Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κατά την συνεδρία της 6ης Οκτωβρίου 2009 κατέταξε στην χορεία των Αγίων, τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη (+1638) μετά από πρόταση του εμπνευσμένου και Αγιόφιλου Πατριάρχη μας, της Α.Θ.Μ. του Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β΄.
Ο Άγιος Κύριλλος Λούκαρης αποτελεί μια από τις πιο πολύπαθες και μαρτυρικές Πατριαρχικές μορφές των νεότερων ιστορικών χρόνων.
Έδρασε τέλη του 16ου αι. έως τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 17ου αι., σε μια εποχή κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής εδέχετο σφοδρές πιέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της προτεσταντικής κίνησης, με απώτερο σκοπό την προσέλκυση των Ορθοδόξων προς το μέρος της μιας ή της άλλης, ώστε να ισχυροποιήσουν την θέση τους στην μεταξύ τους διαπάλη και αντιπαλότητα, με άλλες λέξεις η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέστη το μήλον της έριδος μεταξύ αυτών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κινήθηκε και δραστηριοποιήθηκε ο Άγιος, καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες και ζυγίζοντας κάθε φορά της ενυπάρχουσες δυνατότητες και προοπτικές και αξιοποιώντας όλες τις καιρικές ευκαιρίες και δυνάμεις, για την προφύλαξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των πιστών της από κάθε προσηλυτιστική δραστηριότητα.
Βασικός και κυρίαρχος στόχος, η αντιμετώπιση, με όλες του τις δυνάμεις των αθέμιτων και πολλές φορές άκρως επιθετικών κινήσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ανατολή.
Ο Κύριλλος Λούκαρης γεννήθηκε στην Κρήτη στις 13 Νοεμβρίου 1570 ή 1572, και έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από τον γνωστό δάσκαλο του Χάνδακα (Ηράκλειο) Μιχαήλ Βλαστό. Αργότερα οι γονείς του, θέλοντας να λάβει μεγαλύτερη μόρφωση, τον έστειλαν στην Βενετία, όπου ο Κωνσταντίνος μαθήτευσε για τέσσερα περίπου έτη (1584-1588) κοντά στον φημισμένο δάσκαλο Μάξιμο Μαργούνιο.
Εκεί διδάχθηκε την ελληνική, ιταλική και λατινική γλώσσα. Όταν επέστρεψε στην Κρήτη, οι γονείς του τον έπεισαν να μεταβεί εκ νέου στην Ιταλία και να συμπληρώσει τις γνώσεις του φοιτώντας στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας (Πατάβιο). Παρέμεινε στην Πάδοβα από το 1589 έως το 1593 όπου σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία, έχοντας ως δασκάλους τους ονομαστούς P. Sarpi και C. Cremonini.
Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στην Κρήτη. Εκεί συνάντησε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά, ο οποίος ήταν και θείος του.
Ο Μελέτιος αμέσως διέγνωσε την αξία και την μόρφωση του νέου τότε Κυρίλλου, γι' αυτό και θέλησε να τον εντάξει στην υπηρεσία του Πατριαρχικού Θρόνου Αλεξανδρείας. Έτσι εντάσσεται μοναχολόγιο της Μονής της Αγκαράθου, στην Κρήτη και λίγο αργότερα χειροτονείτε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Μελέτιο και λαμβάνει το όνομα Κύριλλο. Στην Αλεξάνδρεια τον διορίζει Πρωτοσύγκελο του Πατριαρχείου.
Σε μία επιστολή του προς αυτόν ο Πατριάρχης και Άγιος σήμερα Μελέτιος Πηγάς έλεγε: “Ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα μὴ ἐκπέσοιμι τῆς περὶ σε ἐλπίδος. Τὶ γὰρ οὐκ ἄν ἐλπιστέον πρὸς ἀνδρὸς τηλικούτου; περιφανῶν γονέων παῖδά σε οὐχ ἡ τύχη, ἀλλά Θέος ἔφυσε· θρέμμα δὲ Ἀρχιερέων ἐπὶ ἀρετῇ, καὶ βίου λαμπρότητι, καὶ σπουδῇ πάσῃ, καὶ λόγων ἰδέαις βεβοημένων...”[1].
Ο Πατριάρχης Μελέτιος αξιολογώντας την αξία του Κυρίλλου του ανέθεσε αμέσως μια δύσκολη αποστολή. Του έδωσε εντολή το 1594 να μεταβεί στην Πολωνία για να βοηθήσει τους σφοδρώς χειμαζόμενους ορθοδόξου.
Οι ορθόδοξοι της Πολωνίας αντιμετώπιζαν πολλά προβλήματα γιατί η πολιτική του πολωνικού κράτους αποσκοπούσε στην πλήρη ομογενοποίηση των χριστιανικών πληθυσμών κάτω από την ηγεσία του Πάπα της Ρώμης και γι' αυτό θέλησε να εφαρμόσει τις ενωτικές αποφάσεις της Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας.
Έτσι άρχισε μια τεράστια προπαγάνδα με επικεφαλής τους Ιησουίτες για την λατινοποίηση των ορθοδόξων. Οι πιέσεις επέφεραν την εμφάνιση της Ουνίας, μιας κίνησης με την οποία οι ορθόδοξοι προσχωρούσαν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την διαφορά ότι διαφύλασσαν τα έθιμά τους και το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ουνιτική κίνηση επικυρώθηκε με την ενωτική τοπική Σύνοδο της Βρέστης το 1596.
Στην αρχή στην Πολωνία εργάσθηκε ως δάσκαλος και διευθυντής στην νεοϊδρυθείσα σχολή της Βίλνας, με στόχο την ενίσχυση και ουσιαστικά την κατήχηση των ορθοδόξων, ώστε να αποκρούουν τις επιθετικές κινήσεις της λατινικής προπαγάνδας. Για τον σκοπό αυτό και ενώ βρισκόταν στην Πολωνία του έγραφε ο Άγιος Μελέτιος ο Πηγάς “... πονοῦντα δεῖ (ἀλλὰ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ ἀποκαμεῖν... Ἐπεὶ δὲ σφοδρότερον χειμάζεται κατὰ Σαυρομάτας ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων ταῖς τοῦ Πάπα ἐπηρείαις, μένε κατὰ χώραν, μὴ φανῇς λιποτακτῶν, καὶ μάλιστα συμβάν σε οὐ θεατὴν μόνον γεγονέναι τῶν κακῶν ἀγώνων τῶν κατὰ τῆς εὐσεβείας, ἀλλά καὶ μέτοχον τῶν σκαμμάτων, καὶ ἀθλητὴν ἀρενωπὸν, καὶ τὸ φρόνημα καὶ τὸ ζῆλον δεδειχότα. Σὺ δὲ μένων αὐτοῦ..., ὑπομίμνησκε τούς δυναμένους βοηθῆσαι μὴ ἀμελεῖν... καὶ τήρει σεαυτὸν ἐν σωφροσύνῃ, καὶ ἀγνείᾳ, καὶ τῇ ἄλλῃ ἀρετῇ”[2].
Το 1596 μετείχε στην Σύνοδο της Βρέστης μαζί με τον Έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικηφόρο Παράσχη Καντακουζηνό, ο οποίος αργότερα συνελήφθη και βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Η δράση των δύο αυτών κληρικών στην Σύνοδο και η υπεράσπιση της ορθόδοξης πίστης, είχε ως αποτέλεσμα να ανακόψει την προσχώρηση των ορθοδόξων στην Ουνία, η πλειοψηφία των οποίων αρνήθηκε να δεχθεί την ένωση και την προσχώρησή τους στον ρωμαιοκαθολικισμό, κραυγάζοντας ότι “ἀπέστω ἀφ' ἡμῶν ἡ τῶν ἀζυμιτῶν λατρεῖα”[3].
Μετά την Σύνοδο ο Κύριλλος μετέβη στην πόλη Λβώφ (Λεοντόπολη ή Λεμβέργη) και ύστερα από υπόδειξη του Αγίου Μελετίου Πηγά, ίδρυσε σχολή, στην οποία δίδαξε ο ίδιος, και τυπογραφείο, από το οποίο εκδόθηκαν μερικά έργα του Πατριάρχη Μελετίου τα οποία ανέτρεπαν τα επιχειρήματα της λατινικής προπαγάνδας. Και όπως λέγει ο Μ. Γεδεών στην Πολωνία “ὁ Λούκαρις ἐκεῖσε προεμνηστεύετο τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς πολέμους τοὺς ὁποίους ἤθελεν ἔχει κατόπιν μετὰ τοῦ ρωμαϊκοῦ ἑωσφόρου· έκεῖ ὁ ἡρωϊκὸς ἀρχιμανδρίτης εἶδε καὶ ἐσπούδασε πάσας τὰς μορφὰς τῆς παπικῆς δολιότητος, τῆς ρωμαϊκῆς ἀγχιστρόφου πολιτείας...”[4].
Εκ νέου μετέβη ο Κύριλλος στην Πολωνία το 1599/1600, με εντολή του Πατριάρχη Μελετίου για να παραδώσει απαντητικές επιστολές του τελευταίου προς τον βασιλιά της Πολωνίας Σιγισμοῦνδο Γ΄.
Κατά την παραμονή του εκεί έγραψε την περίφημη επιστολή του προς τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του Λβώφ στην οποία αναλύει την ορθόδοξη πίστη εν σχέση με τον ρωμαιοκαθολικισμό, αναπτύσσοντας και παραθέτοντας με ειρηνικό τρόπο τα παραδοσιακά επιχειρήματα της ορθοδοξίας έναντι της λατινικής και της προτεσταντικής και αναδεικνύοντας τη γνήσια ορθόδοξη πίστη.
Το 1601 και ενώ βρισκόταν στην Βλαχία, προσκαλείται από τον Πατριάρχη Μελέτιο να μεταβεί στην Αλεξάνδρεια γιατί δεν του έμεινε πολύς χρόνος ζωής. Λίγο πριν τον καλέσει του έγραφε ο πολύτλας εκείνος άγιος Πατριάρχης “Κύριλλε, ἐγὼ μὲν καὶ κάματοις καὶ κινδύνοις καὶ πόνοις, καὶ φροντίσι, καὶ τηκεδόσιν ἀντλούμενος, καὶ νοσῶν ἤδη νόσον ἄπαυστον θνήσκω πάνυ ἡδέως, τέλος ταῖς ἐμαῖς θέμενος ἁμαρτίαις καὶ τῇ καματώδει βιοτῇ· ἕν δὲ συνεκφέρω τὸν πολύτιμον θησαυρὸν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως... τοῦτό σοι παραινῶ ἀγωνίζου τὴν πίστιν τηρῆσαι... Ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία πρώτη μετέσχε, πρώτη μετέδωκε τοῦ Θείου φωτός· ταύτην οἱ Πατέρες τά δόγματα κυρώσαντες παραδεδώκασι· μὴ ἀποστήσωμεν τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ”[5]. Ο Κύριλλος έφτασε στην Αλεξάνδρεια τον φθινόπωρο του 1601 και εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του Αγίου Μελετίου Πηγά.
Ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας ανέπτυξε πλούσια δράση. Μία από τις πρώτες του προσπάθειες ήταν η αναδιοργάνωση του Πατριαρχείου, γι' αυτό κάλεσε κοντά του τον Μάξιμο Μαργούνιο, τον Μάξιμο τον Πελοποννήσιο και τον Γεράσιμο Σπαρταλιώτη, μορφωμένους κληρικούς τους οποίους χρησιμοποίησε για την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας του. Προς ενίσχυση των ορθοδόξων επισκέφθηκε τις ορθόδοξες ενορίες της βορείου Αφρικής.
Από πολύ νωρίς διαπίστωσε ότι έπρεπε με κάθε μέσο να στηριχθούν οι ορθόδοξοι, ώστε να αντισταθούν και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις δραστηριότητες των ξένων προπαγανδών και ιδία την προπαγάνδα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γι' αυτό ανέπτυξε πλούσια κυρηκτική δράση για την ενίσχυση του ορθόδοξου ποιμνίου.
Επίσης εκτός από αυτό προέβη στην συγγραφή διαφόρων μελετών με κυριότερη αυτήν της κατά του πρωτείου του πάπα στην οποία χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα κατά του αρχηγού της δυτικής χριστιανοσύνης και προέτρεψε του ορθοδόξους να αποφεύγουν τους Ιησουίτες και τις παπικές πλάνες.
Παράλληλα ασχολήθηκε και με τα γενικότερα εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής του. Το 1606 μετέβη στην Κύπρο και βοήθησε στην λύση του τότε αρχιεπισκοπικού ζητήματος που είχε προκύψει με την καθαίρεση του αρχιεπισκόπου Κύπρου Αθανασίου (1600) και της διχοστασίας που επήλθε μετά την εκλογή του αρχιεπισκόπου Βενιαμίν (1601-1604). Ο Κύριλλος συγκρότησε σύνοδο, η οποία αποφάσισε την εκλογή ως αρχιεπισκόπου του Χριστοδούλου (1606-1638), απόφαση η οποία επέφερε την ηρεμία στο νησί.
Την ίδια εποχή εμφανίσθηκε ως προς την αλεξανδρινή του φάση το λεγόμενο σιναϊτικό ζήτημα, αφού ο αντικανονικά εκλεγείς αρχιεπίσκοπος Σινά Λαυρέντιος, τελούσε την θ. Λειτουργία στο μετεγκατασταθέν Μετόχιο της Μονής, στην συνοικία Τζουβανίου του Καΐρου, χωρίς την άδεια του επιτοπίου επισκόπου, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου.
Ο τελευταίος αποτάθηκε στον Ιεροσολύμων Σωφρόνιο Δ΄ (1579-1608), αναφέροντας τις αντικανονικές ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Σινά Λαυρεντίου. Ο Ιεροσολύμων καταδίκασε τις πράξεις του με την από 10 Απριλίου 1607 απόφασή του. Ο Λαυρέντιος, όμως συνέχισε τις αντικανονικές του ενέργειες, έτσι μετά από πρόταση του Κυρίλλου επενέβη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Τιμόθεος και τον καταδίκασε, υποβάλλοντάς τον σε αργία.
Το 1608 μετέβη στα Ιεροσόλυμα και συμμετείχε στην χειροτονία και ανάρρηση στον πατριαρχικό θρόνο του Ιεροσολύμων Θεοφάνη (1608-1644), με τον οποίο γνωρίσθηκε και συνδέθηκε με μεγάλη φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του και συνεργάσθηκε στενά για την διασφάλιση της κυριότητας των ορθοδόξων προσκυνημάτων στην αγία γη.
Στα τέλη του 1611 ή αρχές 1612 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να συνεργασθεί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη σχετικά με τα ζητήματα των ορθοδόξων της Πολωνίας. Εκεί τον βρήκε η εκθρόνιση του Οικουμενικού Πατριάρχου Νεοφύτου Β΄, και εξ αιτίας αυτού του γεγονότος διορίστηκε, όπως παλαιότερα και ο θείος του Μελέτιος Πηγάς, Επιτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, για μικρό διάστημα, μέχρι την ανάρρηση στον θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη Τιμοθέου.
Παρέμεινε στην Πόλη μέχρι το 1613 και έπειτα αναχώρησε για το Άγιο Όρος. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Πόλη, διείδε καθαρά το νοσηρό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τις προσπάθειες των Ιησουιτών που είχαν με το μέρος τους όλες τις πρεσβείες των λατινικών ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες εργάζονταν υπέρ της Ρώμης.
Αμέσως διέγνωσε τον μεγάλο κίνδυνο για την ορθοδοξία και σίγουρα σε αυτό θα έπαιξαν ρόλο και οι εμπειρίες του από τα διαδραματισθέντα γεγονότα των Ιησουιτών στην Πολωνία και την δημιουργία της Ουνίας. Παράλληλα κατανόησε ότι οι ορθόδοξοι εμπρός σε αυτόν τον κίνδυνο δεν θα ήταν ικανοί να τον αντιμετωπίσουν από μόνοι τους.
Έπρεπε να βρουν ισχυρούς συμμάχους ή να εκμεταλλευτούν κατάλληλα τις αντιπάλους της Ρώμης προτεσταντικές ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Κατά την επίσκεψή του στον αγιώνυμο Άθωνα συνάντησε και γνώρισε τον νεαρό τότε Μητροφάνη Κριτόπουλο, τον οποίο παρέλαβε μαζί του, όταν αναχώρησε από το Όρος για να επισκεφθεί τις περιοχές της Βλαχίας και Μολδαβίας. Παρέμεινε στις ρουμανικές χώρες μέχρι το 1615. Στο διάστημα αυτό ίδρυσε τυπογραφείο και εξέδωσε βιβλία απολογητικού περιεχομένου.
Παράλληλα αναδιοργάνωσε την Ακαδημία του Βουκουρεστίου και δίδαξε σε αυτήν μετά από παραίνεση του ηγεμόνα Ρ. Μιχνέα, γνώριμου του Πατριάρχη από την εποχή των κοινών σπουδών τους στην Ιταλία. Καθ' όλην την παραμονή του εκεί δεν σταμάτησε το κήρυγμα προς τους πιστούς, στο οποίο με σαφήνεια και θεολογική δεινότητα αναδείκνυε τις διαφορές της ορθοδοξίας από τον ρωμαιοκαθολικισμό. Τα κηρύγματά του αυτά τα παρακολουθούσε ο ηγεμόνας με μεγάλο ενδιαφέρον.
Εξ αιτίας της δράσης αυτής, ο τελευταίος δώρισε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ολόκληρο χωριό της επαρχίας Λόλζιο, τα έσοδα του οποίου θα διατίθεντο για την ενίσχυση της χειμαζόμενης οικονομικά Εκκλησίας της Αλεξανδρείας.
Η παραμονή του στις ρουμανικές χώρες διήρκεσε μέχρι το 1615, έτος κατά το οποίο επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια μαζί με τον Μητροφάνη Κριτόπουλο, τον οποίο το 1616 τον έστειλε να σπουδάσει στην Οξφόρδη μετά από συνεννόηση με τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι Άμποτ, και με υποτροφία του βασιλιά της Αγγλίας. Την ίδια εποχή συγκάλεσε τοπική Σύνοδο στο Κάιρο, η οποία καταδίκασε τις λατινικές πλάνες και τις αντιχριστιανικές και αντιορθόδοξες ενέργειες της ιησουιτικής προπαγάνδας και δράσης.
Στις αρχές του 1620 μετέβη εκ νέου στην Βλαχία και στη Μολδαβία και εκεί τον βρήκε, το φθινόπωρο του ιδίου έτους, η απόφαση της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου η οποία τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη, μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Τιμοθέου και όπως αναφερόταν στην σχετική πράξη ότι εξέλεξε η Σύνοδος τον “ἐπ' ἀρετῇ καί σοφίᾳ διαβόητον Κύριλλον Λούκαρην”[6].
Διάδοχος στον θρόνο της Αλεξανδρείας εξελέγη ο συνεργάτης του Γεράσιμος Σπαρταλιώτης. Κατά την εικοσαετή πατριαρχεία του στον παλαίφατο Αλεξανδρινό θρόνο ακολούθησε πιστά τα βήματα του μέντορα και προκατόχου του αγίου Μελετίου Πηγά. Εκλέισε την Εκκλησία του Αγίου Μάρκου και της προσέδωσε λάμψη και φήμη εξαιρετική με αποτέλεσμα να καταστήσει γνωστή την Εκκλησία του στους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους της Ευρώπης και της Ανατολής.
Τον Νοέμβριο του 1620 ενθρονίστηκε στον πρώτο θρόνο της Ορθοδοξίας. Ανήλθε στον Οικουμενικό Θρόνο σε μια πολύ δύσκολη περίοδο από εκκλησιαστικής και γενικότερης πολιτικής απόψεως.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρισκόταν σε δεινή θέση πιεζόμενο ασφυκτικά από τους Ιησουίτες, και τις επεμβάσεις της Πύλης. Την κατάσταση αυτή περιέπλεκε και η ανώμαλη εσωτερική κατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και οι προσπάθειες των αντιμαχομένων ευρωπαϊκών κρατών να έχουν λόγο στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξυπηρετώντας τα γεωστρατηγικά συμφέροντά τους.
Σε αυτό το ταραγμένο εκκλησιαστικό περιβάλλον κλήθηκε να δράσει ο Κύριλλος Λούκαρης ως Οικουμενικός Πατριάρχης. Και όντως η ανώμαλη αυτή κατάσταση φαίνεται καθαρά στο ότι μέχρι τον μαρτυρικό θάνατό του ανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο πέντε φορές, α΄ 4/11/1620-17/4/1623, β΄ 2/10/1623-4/10/1633, γ΄ 11/10/1633-16/3/1634, δ΄ 12/4/1634-15/3/1635, ε΄ 20/3/1637-27/6/1638.
Πριν ακόμη ανέλθει στον Οικουμενικό θρόνο, ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας, είχε συνάψει και αναπτύξει σχέσεις με τους πρέσβεις και ηγέτες των προτεσταντικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, γιατί πίστευε ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίσει την άκρως επιθετική πολιτική της Ρώμης.
'Έχοντας αυτό κατά νου, δώρισε στο βασιλιά της Αγγλίας Ιάκωβο (1603-1625) το πολύτιμο χειρόγραφο του μεγαλογράμματου αλεξανδρινού κώδικα με το κείμενο της Αγίας Γραφής και στον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι Laud χειρογράφο το οποίο περιείχε την αραβική μετάφραση της Πεντατεύχου.
Στον δε βασιλέα της Σουηδίας παλαιό χειρόγραφο των ψαλμών του Δαβίδ. Οι ενέργειές του αυτές πέτυχαν τον σκοπό της προσφοράς τους, αφού συνήψε σχέσεις με τους αρχηγούς των κρατών αυτών, οι οποίες ανύψωσαν το γόητρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και το σπουδαιότερο χρησιμοποίησε τις σχέσεις αυτές προς όφελος της Ορθοδοξίας στον δύσκολο αγώνα της εναντίον της παντοδυναμίας τότε του ρωμαιοκαθολικισμού, αγώνα στον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει μόνη της.
Την εποχή που έγινε ο Κύριλλος Οικουμενικός Πατριάρχης οι λατινικές ευρωπαϊκές δυνάμεις Γαλλία, Αυστρία, Βενετία (λιγότερο) και μετέπειτα Ισπανία και Πολωνία, εφάρμοζαν τα σχέδια της Ρώμης που ήθελαν την Ορθόδοξη Εκκλησία να ενωθεί με την Ρωμαιοκαθολική, έτσι ώστε η τελευταία να επεκταθεί και στην ανατολή. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί εξ αιτίας του Κυρίλλου ο οποίος ήταν εχθρός τους και έτσι συνασπίστηκαν με κύριο σκοπό να τον εξώσουν από τον θρόνο.
Οι προτεσταντικές δυνάμεις της Ολλανδία, της Σουηδίας και της Αγγλίας, συνασπίστηκαν γύρω από τον Κύριλλο και τον υποστήριζαν με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να προσεταιρισθούν τους Ορθοδόξους και να ενώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία με την προτεσταντική.
Πρώτο μέλημα του Κυρίλλου ως Οικουμενικού Πατριάρχη και πάλι ήταν η πνευματική ανάταση των πιστών και του κλήρου ώστε να καταστούν ικανοί να αντιμετωπίσουν τις διάφορες θρησκευτικές προπαγάνδες στην Ανατολή με κυριότερη την πιο επιθετική εξ αυτών την λατινική. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού εργάσθηκε τόσο με τις συγγραφές όσο και με το κήρυγμα να αφυπνίσει το ποίμνιο και να αναχαιτίσει την επέλαση της ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας στην Ορθόδοξη Ανατολή.
Χρησιμοποιούσε πάντοτε την απλή γλώσσα του λαού, γιατί πίστευε ότι η πνευματική ανάταση του Γένους θα μπορούσε να καταστεί πράξη με την χρήση της απλής κοινής γλώσσας της εποχής του. Επίσης κάλεσε γύρω του λογίους αλλά και έστειλε πολλούς νέους να σπουδάσουν στο εξωτερικό για να μορφωθούν, ώστε να καταστούν ικανοί για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως ραδιουργιών.
Για παράδειγμα αναφέρουμε τον Μάξιμο Μαργούνιο, τον Νικόδημο Μεταξά, τον πιο πάνω αναφερόμενο Μητροφάνη Κριτόπουλο κ. α. Επίσης αναδιοργάνωσε εκ βάθρων την Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως και κάλεσε να διδάξει σε αυτήν τον Θεόφιλο Κορυδαλλέα. Θα μπορούσε να λεχθεί με βεβαιότητα ότι από του Πατριάρχη Κυρίλλου άρχισε μία συστηματική προσπάθεια για την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και των ελληνικών γραμμάτων.
Οι Ιησουίτες βλέποντας τις ενέργειες θορυβήθηκαν και άρχισαν τις ραδιουργίες. Έτσι με την βοήθεια της Γαλλίας κατάφεραν να τον εξώσουν από τον Πατριαρχικό Θρόνο τον Απρίλιο του 1623 και να τον εξορίσουν. Η απομάκρυνσή του διήρκεσε λίγο, γιατί με τις προσπάθειες του Άγγλου πρεσβευτή και του βασιλιά της Αγγλίας Ιακώβου, κατάφερε να επανέλθει στην Κωνσταντινούπολη και τον Οκτώβριο του 1623 να επανέλθει στο οικουμενικό θρόνο.
Στην δεύτερη πατριαρχεία του αποφάσισε, για να υποβοηθηθεί το έργο της πνευματικής ανατάσεως του λαού, να εκτυπώσει βιβλία στην απλή γλώσσα, γι' αυτό ίδρυσε τυπογραφείο για την παραγωγή των βιβλίων αυτών με επικεφαλής τον Νικόδημο Μεταξά. Το 1627 τυπώθηκαν από το πατριαρχικό τυπογραφείο έργα του Μελετίου Πηγά, του ιδίου, του Γεωργίου Κορέσιου κ.α.
Πρωταρχικό μέλημά του για την υλοποίηση της πνευματικής ανάτασης του γένους ήταν η μετάφραση της Καινής Διαθήκης, γιατί πίστευε ότι η πλατιά της χρήση από το λαό θα είχε ως αποτέλεσμα τον φωτισμό του αλλά και την αντίστασή του σε κάθε προσηλυτιστική δράση.
Με άλλα λόγια θα ήταν η αρχή για την διόρθωση της απαιδευσίας του Γένους. Ανέθεσε το έργο αυτό στον Μάξιμο τον Καλλι(ου)πολίτη, ο οποίος καίτοι τελείωσε το έργο σύντομα αυτό εκτυπώθηκε μετά τον θάνατο του ιδίου και του Πατριάρχη Κυρίλλου.
Όλες αυτές οι ενέργειες του Κυρίλλου είχαν ως αποτέλεσμα την βίαιη αντίδραση των Ιησουιτών, οι οποίοι προβάλλοντας διάφορες ψευδείς κατηγορίες, ότι το τυπογραφείο τυπώνει βιβλία εξυβριστικά κατά της μουσουλμανικής θρησκείας και με τις εκδόσεις του προσπαθεί να εξεγείρει του ορθοδόξους, έπεισαν την Πύλη να το καταστρέψει, έτσι επενέβησαν οι Γενίτσαροι, οι οποίοι το κατέστρεψαν ολοσχερώς, ο δε Νικόδημος Μεταξάς για να γλιτώσει το μένος των γενιτσάρων κατέφυγε στην αγγλική πρεσβεία.
Την ίδια εποχή (1628), οι Προτεστάντες θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο τους για τον προσεταιρισμό των Ορθοδόξων, δημοσίευσαν ένα κείμενο έκθεσης της ορθόδοξης πίστης το οποίο επειδή υπογράφετο από τον Κύριλλο έμεινε στην ιστορία ως “Λουκάρειος ομολογία”, η οποία λόγω της προτεσταντικής προσέγγισης και ερμηνείας των ορθοδόξων δογμάτων και της πίστης, δημιούργησε μεγάλο ζήτημα στην ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αυτό το γεγονός έκαμε τους Ιησουίτες να δηλώσουν ότι ο Πατριάρχης “καλβίνιζε” και έτσι άδραξαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν τον Κύριλλο και να επιδοθούν σε έναν αγώνα για την πτώση του Πατριάρχη από τον θρόνο του, με διάφορες μηχανορραφίες προς την Πύλη, προσεταιριζόμενοι αντιπάλους κληρικούς του Κυρίλλου Λούκαρη, όπως τον Αθανάσιο Πατελλάρο και κυρίως τον μητροπολίτη Βεροίας και ύστερα Οικουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Κονταρή.
Τις ενέργειες αυτές εναντίον του επέτειναν και οι επιτυχίες του Κυρίλλου για την κατοχύρωση των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Συγκεκριμένα, μετά από τη Γαλλοτουρκική Συνθήκη του 1604, η Πύλη, και ύστερα από πιέσεις και δωροδοκίες, εξέδωσε τέσσερα φιρμάνια ( το 1621, 1625, 1627 καί 1630), με τα οποία προέβαινε σε παραχωρήσεις προς τους Λατίνους σε βάρος των δικαιωμάτων των Ορθοδόξων στα προσκυνήματα, όπως του Παναγίου Τάφου, του Σπηλαίου της Βηθλεέμ, του Τάφου της Παναγίας, της Μονής της Βηθλεέμ κ.α.
Η ενέργεια αυτή εκθεμελίωσε το μέχρι τότε υφιστάμενο Προσκυνηματικό καθεστώς. Μετά από ενέργειες των Πατριαρχών Κυρίλλου Λούκαρη και Ιεροσολύμων Θεοφάνη, εξεδόθησαν δύο διατάγματα, το 1631 και το 1632, υπέρ των Ορθοδόξων, αλλά όμως ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν. Τότε ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, χρησιμοποιώντας τις άριστες σχέσεις που είχε αναπτύξει με τις προτεσταντικές κυβερνήσεις κατάφερε να τις κινητοποιήσει.
Οι τελευταίες με πρωτοστατούσα την ολλανδική κυβέρνηση, απαίτησαν να δοθούν τα προσκυνήματα και πάλι στους Ορθοδόξους. Τελικά μετά την καταβολή και σχετικών χρημάτων, ο Σουλτάνος Μουράτ, το 1634 με τρία διατάγματα που εξέδωσε, διέταξε να επιστραφούν τα προσκυνήματα στους Ορθοδόξους.
Έτσι με τις ενέργειες του Κυρίλλου, η Ορθόδοξος Εκκλησία καίτοι υπόδουλη κατήγαγε μια περιφανή νίκη, αφού τα φιρμάνια αυτά κατοχύρωσαν την κατοχή των προσκυνημάτων υπέρ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και αποτέλεσαν την βάση για την διαμόρφωση του καθεστώτος των προσκυνημάτων το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.
Οι Ιησουίτες, ύστερα από όλα αυτά, καταβάλλοντας πολλές προσπάθειες, κατάφεραν τον Οκτώβριο του 1633 να τον εξώσουν από τον θρόνο, όμως ο Λούκαρης σε μια εβδομάδα επανήλθε το τρίτον στον θρόνο και παρέμεινε μέχρι τον Μάρτη του 1634, οπότε και εκβλήθηκε, αλλά μετά από ένα μήνα επανήλθε και παρέμεινε μέχρι τον Μάρτιο του 1635, όταν επέτυχαν για τέταρτη φορά να τον εξώσουν από τον θρόνο.
Μάλιστα κατά την τέταρτη έξωσή του από τον θρόνο οι Ιησουίτες κατέστρωσαν σχέδιο για την απαγωγή του Κυρίλλου και την μεταφορά του στη Ρώμη με ειδικά ναυλωμένο γι' αυτό το σκοπό πλοίο. Το σχέδιο μαθεύτηκε από την ολλανδική πρεσβεία, η οποία πληρώνοντας το πλήρωμα του πλοίου τον οδήγησαν στην Χίο και από εκεί ο Κύριλλος μετέβη στην Ρόδο.
Τελικά ο χαλκέντερος Κύριλλος επανήλθε στον θρόνο για πέμπτη φορά το Μάρτιο του 1637. Αυτή η μεγάλη δύναμη του και η επιμονή του έκαμε τους αντιπάλους του να λάβουν την απόφαση της φυσικής εξόντωσης του Πατριάρχη για να απαλλαγούν τελειωτικά από αυτόν. Για τον σκοπό αυτό εξαγόρασαν τον Μ. Βεζύρη Μπαϊράμ Πασά για να δώσει πλαστές πληροφορίες στον Σουλτάνο Μουράτ (1622-1648) για τις ενέργειες του Κυρίλλου.
Ο Σουλτάνος έλειπε τότε σε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Ο Μπαϊράμ αφού, τον πληροφόρησε επιτήδεια ότι ο Κύριλλος ξεσήκωσε τους Κοζάκους, οι οποίοι επιτέθηκαν και δήωσαν το φρούριο της Αζέκας στην Μαιώτιδα λίμνη και ότι προετοίμαζε τον ξεσηκωμό των Γραικών ο οποίος θα προκαλούσε συμφορά στην αυτοκρατορία, του εισηγείτο την θανάτωση του Πατριάρχη.
Ο Σουλτάνος ευρισκόμενος μακριά και χωρίς να καλοεξετάσει τις κατηγορίες έδωσε την εντολή να συλληφθεί ο Πατριάρχης και να θανατωθεί. Έτσι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο φρούριο του Ρουμελί Χισάρ.
Το απόγευμα της 27 Ιουνίου του 1638 οι Γενίτσαροι τον επιβίβασαν σε μία λέμβο με την δικαιολογία ότι θα τον μεταφέρουν σε κάποιο πλοίο το οποίο θα τον μεταφέρει στην εξορία. Η λέμβος οδηγήθηκε σε μια ερημική ακτή, τότε ο Πατριάρχης καταλαβαίνοντας ότι θα τον εκτελέσουν γονάτισε και προσευχήθηκε και τότε οι δήμιοί του τον στραγγάλισαν και το άψυχο σώμα του το έθαψαν στην ερημική ακτή.
Ο τελευταίος άνθρωπος που συνάντησε ζωντανό τον Κύριλλο ήταν ο πρωτοσύγκελός του, Ναθαναήλ Κανώπιος, ο οποίος αναφέρει σχετικά: “...καὶ ἐξαγαγόντες αὐτὸν ἔβαλον εἰς ἀκάτιον λεγόμενον καΐκι λέγοντες αὐτῷ ἐρωτῶντι ὅτι εἰς ἐξορίαν σε θέλομεν πέμπειν, ἔχοντες παρασκευασμένην ναῦν κατὰ τὸν Ἅγιον Στέφανον, πλησίον τῶν Ἑπτὰ Κουλάδων (πύργων). Ὁ δὲ μακαρίτης γνοὺς ὅτι οὐκ ἀληθεύουσιν οἱ μιαιφόνοι, ἀλλὰ τὴν πρὸς θάνατον ἄγουσιν αὐτὸν,, θεὶς τὰ γόνατα προσηύχετο καὶ μετὰ δακρύων ἐδέετο τοῦ θεοῦ, καὶ ὡς ἤγγισαν εἰς τὸν τόπον καθ' ὅν ἔμελλον τὸν ἄδικον φόνον ἐκτελέσαι, τοῦ ἡλίου δύνοντος ἔμειναν μικρὸν, καὶ ἀρχομένης ἤδη νυκτὸς ἐξαγαγόντες αὐτὸν τοῦ ἀκατίου... ὁ τζελήτ θεὶς σχοινίον εἰς τὸν λαιμὸν αὐτοῦ, ἀπέπνιξαν αὐτὸν, καὶ λαβόντες τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, διαμερίσαντες ἀλλήλοις τῇ ἐπαύριον εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπώλουν λέγοντες ὅτι ταῦτὰ ἐστι τὰ ἱμάτια τοῦ γέροντος Πατριάρχου...”[7].
Ο αντίπαλός του, Κύριλλος Κονταρής έστειλε ανθρώπους του, οι οποίοι ανακάλυψαν τον τάφο, ξέθαψαν το σώμα του Πατριάρχη και το πέταξαν στην θάλασσα[8]. Όμως το βρήκαν οι χριστιανοί, οι οποίοι μυστικά το μετέφεραν και το έθαψαν στο νησάκι του Αγίου Ανδρέα το οποίο βρίσκεται στον κόλπο της Νικομήδειας. Μετά από τρία χρόνια, το 1641, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος Α΄, έδωσε εντολή να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων του και να τοποθετηθούν στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Χάλκης η οποία σήμερα αποκαλείται Παναγία η Καμαριώτισσα, και της οποίας ο ναός βρίσκεται στον αυλόγυρο του ελληνικού ορφανοτροφείου θηλέων. Αργότερα και περί τα μέσα του ΙΘ΄ αι. μεταφέρθηκαν στο Πατριαρχείο.
Κλείνοντας την σύντομη βιογραφική παρουσία του Πατριάρχη Κυρίλλου, πρέπει να σημειώσουμε ότι όσο ζούσε, αλλά προπάντων μετά τον θάνατό του κατέστη σημείον αντιλεγόμενον. Ερευνητές και μη, εκκλησιαστικοί άνδρες κλπ. αποφάνθηκαν ότι καλβίνιζε (έχουμε και συνοδικές αποφάσεις γι' αυτό), άλλοι ότι ανεδείχθη στην κατεξοχήν ηγετική μορφή και προστάτη της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι εν μέσω των ανθρωπίνων αδυναμιών και λανθασμένων πολλές φορές εκτιμήσεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η αγάπη του Πατριάρχη Κυρίλλου προς την Ορθοδοξία και η αγωνία του για την πνευματική ανάταση του γένους. Ίσως, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, θα μπορούσε να διατυπωθεί η γνώμη του ιστορικού Κ. Παπαρηγόπουλου, “Ἵσως ὁ Λούκαρις θεωρῶν τὴν μὲν ἐκκλησίαν ἡμῶν τοσοῦτον ἐκθύμως πολεμουμένην ὑπὸ τοῦ καθολικισμοῦ, τὴν δὲ ὀσμανικήν κυβέρνησιν πολλάκις ὑπενδίδουσαν εἰς τὰς ἀδιακόπους τούτου ἐνεργείας ὠνειρεύθη ποτὲ νὰ ταυτίσῃ τὸ συμφέρον τῆς διαμαρτυρήσεως πρὸς τὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ συμφέρον, ἴσως ὑπῆρξαν ἐν τῷ πολυταράχῳ αὐτοῦ βίῳ στιγμαὶ ἀπελπισίας, καθ' ἅς ἐνόμισεν ἀπαραίτητον νὰ ὑποβληθῇ χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ ἑλληνισμοῦ εἰς θυσίας τινὰς καὶ παραχωρήσεις. Ἀλλὰ, καὶ τούτου δοθέντος, οὐδέν βεβαίως ὁριστικὸν διενοήθη καὶ ἔτι ὀλιγότερον ἔπραξεν”[9].
Βεβαίως για την δράση του και βασικά για τους θρησκευτικούς του αγώνες η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να προβεί σε κρίσεις και ερμηνεύσεις. Αυτοί μπορούν να αποτιμηθούν, να ερμηνευτούν και να κριθούν μόνο με τον δρόμο της πίστης και της συνείδησης του ορθοδόξου πληρώματος. Εκφράζοντας την πίστη και συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος ο Πεφωτισμένος Πατριάρχης μας που προέρχεται από την ίδια Μονή της Μετανοίας του Αγίου Κυρίλλου, την Ιερά Μονή Αγκαράθου, εμπνεόμενος από τους αγώνες του Αγίου Κυρίλλου υπέρ της Ορθοδοξίας μεταλαμπαδεύει αυτήν την Ορθόδοξη πίστη με μεγάλο Ιεραποστολικό ζήλο στους Αφρικανούς αδελφούς μας, έχοντας την συναίσθηση και τη συνείδηση ότι η τελική δικαίωση και κρίση ανήκει στον Θεό, κατέταξε στην χορεία των Αγίων τον μαρτυρικώς τελειωθέντα Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη.
Το πνεύμα της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου μας εκφράζει η πράξη της Αγιοκατατάξεως και το Απολυτίκιο του Αγίου (την όμορφη ακολουθία του Αγίου συνέταξε με μεγάλη ευλάβεια ο Σεβ. Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος) τα οποία αμέσως παρακάτω παραθέτουμε:
Πατριαρχική καὶ Συνοδικὴ Πρᾶξις Ἁγιοκατατάξεως
τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νέου ἱερομάρτυρος
Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως
Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας τὸ πρότερον
εἶτα δὲ Οἰκουμενικοῦ γενομένου
Τοὺς τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητος, σπουδῇ ἁγίᾳ καὶ ἀρετῶν συντονίᾳ, διανύσαντας τρίβον καὶ ἑαυτοὺς ἀναλώσαντας ἔργῳ ἐμπράκτῳ τε καὶ πράξει ἐλλόγῳ ἐν τῇ ὑπακοῇ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ ἀγάπῃ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, καὶ ἀντιταξαμένους τῷ κοσμοκράτορι τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ νικήσαντας τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας τοῦ σκότους, καὶ μαρτυρήσαντας τὴν καλὴν ὁμολογίαν καὶ τὴν πίστιν κρατύναντας, τήν τε ᾿Εκκλησίαν στηρίξαντας καὶ τὴν δόξαν αὐτῆς λαμπρύναντας, καὶ τοῖς ἐνδόξοις αὐτῶν μαρτυρίοις κηρύξαντας καὶ ἔτι κηρύττοντας ὅτι αὐτῆς οὐδὲ πύλαι Ἅιδου κατισχύσουσι δύνανται, ἱεραῖς μνήμαις καὶ ἑορταῖς, συνάξεσί τε καὶ πανηγύρεσι σεμνύνειν καὶ τιμᾶν καὶ ἐπαινεῖν ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν Πατέρων ἡμῶν ἐλάβομεν, τοῦτο πιστεύοντες ὅτι ὁ τιμῶν Κύριον τιμᾷ καὶ ῞Αγιον, ὁ δὲ ἀτιμάζων ῞Αγιον ἀτιμάζει καὶ τὸν ἑαυτοῦ Δεσπότην, ὡς κάλλιστα που διδάσκει ὁ τῆς Σαλαμῖνος ᾿Επιφάνιος· ἔτι δέ, εἰς τὴν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν ἱκεσίαν τούτους ἐπικαλεῖσθαι, τοῦ δι᾿ αὐτῶν, ἤγουν διὰ τῆς μεσιτείας αὐτῶν ἵλεων ἡμῖν γενέσθαι Αὐτόν, καὶ λύτρον ἡμῖν τῶν πταισμάτων δοθῆναι.
᾿Επειδὴ τοίνυν τοιούτοις ἐξέχουσιν ἁγιότητος προτερήμασιν ἐπὶ τῆς γῆς ἐπολιτεύσατο καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐπιγείου αὐτοῦ ἀναστροφῆς διεκέκριτο, ὁ ἐκ τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, καὶ δὴ ἐκ Χάνδακος τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς, τοῦ γε νῦν καλουμένου ῾Ηρακλείου, ὁρμώμενος, καὶ ἐν τῆς Μεγάλης Πόλεως ᾿Αλεξανδρείας τῷ Θρόνῳ τὸ πρῶτον διαπρέψας, εἶτα δὲ τὸν Οἰκουμενικὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον κατακοσμήσας, Κύριλλος ὁ ἐπονομαζόμενος Λούκαρις, ἔχων παιδιόθεν τὴν πρὸς τὰ κρείττονα ἔφεσιν καὶ ἀποταξάμενος γνησίως τοῖς βιοτικοῖς πράγμασι καὶ τῆς κατ᾿ ἄμφω σοφίας ταῖς χάρισι διαλάμψας, χρηματίσας δὲ τῆς ἐν Χριστῷ εὐσεβείας ἐν διδαχαῖς καὶ συγγράμμασι κῆρυξ θεόσοφος καὶ διδάσκαλος, ποιμάνας τὸ ἐμπιστευθὲν αὐτῷ ποίμνιον ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ καὶ τελείᾳ ἑαυτοῦ ἀπαρνήσει, προστὰς τῆς κατ᾿ ᾿Ανατολὰς ᾿Ορθοδόξου ἡμῶν ᾿Εκκλησίας ἐν τοῖς χαλεποῖς χρόνοις τῆς τῶν ἀλλοπίστων ἐχθρῶν δουλείας καὶ ὑπερμαχήσας ἔργῳ καὶ λόγῳ τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος ἄχρι γήρατος, ἕως οὗ καὶ τὸν μαρτυρικὸν τῇ κζ’ ᾿Ιουνίου τοῦ χιλιοστοῦ ἑξακοσιοστοῦ τριακοστοῦ καὶ ὀγδόου σωτηρίου ἔτους ὑπέμεινε θάνατον, στραγγαλισθεὶς ἐπὶ πλοιαρίου ὑπὸ τῶν αἱμοδιψῶν Γενιτσάρων καὶ ἀκοντισθεὶς τῷ τῆς θαλάσσης βυθῷ, θεμελιωθείσης δ᾿ οὕτω περὶ αὐτοῦ αὐθορμήτως ὑπὸ συγχρόνων καὶ μεταγενεστέρων τῆς ἀναγνωρίσεως αὐτοῦ ὡς Μάρτυρος ἐν ῾Ιεράρχαις, καὶ τιμηθέντος ἅμα τῷ μαρτυρίῳ αὐτοῦ δι᾿ ἐκκλησιαστικῆς ᾿Ακολουθίας, συνταχθείσης ὑπὸ τοῦ ῾Οσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐγενίου τοῦ Νέου, τοῦ ἐπονομαζομένου Αἰτωλοῦ, πρὸς δὲ λαβόντες ὑπ᾿ ὄψιν καὶ ὅσα δι᾿ ἀναφορᾶς αὐτοῦ καὶ εἰσηγήσεως ἐξέθεσε καὶ συνοδικῶς ἐβεβαιώσατο ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κένυας κύριος Μακάριος, περὶ κατατάξεως τοῦ εἰρημένου ῾Ιεράρχου ἐν τῇ τῶν ῾Αγίων ῾Ιεραρχῶν καί Μαρτύρων χορείᾳ διατυπούμενος, ἡ Μετριότης ἡμῶν, μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς ῾Ιερωτάτων Μητροπολιτῶν, τῶν ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῖν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἀποδιδόντες πρὸς τὴν θεάρεστον αὐτοῦ βιοτὴν καὶ πολιτείαν, τὰς ἐξαιρέτους αὐτοῦ ὑπηρεσίας πρὸς τὸν καθ᾿ ἡμᾶς ῾Αγιώτατον Ἀποστολικὸν τῆς ᾿Αλεξανδρείας Θρόνον καὶ τὴν καθόλου ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν, τοὺς ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως καὶ εὐσεβείας ἀτρύτους αὐτοῦ ἀγῶνας καὶ καμάτους, τὸ γενναῖον, κἄν ἐν γήρατι, μαρτύριον καὶ περὶ τῆς πνευματικῆς ὠφελείας τῶν πιστῶν πρόνοιαν ποιούμενοι, καὶ διαφημισθείσης τῆς φήμης πρὸς ἡμᾶς, ὅτι τὰ τίμια αὐτοῦ λείψανα, πλήρη εὐωδίας πνευματικῆς, ἐν τῇ περιπύστῳ τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου Μονῇ, τῇ ἐπονομαζομένῃ τῆς ᾿Αγκαράθου, ἔνθα ὁ μακάριος τὸ τῶν Μοναχῶν τίμιον σχῆμα ἐνεδύσατο, ἐντὸς ἀργυρᾶς θήκης φυλάσσονται καὶ εἰς προσκύνησιν ὑπὸ τῶν πιστῶν πρὸς ἁγιασμὸν αὐτῶν τίθενται, καὶ ὅτι θαυμάτων παρεκτικὰ ταῦτα ὁ Κύριος ἀνέδειξεν, ἔγνωμεν συνῳδὰ τοῖς πρὸ ἡμῶν Θείοις Πατράσι τῷ κοινῷ τῆς ᾿Εκκλησίας ἔθει κατακολουθοῦντες, τὴν προσήκουσαν τοῖς ἁγίοις ἀνδράσι καὶ τούτῳ ἀπονεῖμαι τιμήν.
Διὸ καὶ ἀποφαινόμεθα Συνοδικῶς, θεσπίζομεν καὶ διορίζομεν καὶ ἐν ῾Αγίῳ διακελευόμεθα Πνεύματι, ὅπως ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα, ὁ προῤῥηθεὶς ἀοίδιμος Πατριάρχης Κύριλλος, ὁ ἐπονομαζόμενος Λούκαρις, συναριθμῆται τῷ χορῷ τῶν ῾Αγίων ῾Ιεραρχῶν καὶ Μαρτύρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐτησίαις ἱεροτελεστίαις καὶ ἀγιστείας τιμώμενος παρὰ τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῶν πιστῶν καὶ ὕμνοις ᾀσμάτων καὶ ἐγκωμίοις γεραιρόμενος τῇ κζ' ᾿Ιουνίου, ἐν ᾗ τὸ μαρτύριον αὐτοῦ ἐτετελείωτο, εἰς τιμὴν μὲν αὐτοῦ, δόξαν δὲ τοῦ ἐν ῾Αγίοις θαυμαστοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τοῦ τοὺς ῾Αγίους δοξάζοντος καὶ ἐνδοξαζομένου ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτῶν μνήμαις καὶ ἱεραῖς πανηγύρεσι.
Εἰς ἔνδειξιν δὲ τούτου καὶ βεβαίωσιν ἐγένετο καὶ ἡ παροῦσα Πατριαρχικὴ ἡμῶν καὶ Συνοδικὴ Πρᾶξις, καταστρωθεῖσα καὶ ὑπογραφεῖσα ἐν τῷ ἱερῷ Κώδικι τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ῾Αγιωτάτης ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Αλεξανδρείας.
† Ὁ Ἀλεξανδρείας Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ Β’
+ ὁ Γέρων Μέμφιδος Παῦλος, + ὁ Γέρων Λεοντοπόλεως Διονύσιος,
+ ὁ Γέρων Ἀξώμης Πέτρος, + ὁ Κένυας Μακάριος, + ὁ Καμπάλας Ἰωνᾶς,
+ ὁ Ἰωαννουπόλεως καί Πρετορίας Σεραφείμ, + ὁ Νιγηρίας Ἀλέξανδρος,
+ ὁ Τριπόλεως Θεοφύλακτος, + ὁ Καλῆς Ἐλπίδος Σέργιος,
+ ὁ Καρθαγένης Ἀλέξιος, + ὁ Μουάνζας Ἱερώνυμος,
+ ὁ Πηλουσίου Καλλίνικος, + ὁ Πτολεμαϊδος Προτέριος,
+ ὁ Ζιμπάμπουε Γεώργιος, + ὁ Ἑρμουπόλεως Νικόλαος,
+ ὁ Εἰρηνουπόλεως Δημήτριος, + ὁ Κεντρώας Ἀφρικῆς Ἰγνάτιος,
+ ὁ Χαρτούμ Ἐμμανουήλ, + ὁ Καμερούν Γρηγόριος
Ἐν τῇ Μεγάλῃ Πόλει τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐν ἔτει σωτηρίῳ δισχιλιοστῷ καὶ ἐνάτῳ, κατὰ μῆνα Ὀκτώβριον, τῇ ἕκτῃ.
Ἀπολυτίκιον
Ἁγίου Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως.
῏Ηχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Κρήτης, ᾿Αγκαράθου τὸ καύχημα, τῆς Ἀλεξανδρείας ποιμένα, Βυζαντίου τὸν πρόεδρον, τὸν θεῖον δεῦτε Κύριλλον πιστοί, ὡς πρόμαχον τῆς πίστεως στεῤῥόν, καὶ Μαρτύρων θεοδόξαστον κοινωνόν, τιμήσωμεν ἐκβοῶντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐν ὑψίστοις εὐκλεῶς, δοξάσαντί σε ῞Αγιε.
Βιβλιογραφία:
Στην παρούσα μελέτη συνέβαλε ο Δρ. Παναγιώτης Τζουμέρκας
Επ. Καθηγητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης