Η φωτιά και το λεπίδι αφανίζουν τους Έλληνες σε Πόντο και Μικρά Ασία. Το ημερολόγιο γράφει 29 Αυγούστου 1922, και φορτωμένοι με ό,τι υπάρχοντα έχουν καταφέρει να περισώσουν, οι κάτοικοι από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου μπαίνουν σε ένα ατμόπλοιο και παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς.
Μια πρόσφυγας που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη είναι η κυρά Κατίγκω Μαούτσα, ή Λαζαράκαινα.
Προτού φύγει όμως από το σπίτι της θα προσπαθήσει να φέρει στη νέα πατρίδα και κάτι ιερό: μαζί με τα εγγόνια της θα φτιάξει μια υφασμάτινη θήκη στην οποία θα βάλει την εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης. Η εικόνα θα μπει σε ένα ντέγκι (μεγάλο δέμα) με ρούχα και κάπως έτσι θα διασωθεί και θα έρθει στην Ελλάδα.
H Μηχανιώνα των 2.500 Ελλήνων
Στις αρχές του 20ού αιώνα στη Μηχανιώνα της Κυζίκου ζούσαν 2.500 Έλληνες. Η πόλη που σήμερα λέγεται Çakilkoyu (Τσακίλκιοϊ) ήταν αμιγώς ελληνική, και όπως την περιγράφει ο ακαδημαϊκός δάσκαλος Μαργαρίτης Ευαγγελίδης ήταν τόπος «εξακουστός δια το κάλλος και την σεμνότητα των γυναικών, το χρηστόν ήθος και την ευσέβειαν των ανδρών».
Γεωγραφικά βρίσκεται στα παράλια της ανατολικής πλευράς της χερσονήσου της Κυζίκου και υπάγεται στο νομό Πανόρμου. Μεταξύ των προσωπικοτήτων που ανέδειξε η ελληνική κοινότητα ήταν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος αλλά και αρχιερείς όπως ο Κασσανδρείας Προκόπιος και ο Σωζοπόλεως και Αγαθουπόλεως Παρθένιος.
Η Παναγιά οδηγήτρια και προστάτιδα
Λέγεται ότι στη χερσόνησο της Κυζίκου υπήρχαν δύο εικόνες με την προσωνυμία «Φανερωμένη». Αυτή που ανήκε στη Μηχανιώνα ήταν η Παναγία η Μεγάλη. «Οι Μηχανιώτισσες γυναίκες τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας την είχαν πάντα μαζί τους, οδηγήτρια και προστάτιδα σε όλη την περιπέτεια του κατατρεγμού, μέχρι που ήρθαν να ριζώσουν εδώ στο όμορφο ακρογιάλι του Θερμαϊκού, που τότε σε έπαιρνε ο φόβος από την ερημιά και τα φίδια που ξετρύπωναν από τον ακαλλιέργητο τόπο», έγραφε ο παλιός διευθυντής του 1ου Δημοτικού Σχολείου Νέας Μηχανιώνας, Α.Ρ. Ματίκας.
Όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη, η Παναγία Φανερωμένη ήταν πια η «Μηχανιώτισσα». Η νέα της στέγη ήταν ένα ξύλινο παράπηγμα δίπλα στις πρόχειρες σκηνές των προσφύγων.
«Οι Μηχανιώτες ήταν πολύ θρήσκοι και έφτιαχναν στα χωράφια τους εξωκλήσια. Πάνω απ’ όλα είχαν στην πρώτη γραμμή την εκκλησία και δεν έλειπαν καμιά Κυριακή και γιορτή, ακόμα και όταν ήταν στην ξενιτιά για ψάρεμα», αναφέρει ο Βαγγέλης Χατζημπιρπιλού στο εκλαϊκευμένο κείμενο της Ιστορίας της Νέας και Παλαιάς Μηχανιώνας.
Η παλιά εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης στη Νέα Μηχανιώνα
Τα θεμέλια του πρώτου ναού στη Νέα Μηχανιώνα μπήκαν το 1927. Την ίδια χρονιά καθιερώνεται η ετήσια πανήγυρις με την οποία κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου γιορτάζονται τα Εννιάμερα της Παναγίας.
Φωτογραφία από τα εγκαίνια του νέου ναού (Κυριακή 27 Μαΐου 1984)
Η γιορτή της Μηχανιώτισσας θεωρείται τόσο σημαντική όσο οι γιορτές της Παναγίας της Τήνου και της Παναγίας Σουμελά. Κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί έρχονται από όλη την Ελλάδα για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα και να παρακαλέσουν για υγεία.
Στο βιβλιαράκι του Ματίκα που εξέδωσε το 1959 η προσφυγοπούλα Κυριακίτσα Καψάλα, του περιγράφει πώς την βοήθησε η Παναγία: «Ήμουνα 27 χρονών νιόπαντρη όταν ήμουνα άρρωστη στην παλιά Μηχανιώνα και το κεφάλι μου γύρισε πίσω. Κανένα φάρμακο και κανένας γιατρός δεν μπορούσε να με κάνει καλά. Και η Παναγία μας, μεγάλη η χάρη της, σαν φέραν την εικόνα Της στο σπίτι μας, με γιάτρεψε αμέσως».