπαξε μόνο από τους Δελφούς πεντακόσια αγάλματα! Τα περισσότερα όμως είχαν καταστραφεί παλαιότερα από δηώσεις αγρίων εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Παραθέτουμε ελάχιστα παραδείγματα: Πρώτον την ολοκληρωτική καταστροφή του Δίου της Μακεδονίας από τους Αιτωλούς το 219 π. Χ, υπό τον στρατηγό Σκόπα, ο οποίος «ενέπρησε τας στοάς τας περί το τέμενος και τα λοιπά διέφθειρε των αναθημάτων» (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,62,2-3). Το 200 π. Χ. ο Φίλιππος κατέστρεψε με ιδιαίτερη μανία τα έργα τέχνης της Αττικής: «κατάστρεψε τα προγονικά ιερά που στόλιζαν και τον μικρότερο δήμο (της Αττικής), πυρπόλησε όλους τους ναούς, ακρωτηρίασε τα αγάλματα των θεών, που κατάκεινται σήμερα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πύλες των Αθηνών» (Λίβιος Τίτος, ΧΧΧΙ,30)! Ιδού οι πρώτοι και μεγαλύτεροι, πριν την εγκατάλειψη, καταστροφείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού!
Τα ελάχιστα εναπομείναντα, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, τα προστάτεψαν οι χριστιανοί, αναγνωρίζοντας την αισθητική τους αξία. Το περίφημο άγαλμα του Ολυμπίου Διός μεταφέρθηκε από το Μ. Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη, για να στολίσει τον ιππόδρομο. Επίσης τα διάσπαρτα μαρμάρινα ανάγλυφα εντοιχίζονταν στους χριστιανικούς ναούς, για καλλιέπεια. Ο αυτοκράτορας Ωνώριος (384-425) σε επιστολή του προς τον Βικάριο της Ισπανίας Μακρόβιο το 399, διέταξε: «Επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτηρίων (εθνικών ναών). Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμιά εξουσία» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,15)! Μεμονωμένες περιπτώσεις αντεκδίκησης κάποιων χριστιανών, που είχαν δεινοπαθήσει από τους διωγμούς εθνικών, δεν αναιρούν τον κανόνα.
Για τις όποιες πολιτικές επιλογές των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά του καταρρέοντος Εθνισμού δεν έχει λόγους να απολογείται η Εκκλησία. Εκείνοι εξέφραζαν τη κρατική εξουσία και δρούσαν για το συμφέρον του κράτους, όπως πίστευαν καλλίτερα. Κανένα όμως σημαίνον πρόσωπο της Εκκλησίας δεν ευθύνεται ούτε για μία δίωξη εθνικού, πολλώ δε μάλλον για «γενοκτονίες» όπως ψευδέστατα ισχυρίζονται οι σύγχρονοι χριστιανομάχοι. Η μοναδική περίπτωση του φόνου της φιλοσόφου, (και κατηχημένης να βαπτιστεί χριστιανή), Υπατείας, τον οποίο έχουν ως «φλάμπουρο» οι «αρχαιολάτρες» και οι αθεϊστές, αποδείχθηκε περίτρανα ότι ήταν καθαρά πολιτική δολοφονία, προϊόν του αδυσώπητου αγώνα μεταξύ των πολιτικών φατριών της Αλεξάνδρειας (βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. ΚΓ΄, σελ.654).
Η Εκκλησία μας, με την καταπληκτική της επιλεκτική της ικανότητα, όχι μόνο δεν κατέστρεψε την προχριστιανική πολιτισμική κληρονομία, αλλά διέσωσε ό, τι ευγενές είχε δημιουργήσει ο αρχαίος κόσμος και ιδιαίτερα οι πρόγονοί μας Έλληνες. Η ελληνική φιλοσοφική σκέψη, η απαράμιλλη ελληνική γλώσσα, η πολιτική ορολογία και η δημοκρατική συλλογική πρακτική όχι μόνο διασώθηκαν στην χριστιανική Ορθοδοξία, αλλά αφού εμπλουτίστηκαν με νέα στοιχεία από τη θεία διδασκαλία του Χριστού, αποτέλεσαν πολύτιμα μέσα της έκφρασής της και της οργάνωσής της. Η φτωχή ιουδαϊκή σκέψη και τραχιά αραμαϊκή γλώσσα δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να γίνουν όργανα έκφρασης του υπέρτατου χριστιανικού μηνύματος. Αν δεν είχαν αυτά υιοθετηθεί και διασωθεί μέσα στη Χριστιανική Εκκλησία ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός θα αποτελούσε μια μακρινή ανάμνηση. Τι απέρριψε; Ό, τι ήταν σαθρό και μη γνήσιο πολιτισμικό στοιχείο. Την παχυλή ειδωλολατρία, την μοιρολατρία, την δεισιδαιμονία, την αγυρτεία της μαντικής, την «Ιερά Πορνεία», την επαίσχυντη δουλεία, την περιθωριοποίηση της γυναίκας, την ρατσιστική αντιμετώπιση των «βαρβάρων», τους πολέμους και τις γενοκτονίες και άλλα. Μήπως αυτά θεωρούν οι χριστιανομάχοι ως «πολιτισμικά στοιχεία», που κατάργησε ο Χριστιανισμός;
Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας με την μυωπική θεώρηση της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας από τους λογίς χριστιανομάχους. Λόγω του απύθμενου υποκειμενισμού τους και της εμπάθειάς τους κατά του Χριστού και της Εκκλησίας Του, δεν μπορούν να δουν την πραγματικότητα, τον θρίαμβό της. Ότι, πορευομένη εν μέσω μυρίων διώξεων, καθίσταται άτρωτη και νικώσα, επαληθεύοντας τον λόγο του ιερού Χρυσοστόμου: «Τίποτε δεν εξισώνεται με την Εκκλησία. Μη μου μιλάς για τείχη και όπλα. Διότι τα τείχη με το χρόνο παλιώνουν· η Εκκλησία ποτέ δεν γερνά. Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και αυτοί, που την πολέμησαν, χάθηκαν; Η Εκκλησία όμως υψώθηκε πάνω από τους ουρανούς. Την πολεμάνε, και νικά. Την εχθρεύονται, και θριαμβεύει. Την βρίζουν, και γίνεται λαμπρότερη. Δέχεται χτυπήματα, και δεν τσακίζεται από αυτά. Κλυδωνίζεται, αλλά ποτέ δεν καταποντίζεται. Και ότι αυτά δεν είναι απλά λόγια, φαίνεται από τα γεγονότα. Πόσοι μεσ’ στους αιώνες πολέμησαν την Εκκλησία! Όσοι την πολέμησαν, χάθηκαν. Εκείνη όμως έχει ανεβή πάνω από τους ουρανούς» (Ε.Π.Ε. 33,110)!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών