Την Τετάρτη 26 Μαΐου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε τον θείο λόγο στον υπό κατασκευή Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας, με την ευκαιρία της εορτής της Μεσοπεντηκοστής αλλά και των προεορτίων της Μετακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Λουκά.
Το διήμερο 28 και 29 Μαΐου θα εορταστεί η Μετακομιδή του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Λουκά του Iατρού από τη Συμφερούπολη της Κριμαίας στην Ιερά Μονή σύμφωνα με το πρόγραμμα που έχει ανακοινωθεί, ενώ οι Ιερές Ακολουθίες θα μεταδοθούν απευθείας στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως μας, στην αντίστοιχη σελίδα στο Facebook και στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος 90.2 FM».
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνετε». Ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς σήμερα καί ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρεται στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα στήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν ναό τοῦ Σολομῶντος καί τήν ἐκεῖ διδασκαλία του.
Δέν εἶναι βεβαίως ἡ πρώτη φορά πού ὁ Χριστός διδάσκει στό ἱερό. Τόν συναντήσαμε ἤδη δωδεκαετῆ νά συνομιλεῖ μέ τούς διδασκάλους καί τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι «ἐξίσταντο ἐπί τῇ συνέσει καί ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ». Τό ἴδιο κάνουν καί τώρα πολλοί ἀπό τούς ἀκροατές του, οἱ ὁποῖοι ἀποροῦν «πῶς οὗτος γράμματα οἶδεν μή μεμαθηκώς;» Πῶς εἶναι δυνατόν νά γνωρίζει καί νά ἑρμηνεύει τόν νόμο ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν σπούδασε ποτέ καί δέν φοίτησε σέ κάποιο σχολεῖο.
Ἡ ἀπορία τους μπορεῖ νά φαίνεται λογική, ἀλλά δέν εἶναι δικαιολογημένη. Ὅλοι εἶχαν δεῖ τόν Χριστό νά ὁμιλεῖ, νά κηρύττει καί νά θαυματουργεῖ καί θά ἔπρεπε νά εἶχαν ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού κυκλοφοροῦσε ἀνάμεσά τους, ἀκολουθούμενος ἀπό τούς μαθητές του, καί τά πλήθη ἔσπευδαν πρός αὐτόν, δέν ἦταν ἕνας κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶχε τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν ἤ νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ὁ Μεσσίας πού ἐπί αἰῶνες ἀνέμεναν καί τόν ὁποῖον προανήγγελλαν οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, θά ἔπρεπε νά τόν θεωροῦν τουλάχιστον προφήτη καί ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, κάτι πού ὁρισμένοι Ἰουδαῖοι πίστευαν, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν.
Ὁ φθόνος ὅμως τῶν Φαρισαίων καί τῶν διδασκάλων γιά τόν Χριστό, πού παρατηροῦσαν ὅτι εἵλκυε τούς ἀνθρώπους μέ τόν λόγο του, δέν τούς ἄφηνε νά τό παραδεχθοῦν καί προτιμοῦσαν νά τόν κατηγοροῦν, φθάνοντας μέχρι τοῦ σημείου νά λέγουν ὅτι ἔχει δαιμόνιο, καί ἀκόμη νά προτιμοῦν νά τόν σκοτώσουν, παρά νά ἀποδεχθοῦν τήν ἀλήθεια τῶν λόγων του καί νά πιστεύσουν καί αὐτοί.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός, ἀφοῦ τούς ἐξηγήσει ὅτι, ὅσα λέγει, δέν εἶναι λόγια δικά του, δέν εἶναι δική του διδασκαλία, ἀλλά εἶναι «τοῦ πέμψαντος» αὐτόν, εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τόν ἀπέστειλε νά κηρύξει στόν κόσμο τήν ἀλήθειά του, καί κατά συνέπεια δέν θά πρέπει νά ἀποροῦν πῶς κηρύττει, τούς ἐπισημαίνει καί κάτι πολύ σημαντικό πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους.
Τί τούς λέγει; «Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνετε». Μήν κρίνετε, δηλαδή, ἐπιφανειακά, ἀπό αὐτό πού βλέπετε, ἀλλά κρίνετε δίκαια, λαμβάνοντας ὑπόψη ὅλα τά δεδομένα.
Ἀναφέρεται μάλιστα ὁ Χριστός καί στίς θεραπεῖες τῶν ἀνθρώπων πού εἶχε ἐπιτελέσει κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅπως συνέβη καί μέ τόν παραλυτικό τοῦ εὐαγγελίου τῆς περασμένης Κυριακῆς, γιά τίς ὁποῖες τόν κατέκριναν οἱ ἱερεῖς λέγοντας ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά ἐργάζεται κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
Ἡ κρίση ὅμως αὐτή εἶναι κρίση «κατ᾽ ὄψιν», γιατί οἱ Φαρισαῖοι στέκονται στό γράμμα τοῦ νόμου, στέκονται στήν ἐπιφάνεια καί γι᾽ αὐτό κατηγοροῦν τόν Χριστό. Ἀγνοοῦν ἤ ἀδιαφοροῦν θεληματικά γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός δέν θαυματουργεῖ γιά νά καταλύσει τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου καί τή θεία ἐντολή, ἀλλά γιά νά ἐπιτελέσει ἕνα θαῦμα τό ὁποῖο ἀναδεικνύει μία ἐντολή μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τῆς ἀργίας, τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαγχνίας πρός τόν πάσχοντα ἄνθρωπο, καί νά διδάξει τή σημασία της στούς ἀνθρώπους.
Ἡ παρατήρηση αὐτή τοῦ Χριστοῦ δέν ἀφορᾶ μόνο τούς Φαρισαίους καί τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά ἀφορᾶ καί ὅλους ἐμᾶς, ἀφορᾶ τή σχέση μας τόσο μέ τόν Θεό ὅσο καί μέ τούς ἀνθρώπους.
Ἐάν ἐξετάσουμε προσεκτικά τόν ἑαυτό μας, θά διαπιστώσουμε ὅτι καί ἐμεῖς πού πιστεύουμε στόν Χριστό, πού εἴμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, πού δέν ἀμφισβητοῦμε τή Θεότητά του, μπορεῖ νά κάνουμε τό ἴδιο σφάλμα καί νά κρίνουμε κατ᾽ ὄψιν ἀκόμη καί τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Διότι κρίση «κατ᾽ ὄψιν» τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅταν παραπονούμεθα γιά πειρασμούς, γιά δοκιμασίες ἤ γιά ἀσθένειες πού ἐπιτρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε. Κρίση «κατ᾽ ὄψιν» τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅταν ζηλεύουμε τά χαρίσματα ἤ τίς δωρεές πού ἔχει δώσει ὁ Θεός σέ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο ἤ καί ἀδελφό μας. Κρίση «κατ᾽ ὄψιν» τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ὅταν ἀνησυχοῦμε καί διαμαρτυρόμεθα γιατί κάποτε ὁ Θεός φαίνεται νά μήν ἀκούει τήν προσευχή μας καί νά μήν μᾶς χαρίζει αὐτό πού τοῦ ζητοῦμε.
Πολύ πιό εὔκολα καί πολύ πιό συχνά βεβαίως κρίνουμε «κατ᾽ ὄψιν» τούς ἀδελφούς μας, τούς συνανθρώπους, γιατί τούς κρίνουμε καί πολλές φορές τούς κατακρίνουμε γιά τή συμπεριφορά τους καί τίς ἐπιλογές τους, χωρίς νά γνωρίζουμε τά βαθύτερα αἴτια, τούς λόγους καί τίς συνθῆκες πού τούς ἔκαναν νά φερθοῦν μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο.
Ἀντίθετα, θά πρέπει νά ἔχουμε πάντοτε κατά νοῦν ὅτι, ἀκόμη καί ἄν ἔχουμε δίκαιο στίς κρίσεις μας γιά τούς συνανθρώπους μας, δέν εἶναι δική μας ἁρμοδιότητα νά τούς κρίνουμε, καί γι᾽ αὐτό θά εἶναι καλό νά τό ἀποφεύγουμε, καί γιά νά μήν σφετεριζόμεθα τό δικαίωμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά μᾶς κρίνει ὅλους, ἀλλά καί γιά νά μήν παρεκκλίνουμε ἀπό τήν προτροπή πού ἀπηύθυνε καί πρός ἐμᾶς σήμερα ὁ Χριστός: «Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνετε».