Η μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου τιμάται σήμερα, 29 Ιουνίου, με τους δύο Αγίους να θεωρούνται θεμελιωτές της χριστιανοσύνης.
Η μνήμη των Αγίων Πέτρου και Παύλου τιμάται σήμερα, Δευτέρα 29 Ιουνίου, από την Ορθόδοξη Εκκλησία, γιορτή που αποτελεί και μία από τις μεγαλύτερες, αφού αφορά στους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ξεχωριστής θέσης που κατέχουν στη χριστιανική πίστη είναι το γεγονός πως στις εικόνες τους, οι δύο απόστολοι παρουσιάζονται μαζί, να κρατούν έναν μικρό βυζαντινό ναό, ο οποίος συμβολίζει την Εκκλησία, συμβολίζοντας έτσι πως είναι δύο από τους θεμελιωτές της χριστιανοσύνης.
Άγιοι Πέτρος και Παύλος: Γιατί εορτάζονται μαζί στις 29 Ιουνίου
Η απόφαση για τον κοινό εορτασμό της μνήμης των Αγίων Πέτρου και Παύλου ελήφθη το 258 μ.Χ, όταν ο Πάπας Σίξτος ο Β’, μετέφερε τα λείψανά τους στην κατακόμβη του ναού του Αγίου Σεβαστιανού της Ρώμης.
Ο βίος του Απόστολου Πέτρου
Γεννημένος στη Βηθσαϊδά, κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, ο Απόστολος Πέτρος μεγάλωσε με τον αδελφό του, Ανδρέα, και δούλευαν ως ψαράδες, μαζί με δυο άλλους Αποστόλους, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, γιους του Ζεβεδαίου.
Για την προσωπική του ζωή, γνωρίζουμε πως ο Απόστολος Πέτρος ήταν έγγαμος, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Χριστός θεράπευσε την πεθερά του, αλλά όπως φαίνεται, η σύζυγός του δεν ζούσε πια όταν ο Ιησούς τον κάλεσε στο αποστολικό αξίωμα. Ωστόσο, στις ιεραποστολικές του περιοδείες, ο Πέτρος είχε μαζί του μια γυναίκα για να τον υπηρετεί.
Η κλήση του Πέτρου στο αποστολικό αξίωμα έγινε σταδιακά, αφού η πρώτη του γνωριμία με τον Ιησού έγινε μέσω του αδελφού του Ανδρέα, ενώ στη συνέχεια ήταν παρών στον γάμο της Κανά, έπειτα από τον οποίο εγκαταστάθηκε με τον Ιησού και τους άλλους μαθητές στην Καπερναούμ.
Μετά την Ανάσταση του Κυρίου, η ιστορία της πρώτης Εκκλησίας αναφέρει πως ο Πέτρος πρωτοστάτησε στην διοικητικού χαρακτήρα πράξη των Αποστόλων, όταν και υπέδειξε σε κοινή σύναξη των πιστών, να εκλέξουν τον αντικαταστάτη του Ιούδα του Ισκαριώτη.
Σύμφωνα με άλλη ιστορία της χριστιανικής παράδοσης, ο Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν εκείνος που σηκώθηκε μαζί με τους άλλους έντεκα Αποστόλους, μιλώντας προς το συγκεντρωμένο πλήθος, με αποτέλεσμα εκείνη την ημέρα να βαπτιστούν περίπου 3.000.000 πιστοί.
Στη συνέχεια ο Πέτρος, αφού θεράπευσε κάποιον άρρωστο στον Ναό και μαζί με τον Ιωάννη, μίλησε για δεύτερη φορά προς το πλήθος, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί με τον Ιωάννη μπροστά στο συνέδριο. Οι Ιουδαίοι και μάλιστα οι Σαδδουκαίοι, αποφάσισαν να τον συλλάβουν για δεύτερη φορά, μαζί με τον Ιωάννη και τους φυλάκισαν, για να αποφυλακιστούν όμως με θαυμαστό τρόπο.
Ύστερα από μία μεγάλη περιοδεία που ξεκίνησε από την Ιουδαία και κατά την οποία ίδρυσε την Εκκλησία της Αντιόχειας, ο Πέτρος πέρασε από τη Σικελία και κατέληξε στη Ρώμη, όπου χειροτόνησε τον άγιο Λίνο πρώτο Επίσκοπο της Ρωμαϊκής πρωτεύουσας. Ωστόσο, έμαθε ότι σχεδιαζόταν η σύλληψή του, εξαιτίας των Διώξεων κατά των Χριστιανών και ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη.
Απομακρυνόμενος από τη Ρώμη, ο Πέτρος είδε τον Χριστό να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση κρατώντας έναν σταυρό. Ο Πέτρος περίεργος τον ρώτησε «Πού πηγαίνεις Κύριε;/Quo vadis, Domine?» κι Εκείνος του απάντησε «Πηγαίνω στη Ρώμη για να σταυρωθώ ξανά / Romam vado iterum crucifigi»(Πραξ. Απ). Τότε ήταν που ο Πέτρος κατάλαβε πως έπρεπε να υπομείνει το μαρτύριο και επιστρέφοντας στη Ρώμη, παραδόθηκε.
Σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα, ζήτησε να τον σταυρώσουν ανάποδα, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο να υπομείνει μαρτύριο παρόμοιο με αυτό του Χριστού. Ο Απόστολος Πέτρος μαρτύρησε στις 29 Ιουνίου του έτους 64 ή 67, στο Ιπποδρόμιο του Νέρωνα.
Ο βίος του Απόστολου Παύλου
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Απόστολου Παύλου, γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, με γονείς Ιουδαίους της φυλής Βενιαμίν (Ρωμ. 16:1, Φιλιππ. 3:5). Ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος πολίτης, γεγονός που ενδεχομένως σημαίνει πως ανήκε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού της Κιλικίας και ίσως ήταν φαρισαίος ως προς τις θρησκευτικές του προτιμήσεις.
Το εβραϊκό όνομα του αποστόλου Παύλου, ήταν Σαούλ (Σαύλος), αλλά οι συμπολίτες του εκτός της Συναγωγής, τον προσφωνούσαν Παύλο (Paulus).
Η εκπαίδευση και η ανατροφή του υπήρξε αυστηρά ραββινική και εβραϊκή, ενώ η γλώσσα που μιλούσαν στο σπίτι του ήταν η κοινή εβραϊκή.
Έχοντας λάβει θεωρητική μόρφωση, ο Παύλος έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού, ώστε να εξασφαλίζει τα προς το ζην με ένα χειρωνακτικό επάγγελμα, κάτι που συνηθιζόταν από τους ραββίνους.
Σύμφωνα με την παράδοση, αν και στην αρχή ήταν διώκτης του Χριστιανισμού, στη συνέχεια έγινε πιστός, απ’ ευθείας, από τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος τον κάλεσε στο ευαγγελικό έργο και στο αποστολικό αξίωμα.
Όπως αναφέρει η χριστιανική παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίστηκε χωρίς προηγουμένως να έχει βασανισθεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς για τους Ρωμαίους πολίτες.