Νέα παρέμβαση του γραφείου αιρέσεων και παραθρησκειών της Μητροπόλεως Πειραιώς με αφορμή δημοσίευμα από το Πενταπόσταγμα.
Αναλυτικά αναφέρει:
Εν Πειραιεί τη 14η Μαρτίου 2022
ΤΙ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ «ΚΟΙΝΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ» ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΣΜΟΥ;
Ο Δυτικός Χριστιανισμός βρίσκεται από τον 11ο αιώνα σε διαρκή πτώση και ηθική κατάπτωση. Αφότου αποσχίστηκε από την Mία και Aδιαίρετη Εκκλησία, εδογμάτισε διά μέσου των αιώνων πλήθος αιρέσεων και πλανών, απώλεσε την θεία Χάρη και έπαψε πλέον να είναι αληθής Εκκλησία, οπότε κατάντησε ένας εγκόσμιος κρατικός οργανισμός.
Ένα από τα πλέον εμφανή σημεία της καταπτώσεώς του είναι η συνεχής διάσπασή του, από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν, με την εμφάνιση της Διαμαρτύρησης, (Προτεσταντισμού). Είναι γνωστό ότι ο Προτεσταντισμός σε όλες τις ομολογιακές διαφοροποιήσεις του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εκφυλισμένη μορφή του Παπισμού. Μετά την απόσχισή του από τον παπικό κορμό τον 16ο αιώνα, που εκδηλώθηκε ως αντίδραση και ως επανάσταση απέναντι στις παπικές αυθαιρεσίες της εποχής εκείνης, δεν μπόρεσε τελικά να προσεγγίσει την Ορθόδοξη Ανατολή. Αντίθετα μάλιστα παραμένει μέχρι σήμερα σημαντικά εξαρτημένος από τη σχολαστική θεολογική σκέψη. Από τότε που αποσπάσθηκε από τον Παπισμό, σταδιακά και προοδευτικά κατακερματίστηκε περαιτέρω σε εκατοντάδες προτεσταντικές ομολογίες, η κάθε μία από τις οποίες θεωρεί εαυτήν ως την γνήσια και αυθεντική «Εκκλησία» του Χριστού.
Όμως από τα μέσα του 20ου αιώνος τα πράγματα αλλάζουν. Ο Παπισμός, με το γνωστό διάταγμα περί Οικουμενισμού, της Β΄ Βατικανής «Συνόδου», (1962-1965), καθιερώνει μια νέα «Εκκλησιολογία», στην οποία αναγνωρίζει στοιχεία «εκκλησιαστικότητος» τόσο στον Προτεσταντισμό, όσο και στην Ορθοδοξία. Έτσι αρχίζει μια προσπάθεια προσέγγισης με πολλές προτεσταντικές ομολογίες, (και με την Ορθοδοξία), μέσα στα πλαίσια της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, με στόχο την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές. Οι δύο πρώην άσπονδοι εχθροί, Παπισμός και Προτεσταντισμός, σιγά σιγά πλησιάζουν αλλήλους, αρχίζουν να συνδιαλέγονται και τελικά γίνονται φίλοι. Την προσέγγιση αυτή επισημάναμε σε προηγούμενο άρθρο μας με τίτλο: «Τι σηματοδοτεί η ‘μυστηριακή διακοινωνία’ μεταξύ Παπισμού και Προτεσταντισμού;», (10.5.2021).
Ένα νέο πρόσφατο δημοσίευμα ήρθε να επιβεβαιώσει αυτή την πραγματικότητα. Πρόκειται για δημοσίευμα στο ιστολόγιο «Πενταπόσταγμα», του Μανώλη Κείου με τίτλο: «Καθολικοί και Λουθηρανοί της Νέας Ζηλανδίας υιοθετούν μια κοινή δήλωση του βαπτίσματος». Γράφει: «Από την Γερμανία περιμέναμε τα μαντάτα για κοινό ποτήριο Ρ/Καθολικών-Προτεσταντών, μετά και τα γεγονότα της περασμένης άνοιξης, από την Νέα Ζηλανδία ήρθε το νέο σκάνδαλο με κοινό βάπτισμα! Η Καθολική και η Λουθηρανική Εκκλησία της Νέας Ζηλανδίας υιοθέτησαν κοινή δήλωση για το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Το έγγραφο τιτλοφορείται ‘Μαζί βαπτισμένοι εν Χριστώ’. Όπως εξήγησε η Διάσκεψη Επισκόπων της Αοτεαρόα (Νέα Ζηλανδία στην γλώσσα των Μαορί), αυτό το έγγραφο προορίζεται να βοηθήσει μεικτές οικογένειες που επιθυμούν να βαφτίσουν ένα παιδί.
Η δήλωση αναπτύχθηκε από την Επιτροπή για τον Διάλογο μεταξύ Καθολικών και Λουθηρανών, που δημιουργήθηκε το 2017 από τον καρδινάλιο John Dew και τον λουθηρανό επίσκοπο Mark Whitefield. Σχολιάζοντας το κείμενο του εγγράφου, ο Γουάιτφιλντ είπε: ‘Οι καθολικές και οι λουθηρανικές τελετές βαπτίσματος έχουν πολλά κοινά και η δουλειά που γίνεται είναι μια ευτυχής ευκαιρία να μάθουμε ο ένας από τον άλλον. Η Καθολική και η Λουθηρανική Εκκλησία μπορούν να μάθουν η μία από την άλλη να μιλούν με μία φωνή για τα προβλήματα που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία, με την πεποίθηση ότι μοιράζονται ένα βάπτισμα και μία πίστη’, αναφέρεται στο κείμενο της κοινής δήλωσης. ‘Και οι Καθολικοί και οι Λουθηρανοί ισχυρίζονται ότι μέσω του βαπτίσματος ο άνθρωπος γίνεται μέλος της μίας, αγίας, παγκόσμιας και αποστολικής Εκκλησίας. Οι γονείς, ο ένας Καθολικός και ο άλλος Λουθηρανός, καλούνται να πάρουν το παιδί τους για βάπτιση σε όποια εκκλησία επιλέξουν. Μπορούν να ζητήσουν από τον εφημέριο και τον ιερέα να συμμετάσχουν στη λειτουργία του βαπτίσματος’ λέει ακόμη».
Η παρά πάνω «κοινή δήλωση του βαπτίσματος» δεν μας ξενίζει, διότι δεν είναι ένα καινούργιο «φρούτο», που μας ήρθε σήμερα ξαφνικά από το πουθενά. Έχει τις ρίζες του στην παναίρεση του Οικουμενισμού και μάλιστα σε μια από τις βασικότερες οικουμενιστικές θεωρίες του, στην λεγόμενη «θεωρία της βαπτισματικής ενότητος». Αν θελήσουμε να αναζητήσουμε το ξεκίνημα αυτής της θεωρίας, θα πρέπει να γυρίσουμε 60 χρόνια πίσω, στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, (1962-1965). Τότε λοιπόν, σ’ αυτή την ψευδοσύνοδο, και συγκεκριμένα σε ένα από τα διατάγματά της, το λεγόμενο Διάταγμα περί Οικουμενισμού, υιοθετήθηκε και νομοθετήθηκε η εν λόγω κακόδοξη θεωρία. Στο Διάταγμα, αυτό (κεφάλαιο 1, παράγραφος 3) διαβάζουμε: «Πραγματικά, όσοι πιστεύουν στο Χριστό και έλαβαν έγκυρα το βάπτισμα βρίσκονται σε κάποια κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, [=Παπισμό], έστω και αν η κοινωνία αυτή είναι ατελής…Δεν είναι επίσης λίγες οι ιερές πράξεις της χριστιανικής θρησκείας, που τελούνται από τους χωρισμένους αδελφούς μας, οι οποίες με διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τη διαφορετική κατάσταση της κάθε Εκκλησίας, ή κοινότητας, μπορούν αναμφισβήτητα να μεταδίδουν πραγματικά τη ζωή της Χάρης και πρέπει να αναγνωριστούν ικανές να ανοίγουν την είσοδο προς την κοινωνία της σωτηρίας».
Η κακόδοξη αυτή θεωρία πολύ γρήγορα μεταδόθηκε σαν μια λοιμώδης αρρώστια και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας. Το 1975 ο πρώην αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας κυρός Αθηναγόρας Κοκκινάκης στην «Ομολογία Θυατείρων», που συνέταξε συνοδικά, δήλωσε ότι «όλοι οι χριστιανοί πιστεύουν στο ίδιο βάπτισμα, διά του οποίου όλοι έχουν γίνει μέλη του σώματός του, της Εκκλησίας».[1] Δέκα χρόνια αργότερα ο λαϊκός τότε θεολόγος Ιωάννης Ζηζιούλας, (νυν Μητροπολίτης Περγάμου), ανανέωσε την εν λόγω κακόδοξη θεωρία και πρότεινε «να ομιλούμε για τα όρια της Εκκλησίας επί τη βάσει…της βαπτισματικής ενότητος». Ισχυριζόταν ότι το βάπτισμα είναι εκείνο που διαγράφει τα όρια της Εκκλησίας και ότι όλοι οι χριστιανοί είναι βαπτισμένοι. Και ότι «εντός του βαπτίσματος ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία».[2] Έξι χρόνια αργότερα, (1993), στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου συντάχθηκε η γνωστή «δήλωση του κοινού βαπτίσματος», (παράγραφος 13), που συνυπέγραψαν Ορθόδοξοι και Παπικοί στην οποία επαναλαμβάνεται η ίδια κακόδοξη θεωρία. Έμπρακτη εφαρμογή αυτής της θεωρίας συναντούμε το 2004, όταν οι επισκοπές της Αυστραλίας των Πατριαρχείων Οικουμενικού, Αντιοχείας και Ρουμανίας υπέγραψαν το λεγόμενο «Συμφωνητικό έγγραφο» του Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστραλίας με το οποίο αναγνώρισαν το μυστήριο του βαπτίσματος, που τελείται στις ετερόδοξες κοινότητες και προώθησαν τη χρήση ενός κοινού «πιστοποιητικού βαπτίσματος». Άλλη περαιτέρω έμπρακτη εφαρμογή αποτελεί η παρά πάνω «κοινή δήλωση του βαπτίσματος» από την Νέα Ζηλανδία η οποία είναι κάτι ανάλογο με το «πιστοποιητικό βαπτίσματος» της Αυστραλίας.
Το ότι η εν λόγω θεωρία έρχεται σε τελεία αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία μόλις είναι ανάγκη να τονιστεί. Ο αρχ. π. Κύριλλος Κωστόπουλος, ιεροκήρυκας και Δρ. Θεολογίας, είχε γράψει γύρω από την πλάνη αυτή μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο Μ. Βασίλειος στον Α´ κανόνα του το τονίζει κατηγορηματικώς: “Εκείνο γαρ έκριναν οι παλαιοί δέχεσθαι βάπτισμα, το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον”. Είναι φανερό ότι αυτή η οικονομία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στους Παπικούς ή τους Προτεστάντες για δύο λόγους: 1. Δεν ορθοδοξούν ως προς το δόγμα της Αγίας Τριάδος, (Filioque). 2. Δεν είναι το βάπτισμά τους σύμφωνο με την Αγιογραφική και Πατερική προτροπή, (γίνεται δια ραντισμού). Η Βαπτισματική Θεολογία ομιλεί για αποδοχή του βαπτίσματος των αιρετικών και παράλληλα παραδέχεται την παραμονή στις αιρετικές δοξασίες κάθε αποκοπείσης ομάδος από το Σώμα της Μιας Εκκλησίας. Κατά συνέπεια το περιεχόμενο του Ζ´ κανόνα της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο αναφέρεται στην υποδοχή των επιστρεφόντων στην Εκκλησία από την αίρεση, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί εδώ» (Ιστ. https://orthodoxostypos.gr/%CF%85%CF%8).
Αξίζει να σχολιασθεί εδώ η παρά πάνω μαρτυρία του Μ. Βασιλείου ο οποίος θεωρεί ως δεκτό και έγκυρο και παρεκτικό αγιαστικής Χάριτος μόνο το βάπτισμα εκείνο «το μηδέν της πίστεως παρεκβαίνον», το βάπτισμα δηλαδή που δεν παρεκκλίνει προς την αίρεση, ούτε στο ελάχιστο. Αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομοφώνως μαρτυρούν και διακηρύσσουν στα συγγράμματά τους, ότι προϋπόθεση του εγκύρου βαπτίσματος είναι η ορθή πίστη του βαπτιζομένου, η οποία όμως υφίσταται μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατ’ επέκταση κάθε άλλο βάπτισμα που τελείται εκτός της Εκκλησίας, μέσα στον χώρο της αιρέσεως, είναι άκυρο και μη παρεκτικό αγιαστικής Χάριτος. Για παράδειγμα ο Μέγας Αθανάσιος, σε ομιλία του «Κατά Αρειανών» αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Διά τούτο γουν και ο Σωτήρ ουκ απλώς ενετείλατο βαπτίζειν, αλλά πρώτον φησί, Μαθητεύσατε. Είτα ούτω, Βαπτίζετε εις όνομα Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος. Ίνα εκ της μαθήσεως η πίστις ορθή γένηται και μετά πίστεως η του βαπτίσματος τελείωσις προστεθή. Πολλαί γουν και άλλαι αιρέσεις, λέγουσαι τα ονόματα μόνον, μη φρονούσαι δε ορθώς, ως είρηται, μηδε την πίστιν υγιαίνουσαν έχουσαι, αλυσιτελές έχουσι και το παρ’ αυτών διδόμενον ύδωρ, λειπόμενον ευσεβεία».[3]
Το συμπέρασμα είναι, ότι εκείνο που χαράσσει τα όρια της Εκκλησίας δεν είναι το βάπτισμα, αλλά η ορθή πίστη. Προηγείται πάντοτε η ορθή πίστη και έπεται το βάπτισμα το οποίο χορηγείται ως επιστέγασμα της αποδοχής της ορθής πίστεως. Επομένως οι ισχυρισμοί ότι «το βάπτισμα είναι εκείνο που διαγράφει τα όρια της Εκκλησίας και ότι όλοι οι χριστιανοί (Ορθόδοξοι και Ετερόδοξοι), είναι βαπτισμένοι», όπως επίσης και ότι «εντός του βαπτίσματος ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία» είναι κακόδοξοι και ξένοι προς την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Κατ’ επέκταση και η ενότητα μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροδόξων δεν επιτυγχάνεται επί τη βάσει ενός «χριστιανικού» βαπτίσματος, αλλά επί τη βάσει της ορθής πίστεως. Επειδή όμως αυτή υφίσταται μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, προϋποθέτει την επιστροφή των αιρετικών στην Ορθοδοξία. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει σχετικά: «Όταν πάντες ομοίως πιστεύομεν, τότε ενότης εστίν».[4]
Φέραμε το θέμα ξανά στην επικαιρότητα, για να φανεί για μια ακόμη φορά, ότι η αίρεση του Οικουμενισμού, τώρα πια απροκάλυπτα, προχωρεί ακάθεκτη στην υλοποίηση των στόχων της και ότι σ’ όλη αυτή τη διαδικασία πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει το Βατικανό. Η αμοιβαία αναγνώριση του βαπτίσματος μεταξύ παπικών και προτεσταντών φαίνεται ότι θα είναι ο προπομπός μιάς ανάλογης αναγνώρισης του βαπτίσματος μεταξύ των παπικών και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Εκείνο που μας προβληματίζει, είναι ο κίνδυνος να συρθούμε σε μια ουνιτικού τύπου ένωση με τους παπικούς με αφορμή την πανχριστιανική Σύνοδο που φημολογείται ότι προετοιμάζεται το 2025 με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 1700 ετών από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Οι φόβοι μας εντείνονται από το γεγονός, ότι σήμερα, διαβρωμένοι από την οικουμενιστική λαίλαπα, δεν διαθέτουμε δυστυχώς τα πνευματικά αντισώματα, ούτε τις πνευματικές εκείνες προϋποθέσεις, που απαιτούνται ώστε να μιμηθούμε τους αγίους Πατέρες μας και να αντισταθούμε με γενναιότητα και χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς στην κυοφορούμενη προδοσία της Πίστεως. Γι’ αυτό χρειάζεται επαγρύπνηση και θυσιαστικό φρόνημα.