Εκκλησία

Χριστιανισμός: Αυτές είναι οι αιρέσεις των πρώτων αιώνων της ύπαρξής του

Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, ο Χριστιανισμός, διαδόθηκε πολύ σύντομα παρά τις αντιξοότητες. Διωγμοί, βασανιστήρια εκ μέρους των Ιουδαίων και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, σαρκαστική αντιμετώπιση από τους εθνικούς λόγιους και έκλυτη ζωή των ειδωλολατρών. Αυτά όλα ήταν σοβαρά προβλήματα τα οποία ήταν εξωγενή. Ένα από τα σημαντικότερα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Χριστιανισμός τους πρώτους αιώνες της ύπαρξης του ήταν οι αιρέσεις. Ας δούμε περισσότερα στοιχεία για το τι είναι αίρεση και το ποιες ήταν οι σημαντικότερες αιρέσεις των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού.

Τι είναι οι αιρέσεις;

Με τον όρο αίρεση δηλώνεται κάθε συνειδητή παρέκκλιση από την καθιερωμένη και επίσημη διδασκαλία μιας θρησκείας ή και της Χριστιανικής Εκκλησίας ειδικότερα, από ένα ή και περισσότερα μέλη της. Η παρέκκλιση αυτή εκδηλώνεται με τον προφορικό ή και τον γραπτό λόγο ως αμφισβήτηση της αυθεντικότητας του περιεχομένου ή και της δογματικής διατύπωσης της χριστιανικής πίστης και ενεργοποιεί την εκκλησιαστική συνείδηση της ιεραρχίας του κλήρου και του λαού,για την απόδειξη της σοβαρότητας της εκτροπής και για την περιφρούρηση της ορθής πίστης.

Πώς αντιμετώπισε τις αιρέσεις η Χριστιανική Εκκλησία;

Η Χριστιανική Εκκλησία αντιμετώπισε από την ίδρυσή της πολλές αιρέσεις που αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα της διδασκαλίας της στην Τριαδολογία, τη Χριστολογία, τη Σωτηριολογία και την Εκκλησιολογία. Για την αντιμετώπιση των αιρέσεων ενεργοποιήθηκε η θεολογική μαρτυρία της Πατερικής γραμματείας, συγκλήθηκαν τοπικές, αρχικά, και Οικουμενικές στη συνέχεια, Σύνοδοι, με σκοπό την ορθή οριοθέτηση της Ορθοδοξίας και της αίρεσης, όπως επίσης και τη σωτηριολογική αξία αυτής της διάκρισης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτήριζε τους αιρετικούς «…ως παντελώς απερρηγμένους και κατ’ αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους από το υγιές σώμα της Εκκλησίας» (Κανών Ι). Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η Εκκλησία αποδοκιμάζει «… ου τον αιρετικόν αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αλλά την πλάνην». (Patrologia Graecia 50, 700-701).

Η Εκκλησία αντιμετωπίζει αρχικά με επιείκεια τους αιρετικούς. Σταδιακά όμως όπως αποτυπώνεται στους Κανόνες των Τοπικών Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας, όσοι κληρικοί εμμένουν στην αίρεση καθαιρούνται από την ιδιότητά τους ενώ οι λαϊκοί αιρετικοί αφορίζονται. Και οι δύο πράξεις συνεπάγονται οριστική αποκοπή από το Σώμα της Εκκλησίας. Η επιστροφή σε αυτό αντιμετωπίζεται με επιείκεια και φιλανθρωπία, με την προϋπόθεση ειλικρινούς μετάνοιας και αποκήρυξη της αίρεσης.
Ας δούμε όμως ποιες ήταν οι σημαντικότερες αιρέσεις που ταλάνισαν τον Χριστιανισμό κατά τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του.

Γνωστικισμός

Γνωστικισμός είναι ο περιληπτικός όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνολο των θεωριών που διαμορφώθηκαν αντίθετα προς τη Χριστιανική διδασκαλία από τον 1ο ως τον 3ο μ.Χ. αι. Στις δοξασίες τους οι οπαδοί του Γνωστικισμού είχαν αναμείξει ιδέες από τους Νεοπλατωνικούς, τους Νεοπυθαγόρειους και τους Χριστιανούς. Βασικό δόγμα του Γνωστικισμού είναι το δόγμα της γνώσης, σύμφωνα με το οποίο η γνωστική ικανότητα παραχωρήθηκε «εκ θείας αποκαλύψεως» σε λίγους εκλεκτούς και μυημένους.
 

Αρχικά ο Γνωστικισμός έγινε γνωστός από τα αντιαιρετικά έργα του Ειρηναίου, του Ιππόλυτου, του Τερτυλλιανού, του Επιφάνιου κ.ά. Η ανακάλυψη της χριστιανικής γνωστικής βιβλιοθήκης το 1945-1946 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου (το αρχαίο Χηνοβόσκιον) έφερε στην επιφάνεια πολλά κείμενα τα περισσότερα από τα οποία ήταν γνωστά μόνο από τους τίτλους τους. Χρονολογούνται παλαιογραφικά τους 3ο-4ο μ.Χ. αιώνες, όμως πρέπει να έχουν γραφτεί στην αρχική τους μορφή πολύ νωρίτερα (1ος μ.Χ. αι.).

Η πλήρης δημοσίευσή τους έχει εμποδιστεί για διάφορους λόγους. Υπάρχουν 53 κείμενα από τα οποία τα 48 είναι διαφορετικά, που έχουν δεθεί σε 13 δερμάτινους τόμους. Ως πρώτοι εκπρόσωποι του Γνωστικισμού αναφέρονται ο Σίμων ο Μάγος και ο μαθητής του Μένανδρος (1ος μ.Χ. αι.). Ακολούθησαν, ο Σατουρνίνος ο Αντιοχεύς (ή Ουαλεντίνος) και οι μαθητές του Πτολεμαίος, Μάρκος και Θεόδοτος.

Γνωστότερα παρακλάδια του Γνωστικισμού ήταν αυτά των Οφιτών, των Καϊνιτών και των Νικολαϊτών. Οι Νικολαΐτες πίστευαν στην κοινοκτημοσύνη των αγαθών και επέτρεπαν ελεύθερα τις σεξουαλικές επιμειξίες μεταξύ των μελών των κοινοτήτων τους. Άρχισαν τη δράση τους ήδη από την εποχή του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων. Πήραν το όνομά τους από τον διάκονο Νικόλαο που είχε χειροτονηθεί (ένας από τους επτά), από τα χέρια των Αποστόλων.

Συνιστούσαν ότι «το σώμα πρέπει να βυθίζεται μέσα στις ηδονές, να φθείρεται από τις καταχρήσεις κι έτσι να τιμωρείται». Έλεγαν πως «όσο περισσότερες αμαρτίες και ηδονές προκαλεί ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο θα προκαλέσει το θείο έλεος και τη χάρη του Θεού».

Ο ηγέτης τους αν και ζήλευε την όμορφη γυναίκα του, της επέτρεψε να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τα μέλη της κοινότητας των Νικολαϊτών! Για τους Νικολαΐτες που λέγονταν και Βαλααμίτες τονίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην «Αποκάλυψη»: «Μισώ και εγώ τα έργα των Νικολαϊτών. Οι Νικολαΐτες που εμφανίστηκαν κυρίως στην Πέργαμο, την Έφεσο και τα Θυάτειρα της Μικράς Ασίας ήταν βραχύβια αίρεση.  

Μοναρχιανισμός

Ο Μοναρχιανισμός ήταν ομάδα αιρετικών τάσεων στην Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων (2ος μ.Χ. και αργότερα), που προέκυψαν από την προσπάθεια να ερμηνευθεί θεολογικά η ενότητα της θείας ουσίας και η τριαδικότητα των προσώπων του Θεού της χριστιανικής πίστης, με τρόπο που να μην θίγεται η μοναρχία (μία αρχή) της θεότητας. Το ζήτημα της μοναρχίας της θεότητας είχε τεθεί από τις διάφορες εκφάνσεις του Γνωστικισμού και αποτελούσε πρόκληση για τη θεολογία της Εκκλησίας.

Οι αιρετικοί Μοναρχιανοί διακρίνονταν σε Τροπικούς Μοναρχιανούς ή Πατροπασχίτες και σε Δυναμικούς Μοναρχιανούς ή Υιοθετιστές. Οι πρώτοι (Νοητός, Πραξέας, Σιβέλλιος κ.ά.) είχαν ως φιλοσοφική υποδομή τον Νεοπλατωνισμό, σχετικοποιούσαν ή απέρριπταν την πραγματική διάκριση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας (Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος) και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας αποτελούσαν απλά ιστορικά προσωπεία και τρόπους ιστορικής φανέρωσης του ενός Θεού στον κόσμο.

Οι Δυναμικοί Μοναρχιανοί (Θεόδοτος ο Σκυτεύς, Θεόδοτος ο Τραπεζίτης, Παύλος ο Σαμοσατεύς κ.ά.) είχαν ως φιλοσοφική υποδομή τον Αριστοτελισμό και υποστήριζαν ότι ο Πατήρ είναι πραγματικά Θεός, ενώ ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι απρόσωπες δυνάμεις του ενός Θεού ή και απλά δημιουργήματά του και ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία ως απλός άνθρωπος (κατά τον Παύλο τον Σαμοσατέα «άνθρωπον ημίν ίσον έτεκεν»), με τον οποίο ενώθηκε κατά το Βάπτισμα η «δύναμη» του απρόσωπου λόγου του Θεού. Ο Δυναμικός Μοναρχισμός καταδικάστηκε το 268 από Σύνοδο της Εκκλησίας και ο κυριότερος εκπρόσωπός του, ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, Επίσκοπος Αντιοχείας, καθαιρέθηκε.

Δοκητισμός

Αίρεση που είχε αρκετές ομοιότητες με τον Γνωστικισμό και οι αρχές του ανάγονται στην αποστολική εποχή. Οι οπαδοί του απέρριπταν ότι ο Ιησούς Χριστός είχε υλικό σώμα και πρόσθεταν ότι η σάρκα του, η ενανθρώπησή του και η σταύρωσή του ήταν φαινομενικά και όχι πραγματικά. Θεωρούσαν ότι η ύλη είναι κάτι κακό και ακάθαρτο. Ο Δοκητισμός εμφανίστηκε τον 2ο μ.Χ. αι. Από τον 3ο μ.Χ. πέρασε για τρεις αιώνες στην αφάνεια. Τον 6ο αιώνα εμφανίστηκε ξανά σε ορισμένες παραφυάδες του Μονοφυσιτισμού.

Μαρκιωνιτισμός

Οι Μαρκιωνίτες άρχισαν τη δράση τους τον 2ο μ.Χ. αιώνα από τον Πόντο και τη Ρώμη. Αρχηγός τους ήταν ο Μαρκίων ο Ποντικός (69-160) από τη Σινώπη του Πόντου, που ανήκε στους λεγόμενους Σύρους Γνωστικούς. Οι δοξασίες του αποτελούσαν κράμα στοιχείων από τον Γνωστικισμό, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό.

Στη Ρώμη, ο Επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος (117-169)  τον κατηγόρησε ως αιρετικό και τον ονόμασε «πρωτότοκο του σατανά». Από τη Βίβλο, ο Μαρκίων δεχόταν μόνο το «Κατά Λουκάν» Ευαγγέλιο, το οποίο ερμήνευε με δικό του τρόπο. Απέρριπτε τα μυστήρια, την ανάσταση των νεκρών, τον γάμο και το κρέας. Απαιτούσε από τους οπαδούς του αυστηρό βίο, σεξουαλική αποχή και σκληρή νηστεία.

Ο Μαρκίων δεχόταν ότι τον άνθρωπο έπλασε ο «Πονηρός Θεός» που είχε έρθει σε διάσταση με τον «Δίκαιο Θεό». Ένας τρίτος Θεός, ο «Αγαθός Θεός» έστειλε τον Χριστό στη Γη για να σώσει τον κόσμο αλλά ο «Πονηρός Θεός» τον θανάτωσε στον σταυρό. Οι Μαρκιωνίτες είχαν μεγάλη επιρροή ως και τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Σταδιακά όμως η αίρεση άρχισε να φθίνει και τελικά εξαφανίστηκε.

Αρειανισμός

Η σημαντικότερη χριστιανική αίρεση του 4ου αιώνα. Ιδρυτής ήταν ο πρεσβύτερος και θεολόγος Άρειος (262-336). Οι Αρειανιστές απέρριπταν τη φυσική θεότητα του Ιησού Χριστού και υποστήριζαν ότι ο Υιός του Θεού και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι Θεοί αλλά μόνο δημιουργήματά Του. Ο Αρειανισμός είχε μεγάλη απήχηση στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Καταδικάστηκε από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.Χ.)

Η καταδίκη του Αρειανισμού εξουδετέρωνε τα βασικά στοιχεία της αίρεσης με την προβολή της ταυτότητας του Υιού και του Πατρός και κατά συνέπεια της φυσικής θεότητας του Υιού και του Λόγου του Θεού. Ο όρος «ομοούσιος» που προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως («Πιστεύω») της Α’ Οικουμενικής Συνόδου έγινε ακριβώς για τη διάκριση της αίρεσης από την Ορθοδοξία. Πολύ ισχυροί προστάτες του Αρειανισμού ήταν οι λόγιοι Μητροπολίτες Ευσέβιος Νικομήδειας και Ευσέβιος Καισαρείας της Παλαιστίνης που μετά το 328 κέρδισαν την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου και προώθησαν με κρατική υποστήριξη τις θέσεις του Αρειανισμού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπέρ του Αρειανισμού κορυφώθηκαν με την εξορία των σημαντικότερων υποστηρικτών της θεολογίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (Μέγας Αθανάσιος, Ευστάθιος Αντιοχείας κ.ά.)

Ο γιος και διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος (337-361) ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του όμως η διάσπαση των Αρειανοφρόνων σε «Ομοιουσιανούς», «Όμοιους» και «Ανόμοιους» τους αποδυνάμωσε. Οι Σύνοδοι των Αρειανοφρόνων επισκόπων στη Σελεύκεια, στην Ανατολή και στο Αρίμινο, στη Δύση (359) επιβεβαίωσαν την ισχύ του Αρειανισμού ως έκφραση πολιτικής βούλησης του αυτοκράτορα η οποία όμως έπαψε μετά τον θάνατο του Κωνστάντιου το 361.

Σ’ αυτήν την περίοδο ο Αρειανισμός διαδόθηκε και στους Γότθους ο επίσκοπος των οποίων Ουλφίλας οργάνωσε τη λατρεία στη γοτθική γλώσσα. Ενώ η ίδρυση του Βησιγοτθικού κράτους στην Ισπανία επηρέασε για δύο ακόμα αιώνες τη θεολογική διαλεκτική του δυτικού Χριστιανισμού στην Ανατολή, ο Αρειανισμός αποδυναμώθηκε επί Ιουλιανού (361-363) και Ιοβιανού (363-364). Οι ακραίες επιλογές του αυτοκράτορα Ουάλη (364-378) δεν γίνονταν δεκτές ούτε από τους μετριοπαθείς Αρειανιστές.

Ο Μέγας Θεοδόσιος με μια σειρά από διατάγματα (378-385) επέβαλε τη θεολογία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ η Β’ Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (381) οριστικοποίησε τον θρίαμβο της Εκκλησίας εναντίον του Αρειανισμού, που χωρίς πολιτικά ερείσματα αποδυναμώθηκε και τελικά διαλύθηκε.

Απολλιναρισμός

Χριστιανική αίρεση του 4ου αιώνα. Ιδρυτής της ήταν ο Επίσκοπος Λαοδικείας Απολλινάριος (310-390) που πρέσβευε ότι η συνένωση της φύσης του τέλειου Θεού και του τέλειου ανθρώπου είναι αδύνατη. Οι Απολλιναριστές πίστευαν ότι ο Χριστός δεν ενώθηκε με τη θεότητα ως τέλειος άνθρωπος αλλά μόνο με το ανθρώπινο σώμα και ότι τη θέση της ανθρώπινης ψυχής κατέλαβε ο Θείος Λόγος. Κατάφεραν μάλιστα να πείσουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Κύριλλο Α’ ότι τα έργα τους είναι γραμμένα από τον Αθανάσιο Α’ τον Μεγάλο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας (328-373) και τον Πάπα Ιούλιο Α’ (341-352) εξαπατώντας τους. Ο Απολλινάριος καταδικάστηκε ως αιρετικός από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο.

Πνευματομάχοι-Μακεδονιανοί

Αιρετικοί του 4ου αιώνα που έδρασαν σε διάφορες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θεωρούσαν το Άγιο Πνεύμα «Κτίσμα». Ηγέτης τους ήταν ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (342-346) Μακεδόνιος ο οποίος από το 351 ως την καθαίρεση του το 360 διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Οι περισσότεροι Πνευματομάχοι ήταν Αρειανόφρονες ή είχαν αποχωρήσει από την ενιαία τότε Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι απόψεις του Μακεδόνιου και οι Πνευματομάχοι που είχαν μεγάλη επιρροή σε κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς καταδικάστηκαν από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο.

Νεστοριανισμός

Θεμελιωτής της αίρεσης αυτής ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος (428-431). Καταδίωξε αλύπητα τους Αρειανιστές και δίδασκε ότι η Παναγία δεν ήταν δυνατόν ως άνθρωπος να γεννήσει «ένα άκτιστο ον όπως ήταν ο Λόγος αλλά μόνον άνθρωπο, όργανο της θεότητας». Έτσι ο Νεστόριος ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Στον Ιησού Χριστό αναγνώριζε δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη και πίστευε πως ανάμεσά τους υπήρχε μια απλή συνάφεια.

Ο Νεστόριος είχε πολλούς εχθρούς τους οποίους αναθεμάτισε το 429. Το 430 όμως ο Πάπας Σελεστίνος και ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Κύριλλος Α’ οργάνωσαν ξεχωριστές Συνόδους οι οποίες αναθεμάτισαν τον Νεστόριο ως αιρεσιάρχη. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος (Έφεσος 431) καθαίρεσε και εξόρισε τον Νεστόριο που πέθανε το 451 στην αιγυπτιακή όαση Χάργκα.

Σε βάρος των οπαδών του έγιναν ανελέητοι διωγμοί σε Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια. Έτσι οι Νεστοριανοί κατέφυγαν στην Έδεσσα της Συρίας, την Ινδία, την Κίνα, το Κουρδιστάν, τη Μικρά Ασία, τη Νίσιβη της Περσίας, την Ταταρία κι αλλού.

Μονοφυσιτισμός

Μια από τις σημαντικότερες χριστιανικές αιρέσεις. Ιδρυτής της υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής (378-454) γι’ αυτό και ο Μονοφυσιτισμός είναι γνωστός και ως Ευτυχιανισμός. Ο Ευτυχής υποστήριζε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε μόνο μια φύση, θεία και ανθρώπινη μαζί. Απέρριπτε τη δυνατότητα ανάμειξης των δύο φύσεων και πίστευε ότι δεν υπέφερε για τους ανθρώπους ο Χριστός αλλά ο Θεός. Εκτός από τον Ευτυχή τις μονοφυσιτικές δοξασίες διατύπωσαν οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Κύριλλος Α’ (412-444) και Διόσκορος Α’ (444-451) οι οποίοι καταπολεμούσαν ταυτόχρονα την Ορθοδοξία και τον Νεστοριανισμό. Ανάμεσα στους Ορθόδοξους και τους Μονοφυσίτες υπήρξαν αιματοχυσίες και αφορισμοί.

Ο Μονοφυσιτισμός, που είχε μεγάλη επιρροή στις Ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου(Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο) αύξησε τη δυσαρέσκεια των πληθυσμών των περιοχών αυτών, οι οποίοι πιεζόμενοι κι από τη σκληρή οικονομική πολιτική του Βυζαντίου κατακτήθηκαν εύκολα από τους Άραβες. Αν και ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε από τη Γ’ και Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα 451) επιβίωσε στη διδασκαλία πολυάριθμων αιρέσεων και εθνικών Εκκλησιών ορισμένες από τις οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα όπως η Κοπτική Εκκλησία, η Ιακωβιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ (Συροορθόδοξοι Χριστιανοί) και η Αρμενική Εκκλησία.

Παυλικιανοί

Οι Παυλικιανοί ήταν μέλη θρησκευτικού – στρατιωτικού κινήματος που συγκλόνισε την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο από τον 7ο ως και τον 12ο αιώνα. Είχαν ορμητήριο τη Μικρά Ασία. Ιδρυτής της αίρεσης θεωρείται ο Κωνσταντίνος ο εκ Μανανάλεως. Από τη Βίβλο αποδέχονταν μόνο τις ιδέες του Απόστολου Παύλου. Πίστευαν στον «Αγαθό Θεό» που έπλασε τον πνευματικό κόσμο και στον «Πονηρό Θεό» δηλαδή του Σατανά που δημιούργησε τον υλικό κόσμο έδωσε στους Εβραίους την Παλαιά Διαθήκη και διέφθειρε τον Χριστιανισμό.

Οι Παυλικιανοί ταύτιζαν τον διάβολο με τον Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης απέρριπταν την ιεροσύνη, τις τελετές , τις εικόνες, το Βάπτισμα, τη Θεία Ευχαριστία και την Παλαιά Διαθήκη. Οι Ορθόδοξοι τους κατηγορούσαν ως αιρετικούς και επηρεασμένους από τους Γνωστικούς, τους Μανιχαίους και τους Παρσιστές.

Οι Εικονομάχοι υποστήριζαν τους Παυλικιανούς που συγκρούστηκαν πολλές φορές με τα βυζαντινά στρατεύματα. Μάλιστα είχαν συμμαχήσει και με τους Σαρακηνούς. Κάποιες φορές επικρατούσαν οι Παυλικιανοί και κάποιες τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Ιδιαίτερη μνεία κάνουμε στη σφαγή των Παυλικιανών από τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα (867-886) που κατέλαβε την έδρα τους Τεφρίκη και τα φρούρια τους Αβαρά και Σπάθη.

Υπήρχαν και άλλες αιρέσεις που εμφανίστηκαν τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού (Πελαγιανισμός, Αφθαρτοδοκητισμός κλπ.) οι οποίες όμως δεν είχαν την απήχηση και τη διάρκεια όσων ανφέραμε.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ