Στην προσφορά της Εκκλησίας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και του αγώνα για την Ελευθερία που, όχι μόνο ένωνε την κοινότητα, αλλά δίδασκε τους υπόδουλους τη γλώσσα και την πίστη αναφέρθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος κατά τον χαιρετισμό του στο 6ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Οι εργασίες άρχισαν σήμερα το πρωί στο Ζάππειο Μέγαρο με την εισαγωγική ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και τους χαιρετισμούς των Προέδρων της Εσθονίας και της Σλοβακίας, του Αρχιεπισκόπου, του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτη Σχοινά και της πρόεδρου της επιτροπής «Ελλάδα 2021» Γιάννας Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη.
Το σημερινό πρόγραμμα του Φόρουμ περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις θεματικές ενότητες 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, Ναυτιλία, «Μπλε Οικονομία», Υγεία, Ιστορία, Πολιτισμός και Πανδημία, Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας, διατλαντικές σχέσεις, ευρωπαϊκή οικονομία.
Στον χαιρετισμό του ο Αρχιεπίσκοπος, στο πλαίσιο της θεματικής΄ςη ενότητας για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, τόνισε ότι «το ιδρυτικό του νέου Ελληνικού κράτους γεγονός δεν προέκυψε ασφαλώς σε συνθήκες ιστορικού κενού. Ριζώνει στη συλλογική συνείδηση ενός σκλαβωμένου λαού, που είχε βαθειά αίσθηση της ταυτότητάς του. Τα δεκάδες επαναστατικά κινήματα που αριθμούνται από την πτώση της Πόλης ως την Παλιγγενεσία αποδεικνύουν του λόγου το ασφαλές. Η πληθώρα των Πατριαρχών που έχασαν τη ζωή τους με βίαιο τρόπο από την Οθωμανική εξουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας θέτει με σαφήνεια το πρόσημο της πίστης στην υπόθεση της δουλείας, μιας πίστης που άρδευσε μυστικά το καθημαγμένο γένος. Το ζωογόνησε, συγκρότησε την αυτοσυνειδησία του, έθεσε κριτήρια. Η πλειονότητα των δασκάλων στα σχολεία που λειτούργησαν επί Τουρκοκρατίας, όταν αυτά λειτουργούσαν απρόσκοπτα, υπήρξαν κληρικοί. Το αφυπνιστικό έργο του αγ. Κοσμά του Αιτωλού, με τα δεκάδες σχολεία που ίδρυσε, έχει χαράξει ανεξίτηλα τη λαϊκή ψυχή. Σε πιο δύσκολες περιόδους ήταν πάλι η λατρεία της Εκκλησίας που, όχι μόνο ένωνε την κοινότητα, αλλά δίδασκε τους υπόδουλους τη γλώσσα και την πίστη. Μαζί με αυτά, έρχεται η προσφορά των Νεομαρτύρων. Δεν ήταν μόνο οι Πατριάρχες, ήσαν Επίσκοποι, απλοί Ιερείς, Μοναχοί και Λαϊκοί που έδωσαν τη ζωή τους για την πίστη τους. Ένας χορός γνωστών και αφανών ηρώων της Πίστεως σήκωσε το βάρος του οράματος και της ανίχνευσης νοήματος για ένα ολόκληρο γένος».
Ο Αρχιεπίσκοπος σημείωσε, επίσης, ότι «η Εκκλησία μας συνοδοιπόρησε με το λαό και κατά την Επανάσταση. Και τότε οι πολλές θυσίες των στελεχών της, όπως μαρτυρούν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων, αγωνιστές, ξένοι διπλωμάτες και άλλοι, επεσφράγισαν τον αγώνα. Πρώτος Επίσκοπος που έπεσε μαχόμενος και έσυρε το χορό των φονευθέντων κατά τα πολεμικά γεγονότα, ο Επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας. Μέλος της Φιλικής, πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό στη Ρούμελη, έμεινε στη μνήμη μας να ανακεφαλαιώνει στο πρόσωπό του, μαζί με πολλούς άλλους, την Πίστη με την αγάπη προς την Πατρίδα. Και τόσοι άλλοι…Ένας λαός που βίωνε αυτό που ο Στρατηγός Μακρυγιάννης εξέφρασε, ότι χωρίς πίστη στη θρησκεία τους Έθνη δεν υπάρχουν, μπόρεσε να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στην πρόκληση και στα διλήμματα της Ιστορίας. Όχι μόνο να αφεθεί στην νομοτέλεια της ιστορικής συγκυρίας, αλλά να νοηματοδοτήσει πνευματικά τον αγώνα του».