Εκκλησία της Ελλάδος

Κηφισίας Κύριλλος στην Ιεραρχία: Ακραίες φωνές ζητούν διαχωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας-Τι πρότεινε η Εκκλησία στην κυβέρνηση

“Σοβαρό και νηφάλιο προβληματισμό και ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των διαλεγομένων θεσμών Εκκλησίας και Πολιτείας και ειλικρίνεια των προθέσεων” ζήτησε ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης στην σημερινή εισήγησή του στην Ιεραρχία ο Μητροπολίτης Κηφισίας Κύριλλος και συμπλήρωσε “εκτός από ακραίες και μεμονωμένες φωνές που ζητούν διαχωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας, οι περισσότερες προτάσεις συντείνουν είτε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων είτε στον εξορθολογισμό τους ή και στον καθορισμό του συστήματος διάκρισης αρμοδιοτήτων”...

Αναλυτικά, συνήλθε σήμερα Πέμπτη, 4 Οκτωβρίου 2018, στην τρίτη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.

Ακολούθως, σύμφωνα με την Ημερησία Διάταξη, ανέγνωσε την Εισήγησή του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος με θέμα: «Μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές και οι θέσεις της Εκκλησίας μας».

Αναπτύσσοντας τα 14 κεφάλαια της εμπεριστατωμένης Εισηγήσεώς του, ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας τονίζοντας ότι «το πιο ενδιαφέρον νομικό κείμενο που αποτυπώνει τον κοινό παρονομαστή του ευρωπαϊκού νομικού και θεσμικού πολιτισμού και υποδηλώνει την πολυτυπία του φαινομένου είναι η συνοδευτική δήλωση (υπ’ αριθμ. 11) που υιοθετήθηκε από την Διακυβερνητική Διάσκεψη των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσαρτήθηκε στην Συνθήκη του Άμστερνταμ ‘’γιά το καθεστώς των εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων’’.

Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή: ‘’Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων στα Κράτη - Μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται με τον ίδιο τρόπο το καθεστώς των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών ενώσεων’’. Ανεξάρτητα από τα ερμηνευτικά προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει μία τόσο γενική διατύπωση, είναι προφανές ότι στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας που διαπερνά την Συνθήκη του Άμστερνταμ (όπως και του Μάαστριχτ) και διέπει τις σχέσεις Ένωσης και Κρατών - Μελών, το ζήτημα των σχέσεων κράτους και εκκλησιών και γενικότερα κράτους και θρησκείας τοποθετείται εκτός του πεδίου της κοινοτικής πολιτικής και δράσης».

Επισήμανε μάλιστα ιδιαίτερα ότι «η Ευρωπαϊκή αυτή Συνθήκη δεν επιβάλλει συγκεκριμένο μοντέλο σχέσεων, αφήνει ελεύθερο το κάθε Κράτος - Μέλος να την καθορίζει, με βάση το εθνικό-εσωτερικό δίκαιο, ανάλογα με τις εθνικές και ιστορικές τους ιδιαιτερότητες».

Μετά την εμπεριστατωμένη αναφορά του στις σχέσεις Κράτους και Θρησκείας στην Ευρώπη, ο κ. Κύριλλος έκανε εκτενή αναφορά στις σχέσεις του ελληνικού Κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες όπως τόνισε είναι «σχέσεις συνταγματικώς ρυθμισμένες», δηλαδή «συνταγματικώς οργανωμένες αλλά και συνταγματικώς εγγυημένες».

Στη συνέχεια, αναφερόμενος στο ζήτημα της αναθεωρήσεως του υφισταμένου συνταγματικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας τόνισε ότι απαιτεί σοβαρό και νηφάλιο προβληματισμό και ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των διαλεγομένων θεσμών Εκκλησίας και Πολιτείας και ειλικρίνεια των προθέσεων.

Σχετικά με το άρθρο 3 του Συντάγματος και την θρησκευτική ουδετερότητα, υποστήριξε ότι αυτό «έγινε δεκτό ως καινοτόμο σε αρκετά σημεία, σε σχέση με τα προγενέστερα ελληνικά Συντάγματα. Θεωρήθηκε, όπως προκύπτει από την ιστορική ερμηνεία της διάταξης και τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συντάγματος του 1975, λιγότερο ριζοσπαστικό από τον (πλήρη) χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, αλλά πάντως ως ένα ισχυρό βήμα προς την κατεύθυνση της χαλάρωσης των σχέσεων».

Ακολούθως αναφέρθηκε στη σχέση των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος και στις προτεινόμενες αλλαγές στη συζήτηση περί αναθεωρήσεως του Συντάγματος, βάσει της αρχής της θρησκευτικής ουδετερότητας, αναπτύσσοντας τα εξής: α) το προοίμιο του Συντάγματος, β) τις επίσημες κρατικές τελετές με θρησκευτικό μέρος, γ) τα χριστιανικά σύμβολα σε δημόσιους χώρους, δ) την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας, ε) την μισθοδοσία του κλήρου και την εκκλησιαστική Εκπαίδευση.

Στον επίλογο της Εισηγήσεώς του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, αναφερόμενος στο θέμα της αναθεωρήσεως του συνταγματικού πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, τόνισε ότι «εκτός από ακραίες και μεμονωμένες φωνές που ζητούν διαχωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας, οι περισσότερες προτάσεις συντείνουν είτε στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων είτε στον εξορθολογισμό τους ή και στον καθορισμό του συστήματος διάκρισης αρμοδιοτήτων.... Επομένως, το καθεστώς των διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Πολιτείας με το νέο Σύνταγμα της Μεταπολιτεύσεως του 1975 είναι σαφέστατα οριοθετημένο για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Η ιστορική εμπειρία των 43 ετών εφαρμογής του κατά την νεώτερη αυτή περίοδο αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάσταση δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων».

Τέλος, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην πρόταση που υπέβαλε η Εκκλησία της Ελλάδος στην «Επιτροπή διαλόγου Πολιτείας και Εκκλησίας για την μελέτη και επίλυση θεμάτων που απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος», στα πλαίσια μέτρων προώθησης περί διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας, ανέφερε: «Προτείνεται η εισαγωγή γενικής νομοθετικής ρήτρας σχετικά με την νομική φύση των σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία θα περιέχει και ορισμένους ειδικούς κανόνες καλής νομοθέτησης (πρβλ. ν. 4048/2012, Α 34) με στόχο την εναρμόνιση προς το σύγχρονο περιεχόμενο των αρχών της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους».

Περαίνοντας την Εισήγησή του, επισήμανε τα εξής: «Η νέα νομοθετική ρύθμιση αποβλέπει στην καθιέρωση κανόνων κατά το στάδιο ανάπτυξης νομοθετικής πρωτοβουλίας από τα αρμόδια πολιτειακά όργανα και αποτελεί τεκμήριο ερμηνείας του νομοθέτη για το νόημα διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος, όπως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρα 9, 11) και του Συντάγματος (άρθρα 12, 13). Εάν η πρόταση αυτή γίνει δεκτή, θεωρώ ότι ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας θα τεθεί σε σταθερή βάση και δεν θα απαιτηθεί καμμία αλλαγή στο status quo του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου, που διέπει τις σχέσεις αυτές».

Επηκολούθησε ευρύτατος διάλογος επί της Εισηγήσεως, κατά τον οποίο έλαβαν τον λόγο πολλοί Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς.

Τέλος, η Ιεραρχία επαναβεβαίωσε την απόφαση της Ιεραρχίας του Οκτωβρίου 2017, όπως εκφράζεται με σαφήνεια στο Δελτίο Τύπου της 4ης Οκτωβρίου 2017. Υπενθυμίζεται ότι με απόφαση της ως άνω Ιεραρχίας υφίσταται και λειτουργεί αρμόδια Επιτροπή εξ Αρχιερέων και Νομικών, προς τα Μέλη της οποίας η Ιεραρχία επαναβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της, και η οποία εξετάζει όλα τα θέματα τα οποία προκύπτουν ως προς τις μελετώμενες συνταγματικές αλλαγές, αλλά και τις θέσεις της Εκκλησίας μας.

Με ομόφωνη απόφασή Της η Ιεραρχία παραπέμπει την Εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κυρίλλου στην ως άνω Επιτροπή, για την ενδελεχή μελέτη των θιγομένων θεμάτων και για την επί μέρους και κατά θέματα αξιοποίησή της.

Διαβάστε εδώ την εισήγηση του

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ