Μετά από την δημοσιοποίηση των αστηρίκτων Αγιογραφικώς και Αγιοπατερικώς θέσεων του Μητροπολίτου Ν. Ιωνίας κ. Γαβριήλ περί ομοφυλοφιλίας θεωρώ καθήκον μου, ως Ορθόδοξος κληρικός και θεολόγος, να παραθέσω την από πάσης πλευράς αλήθεια για το αμφισβητούμενο από πολλούς, επιστήμονες και μη, θέμα της ομοφυλοφιλίας. Η ομοφυλοφιλία ανέκαθεν αντιμετωπίζονταν ως αφύσικο, αντιανθρώπινο και αντικοινωνικό φαινόμενο. Στην Παλαιά Διαθήκη, στην Καινή Διαθήκη και στην Αρχαία Ελλάδα, όπως π.χ. στον Δημοσθένη, στον Λυσία, στον Αισχύλο, στον Σόλωνα και σε άλλους, στηλιτεύεται η ηθική αυτή εκτροπή και καταδικάζεται από τον Ίδιο τον Θεό και τους ανθρώπους. Στην Γένεση, στο ιη´και ιθ´κεφάλαιο αναφέρεται το γεγονός της ομοφυλοφιλίας - αρσενοκοιτίας, η οποία είχε καταστεί μάστιγα στις πόλεις των Σοδόμων και της Γομόρρας, εξ ου και η ονομασία της πράξεως αυτής «Σοδομιτισμός».
Εκεί συναντάμε την οργή του Ιδίου του Θεού έναντι αυτής της θανάσιμης αμαρτίας - παρακοής στο θέλημά Του: «...είπε δε Κύριος κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα» (Γεν.
18, 20).
Το αποτέλεσμα αυτής της οργής του Θεού αναφέρεται στο επόμενο κεφάλαιο:
«Και κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γομόρρα θείον και πυρ παρά κυρίου εκ του ουρανού και κατέστρεψεν τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίοικον και πάντας τους κατοικούντας εν ταίς πόλεσιν και πάντα τα ανατέλλοντα εκ της γης» (Γεν. 19, 24-25. Βλ. και Λευιτ. 18, 22. Δευτ. 29, 21-25. Ησ. 1, 7 κ.εξ. 13, 19 κ.εξ.. Ιερ. 49, 18. Αμώς 4, 11. Ψαλμ. 10, 6). Τόση ήταν η οργή του Θεού, ώστε κατέκαυσε και κάθε βλάστηση, κατά το προαναφερθέν κείμενο, στην οποία είχε πατήσει ομοφυλόφιλος. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι τέτοιου μεγέθους είναι το αμάρτημα της αρρενομιξίας, ώστε αναγκάσθηκε ο Θεός να δείξει την γέεννα πριν την καθορισμένη ώρα της: «Εννόησον τοίνυν ηλίκον εστί το αμάρτημα ως βιάσασθαι προ καιρού την γέενναν φανήναι. και γαρ παράδοξος ην ο υετός εκείνος, επειδή και παρά φύσιν και παράνομος η μίξις, και κατέκλυσε την γην, επειδή και τας εκείνων ψυχάς η χαλεπή και επάρατος επιθυμία» (PG 60, 420). Στην Καινή Διαθήκη ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος επιβεβαιώνει την καταστροφή των Σοδόμων και της Γομόρας ως αποτέλεσμα της Θείας οργής: «Έβρεξεν πυρ και θείον απ᾽ ουρανού και απώλεσεν πάντας» (Λουκ. 17, 29). Εξάλλου η αιώνια καταδίκη των Σοδομιτών επιβεβαιώνεται πλειστάκις στο Ιερό Ευαγγέλιο (Βλ. Ματθ. 10, 15. 11, 24. Λουκ. 10, 12). Κατά παρόμοιο τρόπο ο Απόστολος Πέτρος επαναλαμβάνει στην Καθολική Επιστολή του: «Πόλεις Σοδόμων και Γομόρρας τεφρώσας κατέκρινεν, υπόδειγμα μελλόντων ασεβέσιν τεθεικώς» (Β´ Πετρ. 2, 6). Επίσης ο Απόστολος Ιούδας επιβεβαιώνει ότι τα Σόδομα και η Γομόρα κατεστάθησαν αιώνιο παράδειγμαθείας καταδίκης εξαιτίας των μετά «σαρκός ετέρας» αμαρτημάτων: «Ως Σόδομα και Γόμορρα και αι περί αυτάς πόλεις, τον όμοιον τρόπον τούτοις εκπορνεύσασαι και απελθούσαι οπίσω σαρκός ετέρας, πρόκεινται δείγμα πυρός αιωνίου δίκην υπέχουσαι» (Ιούδα 7). Στην δε προς τους Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου των Εθνών Παύλου διαβάζουμε: «Μη πλανάσθε ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί (αυτό δεν το εγνώριζε ο Πάπας όταν εξέδωκε την γνωστή εγκύκλιο για την αμαρτία αυτή;) ούτε αρσενοκοίται... βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσι» (Α´ Κορ. 6, 9). Επίσης στην επιστολή του προς τον μαθητή του Τιμόθεο γράφει:
«... αρσενοκοίταις... και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται» (Α´Τιμ. 1, 10. Βλ. και Ρωμ. 1, 26).
Εξάλλου, πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι διαστρέβλωση της αληθείας ο ισχυρισμός, ότι στην Αρχαία Ελλάδα η ομοφυλοφιλία είχε καταστεί τρόπος ζωής, αφού αποδεδειγμένα αυτή κτυπήθηκε ανηλεώς. Ο Γιάννης Κουβαράς στην εργασία του αναφέρει ορισμένα αποσπάσματα αρχαίων νομικών και φιλοσόφων, οι οποίοι στρέφονται κατά της ομοφυλοφιλίας. Όπως π.χ. στον νόμο του Λυκούργου της Σπάρτης διαβάζουμε: «Ει δε τις παιδός σώματος ορεγόμενος φανείη αίσχιστον τούτο...» (Ξενοφώντος, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 2, 135-6). Ο Δημοσθένης αναφέρεται σε σχετικό νόμο του Σόλωνα, ο οποίος καταργούσε το δικαίωμα λόγου στον αρσενοκοίτη: «Μήτε λέγειν, μήτε γράφεινεξείναι τοις ηταιρηκόσιν» (Κατά Ανδροτίωνος, 306-7).
Την αυστηρότητα για την μη ύπαρξη περιθωρίων αναπτύξεως παρά φύση σωματικών σχέσεων μας την φωτογραφίζει ένας άλλος νόμος του Αττικού Δικαίου που τον διασώζει ο Αισχίνης. Εκεί αναφέρεται η αυστηρή απαγόρευση στους ενήλικες να εισέρχωνται σε κοινόχρηστους χώρους νέων, όπως σε σχολείς, γυμναστήρια κ.αλ. (Κατά Τιμάρχου, 101-12, βλ. και 1851-8).
Ο δε Σόλων στους σχετικούς νόμους του αναφέρει ότι αυτός που θα μηνυθή για κιναιδισμό και καταδικασθή, να παραδίδεται στους Ένδεκα και να θανατώνεται αυθημερόν.
Ας το ακούουν αυτό όσοι αποφαίνονται αβασανίστως ότι η Αρχαία Ελλάδα ήταν έρμαιο της επάρατης αυτής ψυχικής ασθενείας.
Στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας η αρσενοκοιτία κολάζεται ως παράφύση ασέλγεια και ως αδίκημα. Στον 7ο κανόνα του Μ. Βασιλείου αναγινώσκουμε: «Αρρενοφθόροι, και ζωοφθόροι και φονείς και φαρμακοί, και μοιχοί, και ειδωλολάτραι, της αυτής καταδίκης εισίν ηξιωμένοι...» (Σύνταγμα Κανόνων 4, σ. 110. Βλ. και σ.173). Κατά τον 62ο κανόνα του ιδίου Πατρός «ο την ασχημοσύνην εν τοις άρρεσιν επιδεικνύμενος» (οπ. π., σ. 220) παραμένει δεκαπέντε χρόνια εκτός της Θείας Κοινωνίας. Ο δε 4ος κανόνας του Αγ. Γρηγορίου Νύσσης διπλασιάζει τον κανόνα της πορνείας για τους αρρενομίκτες από οκτώ έτη αποχής από τα Τίμια Δώρα σε δεκαοκταετή αποκλεισμό από Αυτά: «... διά τούτο διπλασίων ωρίσθη της επιστροφής ο χρόνος τοις εν μοιχεία μιανθείσι, και εν τοις άλλοις τοις απηγορευμένοις κακοίς, ζωοφθορία τε και τη κατά του άρρενος λύσση...» (οπ. π., σ. 309). Κατά ταύτα ο αρρενοκοίτης που διέπραξε την θανάσιμη αμαρτία της παρά φύση ασελγείας, δεν είναι δυνατόν να καταταγή στον ιερό Κλήρο ως μεμολυσμένος (βλ. 61ο κανόνα Αγ. Αποστόλων και 9ο Α´ Οικ. Συν.). Ο Ιωάννης ο Νηστευτής στον 19ο κανόνα του επισημαίνει: «Παιδίον δε προς τινος φθαρέν, εις ιερωσύνην ουκ έρχεται. Ει γαρ κακείνο διά το ατελές της ηλικίας ουχ ήμαρτεν,αλλά το αυτού σκεύος ερράγη, και εις ιεράν υπουργίαν άχρηστον γέγονεν». Μεάλλους λόγους ο Άγιος Πατήρ τονίζει ότι, έστω και σ’ αυτή την παιδική ηλικία εάν ετελέσθη το αμάρτημα, αποτελεί κώλυμα ιερωσύνης (οπ. π., σ. 442. Βλ. εκτενέστερα Γ. Ευθυμίου, Η ομοφυλοφιλία εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου και Ποιμαντικής, Αθήναι 2004).
Δυστυχώς, στις ημέρες μας η αρσενοκοιτία (ομοφυλοφιλία) παρουσιάζει αναμφισβήτητη έξαρση παγκοσμίως. Πιστεύουμε ότι η έξαρση αυτή οφείλεται αφ’ ενός μεν στην αποστασιοποίηση του ανθρώπου από τον Θεό και επομένως στην χαλάρωση και αμαύρωση των ηθικών κριτηρίων, αφ’ ετέρου δε στην πλήρη ελευθεριότητα στις σχέσεις των δύο φύλων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επίδραση του ως άνω φαινομένου έχει διεισδύσει σε διάφορες ομάδες ανθρώπων, ακόμη και σε εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν να ιερωθούν.
Από όλα όσα παρετέθησαν μέχρι εδώ, γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι η ύπαρξη του προαναφερθέντος φαινομένου, δηλαδή της διαστρόφου σαρκικής σχέσεως μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, καθιστά τον υποψήφιο αμέσως και απολύτως ακατάλληλο προς ιερατεία. Όπως από τα πιο πάνω αντιληφθήκαμε, η ομοφυλοφιλία δεν ημπορεί να δικαιωθή από κανέναν. Εάν υπάρχη σωματική βλάβη, πρέπει να επεμβαίνη ο γιατρός. Εάν είναι κληρονομική ροπή η κακή συνήθεια, πρέπει να υπάρξη σκληρός εκκλησιαστικός αγώνας από τον πάσχοντα, ώστε με την Χάρι του Θεού να το ξεπεράση.
Αυτή είναι η αλήθεια για το πρόβλημα της ομοφυλοφιλίας.
Όλα τα άλλα είναι διαστρέβλωση και συγκάλυψη της αληθείας.