Εκκλησία

Ανύψωση και μεταμόρφωση

Γιὰ τὴν εἰσαγωγή μας στὸ πνεῦμα τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς καὶ «φαιδρᾶς πανηγύρεως» μᾶς προετοιμάζει ὁ Τίμιος Σταυρός, ποὺ προ-οδεύει (1η Αὐγούστου), καὶ συνοδεύει τὴν πορεία μας γιὰ 40 ὁλόκληρες μέρες μέχρι τὴν Ὕψωσή Του, στὶς 14 Σεπτεμβρίου. 

Πράγματι, ἡ Μεταμόρφωση προηγεῖται τοῦ Σταυροῦ καὶ παραπέμπει σὲ Αὐτόν. Σύμφωνα μὲ τοὺς τρεῖς συνοπτικοὺς Εὐαγγελιστὲς ποὺ ὁμιλοῦν γι’ αὐτήν (Ματθ., ιζ’ 1-7, Μάρκ., θ’ 2-13, Λουκ. θ’ 28-36) καὶ τὴν σχετικὴ ὑμνογραφία, τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς συνέβη «πρὸ τοῦ πάθους». Ὁ Ἰησοῦς παρέλαβε τοὺς «προκρίτους μαθητάς», τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, τοὺς ὡδήγησε σὲ «ὄρος ὑψηλόν … καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Ματθ., ιζ’ 1). 

Τί προηγήθηκε τοῦ «θαυμασίου» αὐτοῦ; Ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου ὅτι «ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (ὅ.π. 16), ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ προαναγγελία τῶν Παθῶν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο: «ἀπὸ τότε (ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου) ἤρξατο Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν … καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι» (ὅ. π. 21).  

Ὁ καλὸς παιδαγωγὸς Χριστὸς προετοιμάζει τοὺς μαθητές Του γιὰ τὸν Σταυρό «πρὸ τοῦ Σταυροῦ», ἐκεῖνοι ὅμως δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθοῦν τὸν λόγο Του. Ὅλοι των περίμεναν ἕναν ἐπίγειο βασιλέα, ποὺ θὰ τοὺς λύτρωνε ἀπὸ τὰ δεινά των﮲ πῶς νὰ δεχθοῦν ἕναν ταπεινωμένο καὶ ἐξευτελισμένο πάνω στὸν Σταυρὸ Κύριο; Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο τὸν ὡμολόγησε ὡς «Υἱὸν τοῦ Θεοῦ», σκανδαλίστηκε στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων Του καὶ «ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ λέγων﮲ ἵλεως σοι, Κύριε﮲ οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο.» (ὅ. π. 22), γιὰ νὰ ἀκούσῃ, μὲ τὴν σειρά Του, τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐπιπλήττῃ: «ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ … ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων.»

Σκληρός, πράγματι, ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. «Τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν» (Ἰωάν., στ’ 60); Νὰ ἀπαρνηθῆ κανεὶς τὸν (κακό) ἑαυτό του, νὰ ἄρῃ τὸν Σταυρό του, νὰ κάνη δηλαδὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, μὲ ὅ τι αὐτὸ συνεπάγεται, δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, οὔτε εὐχάριστο. 
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐπιστρατεύει «τὰ μεγάλα μέσα», γιὰ νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς ἀδυνάμους ἀκόμη στὴν πίστη μαθητές Του. «Μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ ἔλαμψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά, ὡς τὸ φῶς» (ὅ. π. ιζ’ 2). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν, στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἔγινε κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ ὅτι ἦταν. Ἡ ἀλλαγή Του δὲν ἦταν σὲ σχῆμα ἀλλὰ σὲ δόξα, λέει ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἔλαμψε διὰ τῆς δόξης Του, ἔδειξε τὴν λαμπρότητα τῆς φωτεινῆς Του φύσεως καὶ μάλιστα μέρος αὐτῆς, διότι, ἐὰν τὴν φανέρωνε σ’ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο, τότε οἱ μαθητές Του δὲν θὰ τὸ ἄντεχαν καὶ θὰ τυφλώνονταν. Ὁ στόχος, ὅμως, ὅπως εἴπαμε, δὲν ἦταν νὰ στραβωθοῦν ἀπὸ τὸ «ἄστεκτο φῶς» Του ἀλλὰ νὰ ἐνισχυθοῦν ἀπὸ τὴν ἀκτινοβολία Του. 

Γι’ αὐτὸ χρειάστηκε καὶ πάλι, ἀσφαλῶς, ἡ ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου καὶ τῆς θείας χάριτος. Σημειώνουν οἱ θεόπνευστοι Πατέρες ὅτι, γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ μαθητὲς νὰ ἀντικρύσουν καὶ τὴν μερικὴ αὐτὴν θεϊκὴ λάμψη, χρειάστηκε, πρὸς στιγμήν, νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ σωματικοί των ὀφθαλμοί! Λέει, χαρακτηριστικά, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὅτι ο Χριστὸς μεταμορφούμενος δὲν ἔλαβε μορφὴ ξένη πρὸς Αὐτόν, ἀλλὰ ἄνοιξε γιὰ λίγο τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν μαθητῶν Του, γιὰ νὰ ἀντικρύσουν «τὸν ἐνοικοῦντα Θεόν» (PG 96, 564). Kαὶ ὁ Γρηγόριος Παλαμάς, ὁ θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτός, συμπληρώνει ὅτι χρειάζεται κανεὶς νὰ γίνη «ἔνθους» (= ἔνθεος), νὰ καθάρῃ τοὺς σωματικούς του ὀφθαλμούς, διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ πρὸ πάντων διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἀντικρύσῃ τὶς ἄκτιστες θεϊκὲς ἐνέργειες.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Χριστός, μὲ τὴν μεταμόρφωσή Του, ἔδειξε «τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς (ἀνθρωπίνης) εἰκόνος», ἔκανε τὴν «ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν ἀπαστράψαι πάλιν, μεταστοιχειώσας αὐτὴν εἰς τὴν δόξαν καὶ λαμπρότητα τῆς θεότητος» (ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς). Γίνεται, ἑπομένως, φανερὸ ὅτι ἡ ὑμνολογία βρίσκεται σὲ ἀπόλυτη συνάφεια μὲ τὶς γραφὲς καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἡ ἔνδυση τῆς ἀνθρωπίνης σαρκὸς ἀπὸ τὸν Κύριο ἔγινε μὲ στόχο νὰ τὴν καταστήσῃ θεία, ἔνδοξη καὶ λαμπρή, ὅπως εἶχε πλαστῆ «ἀρχετύπως», πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία.

Ἑπομένως, ἡ Μεταμόρφωση παραπέμπει ὄχι μόνον στὸ Πάθος καὶ στὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀνάσταση καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν Δευτέρα καὶ ἔνδοξη Παρουσία Του, ὅπου ὅλοι, οἱ ἄνθρωποι καὶ σύμπασα ἡ κτίση, ποὺ τώρα «συστενάζει καὶ συνωδίνει», θὰ ἀποκατασταθοῦν καὶ θὰ λούζονται πλέον στὸ ἀΐδιο φῶς τοῦ Κυρίου (Ἀποκ. κβ’ 5).

Εἶναι σωτήρια, λοιπόν, ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας, ὄχι μόνον ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ποὺ μεταμορφώθηκε εἶναι ὁ Σωτήρας μας, ἀλλὰ κυρίως διότι ἡ Μεταμόρφωσή Του στοχεύει στὴν δική μας σωτήρια καὶ λυτρωτικὴ μεταμόρφωση. Ἔγινε, γιὰ νὰ μᾶς δείξη τὸν δρόμο πρὸς τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀπολύτρωσή μας, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ διαφορετικά, παρὰ μόνον διὰ τοῦ Σταυροῦ. 
Τὸ λέει καὶ τὸ ὑπέροχο Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς. Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, μόνον ὅταν τὸν δοῦν «σταυρούμενον» θὰ ἐννοήσουν τὸ «ἑκούσιον» πάθος Του, ὡς Θεοῦ, καὶ ἐφ’ ὅσον, ὅπως λέει ὁ Πέτρος, θὰ ἔχουν γίνει «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πέτρ., α’ 16), τότε θὰ εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ κηρύξουν καὶ «τῷ κόσμῳ» ὅτι Αὐτός, ὁ Κύριός των, εἶναι Θεός, «τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα (=ἡ ἀκτινοβολία)». 

Καὶ γιὰ ἕναν ἐπιπλέον λόγο θὰ πεισθοῦν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ὅτι τὸ ὑπερθέαμα τῆς Μεταμορφώσεώς Του δὲν εἶναι εἰκονικὸ ἀλλὰ οὐσιαστικό («οὐχὶ ὡς ἐν εἰκόνι ἀλλ’ ὡς κατ’ οὐσίαν», τροπάριο ε’ ὠδῆς β’ Κανόνος), δὲν εἶναι ὀφθαλμαπάτη οὔτε ἀποκύημα τῆς φαντασίας των, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ πραγματική, ὀντολογική Μεταμόρφωση. Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ τοὺς ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀλήθεια τοῦ γεγονότος ἦταν ἡ «φωτεινὴ νεφέλη» ποὺ τοὺς ἐπεσκίασε καὶ ἡ «φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα﮲ οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα﮲ αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ’ 5). 

Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ σύνολης τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπισφραγίζει τὴν θεότητα τοῦ δευτέρου προσώπου της, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔγινε καὶ κατὰ τὴν πρώτη φανέρωση τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο, κατὰ τὰ Θεοφάνεια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μέσα ἀπὸ τὴν νεφέλη -σύμβολο τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος- διετράνωνε τότε ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ βαπτιζόταν ὡς ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἀγαπημένος Του Υἱός, ἦταν Θεός. Τώρα, ὅμως, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση, προστίθεται καὶ ἡ ἐπιταγὴ τοῦ Θεοῦ Πατρός: «αὐτοῦ ἀκούετε.» 
Προτρέπει, δηλαδή, ὁ Πατρικὸς λόγος –ποιός μπορεῖ, ἄραγε, νὰ τὸν παρακούσῃ;- τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἦταν παρόντες, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦνε, τὸν Υἱό Του, καὶ ὄχι ἄλλον. Ἐκεῖνος εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὅπως αὐτὰ εἰκονίζονται, ἀντιστοίχως, στὸ πρόσωπο τῶν συμπαρευρισκομένων στὴν σκηνή, τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἠλιού. 

Ἡ φωνή, ἑπομένως, τοῦ Πατρὸς ἦταν καταλυτική, διότι πλέον ἔδινε ἀπάντηση στὶς μέχρι τότε ἀμφιβολίες καὶ μεταξὺ τῶν ἰδίων τῶν μαθητῶν γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ Ἰησοῦ -ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Μωϋσῆς, ἄλλοι ὁ Πρόδρομος καὶ ἄλλοι κάποιος ἄλλος προφήτης (Μάρκ., η’ 28-30). 

Βεβαίως, ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Πατρός «αὐτοῦ ἀκούετε» ἀκούγεται διαχρονικὴ γιὰ ὅλους τοὺς μαθητές Του, ὄχι μόνον τοὺς παρόντες στὴν Μεταμόρφωση. Τὸ μήνυμα εἶναι: «νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς ὅ τι ἔκαναν οἱ πρόκριτοι, νὰ ἐνδυναμωθῆτε καὶ ἐσεῖς στὴν πίστη, νὰ ἀνυψωθῆτε πνευματικά». Τὸ λέει ὁ Κύριος καὶ στοὺς ὑπολοίπους μαθητές Του, ὅταν ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἔχει κατέβει ἀπὸ τὸ ὄρος, τὸν ῥωτοῦν μὲ ἀπορία «διατὶ ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό (τὸ δαιμόνιο ἀπὸ τὸν σεληνιαζόμενο νέο);» (Ματθ., ιζ’ 19). Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου πρὸς ἐκείνους - καὶ πρὸς ὅλους μας- εἶναι ξεκάθαρη: «διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν» (ὅ. π. 20) καὶ ἐπειδή, τελικά, «τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» (ὅ. π. 21). 

Μόνον ὅσοι εἶναι ἐξοπλισμένοι μὲ δυνατὰ πνευματικὰ ὅπλα, καὶ κυρίως μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν προσευχή, μποροῦν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ποιήσουν καὶ ἐκεῖνοι «θαυμάσια». Νά, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν ἄκουσε τὴν προτροπὴ τοῦ Πέτρου: «καλόν ἐστι ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (ὅ. π. 4), διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα Του. Δὲν εἶχε ἐκπληρώσει ἀκόμη τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶπε στοὺς προκρίτους μαθητές Του, ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸ ὄρος, νὰ μὴν ποῦν τίποτε σὲ κανέναν, «ἕως οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῆ» (ὅ. π. 9), πράγμα ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι δὲν πολυκαταλάβαιναν τί σήμαινε («τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι», Μάρκ., θ’ 10-13).

Ἀλλὰ καὶ ἕνα ἀκόμη μήνυμα στέλνει ὁ Κύριος μὲ τὴν κάθοδό Του καὶ πάλι στὸν κόσμο. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀντίκρυσαν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ καὶ φωτίστηκαν ἀπὸ αὐτὸ ἔχουν στὴν συνέχεια χρέος νὰ κατέλθουν καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἀνυψώσουν καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ θέλουν, - ὅσοι θέλουν-, ἀλλὰ δυσκολεύονται νὰ βροῦν ἀπὸ μόνοι των τὸν δρόμο, γιὰ νὰ ἀνέλθουν. 

Αὐτοὶ ποὺ πραγματικὰ τὸ θέλουν ἀναζητοῦν νὰ βροῦν τὴν μεταμόρφωσή των στὸ πρόσωπο ἑνὸς ἤδη μεταμορφωμένου. Γι’ αὐτό, μᾶλλον, προστρέχει τὸ πλῆθος στὸν Κύριο, ποὺ ἔλαμπε ἀκόμα τὸ πρόσωπό Του, μετὰ ἀπὸ τὴν κάθοδό Του ἀπὸ τὸ ὄρος. Καὶ μόνον Ἐκεῖνος, ὁ ἀληθινὰ μεταμορφωμένος, εἶναι σὲ θέση νὰ ὁδηγήσῃ στὴν προσωπική των μεταμόρφωση αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν, ὅπως ὁ ταλαίπωρος πατέρας τοῦ δαιμονισμένου νέου, ὁ ὁποῖος ἀναφωνεῖ μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε», -μὲ τὴν λιγοστή μου πίστη, ὅτι μπορεῖς νὰ θεραπεύσῃς τὸ παιδί μου. «Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (ὅ. π. 24). 

Πόσο πόνο ἀλλὰ καὶ ἡρωϊσμό, κρύβει, ἀλήθεια, μιὰ τέτοια ὁμολογία! Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν προσωπική μας μεταμόρφωση εἶναι, ὁμολογουμένως, ὁ πιὸ δύσκολος. Χρειάζεται τόλμη καὶ ἀποφασιστικότητα, γιὰ νὰ ἀποκόψῃ κανείς, κατ’ ἀρχάς, κάθε δεσμὸ μὲ τὸν κακό του ἑαυτό, καὶ κυρίως μὲ τὸ ἐπάρατο ἐγώ μας, τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴν λογικὴ καὶ στὶς δικές μας, ἀποκλειστικά, δυνάμεις, τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ τὰ ἄλλα μας πάθη. 

Ἐάν, ὅμως, ξεκαθαρίσωμε τὴν θέση μας ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, στὴν συνέχεια ὅλα εἶναι πιὸ εὔκολα. Χρειάζεται νὰ κάνωμε, ἔπειτα, καὶ τὸ θετικὸ βῆμα, νὰ μεταμορφωνώμαστε διαρκῶς διὰ τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ πνεύματός μας («μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν», Ῥωμ., ιβ’ 2), ἕως ὅτου πετύχωμε τὴν καθολική μας μεταμόρφωση.  Ὅπως λέει καὶ ὁ ὑμνογράφος, μόνον «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται.»

Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου τὸ ἐπεχείρησαν. Ἔφθασαν πρῶτα οἱ ἴδιοι σὲ ἕναν βαθμὸ πνευματικῆς ὡριμότητος, μὲ τὴν ὑπακοή των στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὴν πίστη των, ἔστω καὶ ἀδύναμη, καὶ στὴν συνέχεια τοὺς βοήθησε καὶ ὁ Κύριος, ὥστε νὰ ἀνέβουν σὲ «ὄρος ὑψηλόν» καὶ νὰ ἀντικρύσουν, «καθὼς ἠδύναντο», τὸ φῶς τῆς θεότητός Του. 

Ἂς Τὸν παρακαλέσωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς, Αὐτὸν ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτῖζον πάντα ἄνθρωπον», νὰ εὐθύνη καὶ τὶς δικές μας ὁδούς «ἐν τῷ φωτί» Του, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀνέλθωμε καὶ ἐμεῖς, μεταμορφωμένοι, στὴν οὐράνια κατοικία Του, ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Του καὶ δεσπόζει τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον τῆς θείας δόξης Του. Ἀμήν. Γένοιτο! 
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

Πηγές – Βοηθήματα: 
Μηναῖον Αὐγούστου, Ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1993.
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὴν ὑπερένδοξον μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὁμιλία Ι΄, PG 96, 564-565.
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τὴν σεπτὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου, Ὁμλία ΛΔ΄, PG 151, 432.
Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία Θ’, Εἰς τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου, καὶ Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,  PG 77, 1009 - 1016.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ