Το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί την πεμπτουσία και το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, διότι σε αυτό πραγματοποιείται και φανερώνεται η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Δια του μυστηρίου αυτού, τα υλικά στοιχεία του άρτου και του οίνου, με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το οποίο μεταδίδεται στους πιστούς ως πνευματική και υπερφυής τροφή, «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον». Ο Θεός Λόγος με την ενανθρώπησή Του δεν αρκέστηκε απλώς και μόνον στην πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως, αλλά προχώρησε ακόμη περισσότερο, στην οργανική δηλαδή κοινωνία και ένωσή Του με τον άνθρωπο. Μέσω του κορυφαίου αυτού μυστηρίου της Εκκλησίας μας, ενσωματώνει τον κάθε πιστό στο θεανθρώπινο Σώμα του και τον καθιστά μέλος του παναχράντου Σώματός του, μεταδίδοντας ταυτόχρονα σ’ αυτόν την ιδική του αληθινή και αιώνια ζωή, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου: «καθάπερ γαρ το σώμα εν εστί και μέλη έχει πολλά, πάντα δε τα μέλη του σώματος του ενός, πολλά όντα, εν εστί σώμα, ούτω και ο Χριστός»(Α΄Κορ.12,12). Ο μέγας σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας Ιουστίνος ο Πόποβιτς, εμβαθύνοντας στις παρά πάνω αλήθειες του αποστόλου παρατηρεί: «Τα μέλη αυτά έχουν εν σώμα, μίαν ψυχήν, μιάν καρδίαν, μίαν συνείδησιν, μιάν αλήθειαν, μίαν δικαιοσύνην, μίαν αγάπην, μιάν ζωήν, ένα παράδεισον, μίαν αιωνιότητα…Κάθε μέλος αυτού ζή δι’ όλου του σώματος, αλλά και το όλον σώμα ζή δι’ έκαστον μέλος του. Όλοι ζουν εν εκάστω και δι’ έκάστου, αλλά και έκαστος ζή εν όλοις και δι’ όλων…Η ευαγγελική δραστηριότης εκάστου μέλους της Εκκλησίας, αν και είναι εντελώς ειδική και προσωπική, είναι πάντοτε και από πάσης απόψεως καθολική και γενική…Ακόμη και όταν φαίνεται να ενεργεί εν μέλος της Εκκλησίας μόνον διά τον εαυτόν του, (π.χ. η άσκησις ενός ερημίτου), ενεργεί εις την πραγματικότητα διά την ολότητα», (Από το βιβλίο του «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος», σελ. 176-180). Η μετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας δεν αποτελεί απλά μια τυπική θρησκευτική πράξη, ένα λατρευτικό τυπικό, αλλά ύψιστη αναγκαιότητα για τον κάθε πιστό, σύμφωνα με τον λόγο Του: «αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ήμερα. Η γαρ σαρξ μου αληθώς εστί βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστί πόσις. Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», (Ιωάν.6,53-56).
Ωστόσο η κοινή συμμετοχή στο Ποτήριο της Ζωής απαιτεί και προϋποθέτει ενότητα πίστεως. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να μετέχει σ’ αυτό κάποιος, ο οποίος έχει διαφορετική πίστη, ή βρίσκεται σε σχίσμα. Ο σχισματικός και ο αιρετικός καθίσταται «αφορισμένος», δηλαδή ξεχωρισμένος και αποκομμένος, από το εκκλησιαστικό σώμα και άρα δεν μπορεί να κοινωνήσει Σώμα και Αίμα Χριστού. Η Εκκλησία, καθ’ όλη την δισχιλιόχρονη ιστορική της πορεία ακολούθησε με ακρίβεια αυτή την θεμελιώδη πρακτική, την αποκοπή δηλαδή των αιρετικών από το εκκλησιαστικό σώμα και κατ’ επέκταση από την μετοχή τους στη Θεία Κοινωνία.
Δυστυχώς, στις δύστηνες, εσχατολογικές και αποκαλυπτικές ημέρες μας, όπου τείνει να κυριαρχήσει και στον εκκλησιαστικό χώρο η παναίρεση του Οικουμενισμού, οι παρά πάνω βασικές δογματικές, εκκλησιολογικές διδασκαλίες της Εκκλησίας μας, μαρτυρούμενες από σύσσωμη την Πατερική και Κανονική μας Παράδοση, προοδευτικά όλο και περισσότερο παραθεωρούνται και παραμερίζονται. Εκκλησιαστικά πρόσωπα όλων των βαθμίδων, (πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί), επηρεασμένοι και διαβρωμένοι λιγότερο, ή περισσότερο από τη φοβερή αυτή αίρεση, η οποία βρίσκεται σε πρωτοφανή έξαρση, δεν θεωρούν πια τους σύγχρονους αιρετικούς ως κακόδοξους, αλλά ως δήθεν «έχοντας διαφορετική παράδοση», όχι απαραίτητα αιρετική. Ως εκ τούτου, όχι μόνον δεν τους ελέγχουν, όπως έχουν υποχρέωση, για τις κακοδοξίες τους, αλλά και τους επαινούν. Δεν τους καλούν σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά τους καθησυχάζουν με την ψευδαίσθηση, ότι και η δική τους αιρετική κοινότητα είναι «Εκκλησία» και το μόνο που προσπαθούν, είναι να βρουν τρόπους, να ενωθεί η Εκκλησία μας με αυτές! Επικαλούνται μάλιστα, για να δικαιώσουν εαυτούς, τις κακόδοξες αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης (2016), η οποία ως γνωστόν αναγνώρισε τις αιρετικές κοινότητες με το ιστορικό τους όνομα ως «Εκκλησίες», ενώ δεν καταδίκασε την πληθώρα των σημερινών κακοδοξιών και αιρέσεων.
Στα πλαίσια της προσπάθειας για την «ένωση των Εκκλησιών», σε επίπεδο λαϊκού Οικουμενισμού εντάσσεται και η μετάδοση της Θείας Ευχαριστίας σε παπικούς και προτεστάντες. Την αρχή έκαμαν ανεπίσημα πριν από μισό περίπου αιώνα Επίσκοποι της Ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι, υπό την πίεση του τότε τυραννικού αθεϊστικού καθεστώτος, αλλά και εξαιτίας του δικού τους πνευματικού και ηθικού ξεπεσμού, χορηγούσαν τη Θεία Κοινωνία στους αιρετικούς παπικούς. Αργότερα, επί των ημερών του πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου και ιδίως μετά την φρικτή «άρση των αναθεμάτων», (1965), χωρίς να αρθούν οι αιτίες επιβολής των αναθεμάτων, δηλαδή η αποκήρυξις των δεινών αιρέσεων υπό του Παπισμού, αναζωπυρώθηκε και πάλι ανεπισήμως η μυστηριακή διακοινωνία. Τους τελευταίους χρόνους δυστυχώς άρχισε πάλι να επαναλαμβάνεται η καινοτομία αυτή, καθώς κανένας σχεδόν, ούτε Προκαθήμενος, ούτε Επίσκοπος, δεν αντιδρά και δεν διαμαρτύρεται. Το 2007 στη Ραβέννα της Ιταλίας Ορθόδοξοι κοινώνησαν παπικούς. Ο παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, τον Ιανουάριο του 2019, κοινώνησε τον πρώην Πρόεδρο της Ουκρανίας Π. Ποροσένκο, ο οποίος δηλώνει «Ορθόδοξος», αλλά κοινωνεί και σαν ουνίτης. Ο Μητροπολίτης Σικάγου κ. Ναθαναήλ αποφάσισε πρόσφατα να επιτρέψει να μεταδίδεται η Θεία Κοινωνία χωρίς περιορισμό στην μητροπολιτική του περιφέρεια, προφανώς και στους αιρετικούς.
Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε ότι και ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος αποφάσισε να εισαγάγει την μυστηριακή διακοινωνία στην αρχιεπισκοπική του περιφέρεια, επιτρέποντας να κοινωνούν ελεύθερα οι ετερόδοξοι σύζυγοι των ορθοδόξων. Σύμφωνα με την ειδησεογραφία στην ιστοσελίδα «Ρομφαία»: «Μία έκπληξη επιφύλαξε ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος σ’ όσους παρακολούθησαν τη διάλεξή του, την πρώτη μέρα του Συνεδρίου της Ηγεσίας των 100, όπου απαντώντας σε ερώτηση, ανακοίνωσε – σύμφωνα με την ιστοσελίδα theorthodoxworld.com – ότι οποιοσδήποτε έχει νυμφευθεί σε Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να λάβει Θεία Κοινωνία, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι Ορθόδοξος. Σημειώνοντας ότι το 50% όλων των ορθοδόξων στην Αμερική είναι προσήλυτοι (το ποσοστό είναι 25% στην Αρχιεπισκοπή μας), είπε. «Κάθε πιστός γάμος είναι ένας θαυματουργός γάμος – ένα θαύμα της αγάπης του Θεού και ένα μυστήριο που γιορτάζεται με χαρά και αγκαλιάζεται με ευχαριστία. Είτε ο/η σύζυγος συνδέεται επίσημα με την Εκκλησία μέσω του χρίσματος, είτε όχι, είναι 100% μέρος της κοινότητάς μας και πρέπει να αγκαλιαστεί ως τέτοιο. Αν θέλουμε να είμαστε μια Εκκλησία που εξυπηρετεί αληθινά και αγκαλιάζει τους νέους μας ανθρώπους οι οποίοι ζουν σε έναν τεχνολογικά προηγμένο και πλουραλιστικό κόσμο, πρέπει να αγκαλιάσουμε τους ξένους ανάμεσά μας – να τους κάνουμε να μην είναι πλέον ξένοι και να αγκαλιάσουμε όλα τα μέλη της κοινότητάς μας και της χώρας μας».
Ο Σεβασμιωτάτος εν προκειμένω επιτρέπει την μυστηριακή διακοινωνία εντός των πλαισίων των μικτών γάμων, προωθώντας κατ’ ουσίαν με την καινοτομία του αυτή σε λαϊκό επίπεδο την «ένωση των Εκκλησιών» στην εκκλησιαστική του δικαιοδοσία! Προχωρεί δε σ’ αυτή την καινοτομία, θεωρώντας ως δεδομένο ότι οι μικτοί γάμοι είναι έγκυροι και κανονικοί, στηριζόμενος προφανώς στις περί μικτών γάμων αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης, οι οποίες όμως έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τους Ιερούς Κανόνες. Όπως παρατηρεί σχετικά ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης: «…ενώ ο 72ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, θέτει τις εκκλησιολογικές –δογματικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη του εκκλησιαστικού μυστηρίου του γάμου, η απόφαση της ‘Διασκέψεως’ των Αρχιερέων στο Κολυμπάρι της Κρήτης, [εννοεί την «Συνόδο» της Κρήτης], όλως αντικανονικώς και αναρμοδίως δίνει την δυνατότητα στις Τοπικές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να αποκλίνουν από την περί των μυστηρίων δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η προταθείσα εισήγηση των μικτών γάμων ως οικονομία –πέρα από την αντικανονικότητα και την παρανομία της, αλλά και το οξύμωρο της σχετικοποιήσεως ενός Κανόνα (72) Οικουμενικής Συνόδου (Πενθέκτης) από ήσσονα ‘Σύνοδο’, στην οποία παραπέμπει το θέμα είναι άκρως αθεολόγητη, εκκλησιολογικώς. Γι’ αυτό, άλλωστε, συνιστάται αυστηρώς από τον 72ο Κανόνα η ακύρωση και η διάλυση αυτού του γάμου, ως παράνομη εκκλησιολογικώς συμβίωση. Η περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση του Κανόνα, δεν αφήνει καθόλου περιθώρια για οποιαδήποτε οικονομία. ‘Ου γαρ χρη τα άμικτα μιγνύναι’, σημειώνει ο Κανόνας, ‘ουδέ τω προβάτω τον λύκον συμπλέκεσθαι, και τη του Χριστού μερίδι τον των αμαρτωλών κλήρον· ει δε παραβή τις τα παρ’ ημών ορισθέντα, αφοριζέσθω’. Δεν εισηγείται, δηλαδή, ο 72ος Κανόνας οικονομία, αλλά εφιστά την προσοχή για την σοβαρότατη παρανομία. Η παρέκκλιση από τον συγκεκριμένο Κανόνα συνιστά σοβαρότατη Κανονική παρανομία και ‘παραοικονομία’, που έχει, επίσης, σοβαρότατες εκκλησιολογικές συνέπειες, αφού αναμειγνύει τα άμικτα σε ‘άμικτη μίξη’, ‘συμπλέκει’ εκκλησιολογικώς το ‘πρόβατο’ με τον ‘λύκο’ και την ‘μερίδα’ του Χριστού με τον ‘κλήρο’ των αμαρτωλών. Τέτοια, όμως, μίξη είναι εκκλησιολογικώς αδιανόητη και θεολογικώς και πνευματικώς απαράδεκτη».1 Εάν όμως οι μικτοί γάμοι είναι άκυροι και παράνομοι, πόσο μάλλον είναι άκυρη και παράνομη η μυστηριακή διακοινωνία εντός των πλαισίων των μικτών γάμων; Πέραν τούτου η απόφαση του Αρχιεπισκόπου κ. Ελπιδοφόρου να επιτρέπει και τα δύο, (μικτούς γάμους και μυστηριακή διακοινωνία), δίνει την ψευδαίσθηση στους ετεροδόξους, ότι είναι μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και επομένως δεν χρειάζεται να μετανοήσουν και να αποβάλουν τις κακοδοξίες των, ενώ παράλληλα «αναμειγνύει τα άμικτα σε ‘άμικτη μίξη’, ‘συμπλέκει’ εκκλησιολογικώς το ‘πρόβατο’ με τον ‘λύκο’ και την ‘μερίδα’ του Χριστού με τον ‘κλήρο’ των αμαρτωλών», επιφέροντας μεγίστη ζημία και σκάνδαλο στο Ορθόδοξο πλήρωμα.
Η εν λόγω απόφαση- καινοτομία του προέρχεται προφανώς από την ακράδαντη πεποίθησή του, ότι οι ετερόδοξοι δεν είναι αιρετικοί, αλλά μέλη της Εκκλησίας, στηριζόμενος και πάλι στις κακόδοξες αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης. Αυτό φαίνεται σαφέστατα όχι μόνον με όσα δήλωσε στη συνέχεια, ότι «κάθε πιστός γάμος είναι ένας θαυματουργός γάμος…», αλλά και από παλαιότερες διακηρύξεις του. Προ μηνών σε ένα από τα πρώτα κηρύγματά του μετά την ενθρόνισή του στην Αμερική, σχολιάζοντας τη φράση του αποστόλου «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού», (Τιτ.3,10), έθεσε ένα ρητορικό ερώτημα: Ποιοί είναι οι αιρετικοί για τους οποίους κάνει λόγο εδώ ο απόστολος; Και απήντησε: Αιρετικοί είναι οι «καυγατζήδες». Και πρόσθεσε στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, απερίφραστα και ξεκάθαρα ότι οι ετερόδοξοι δεν είναι αιρετικοί, αλλά είναι αδελφοί μας.
Κλείνοντας, εκφράζουμε την οδύνη και την ανησυχία μας όχι μόνον για τις αιρετίζουσες απόψεις του Σεβασμιωτάτου περί Εκκλησίας, αλλά και για τις ενέργειες-καινοτομίες του, για τις οποίες δεν θα πρέπει να μείνουν αδιάφορες οι Ιεραρχίες των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αντίθετα μάλιστα θεωρούμε ότι είναι άμεσο και επιβεβλημένο καθήκον των, να αφυπνιστούν και να κινητοποιηθούν, λαμβάνοντας τα αναγκαία εκκλησιαστικά μέτρα. Και μάλιστα τώρα, προτού το κακό προχωρήσει και λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε θα γίνει δυσθεράπευτο. Το ίδιο ισχύει και για τον Σεβ. Μητροπολίτη Σικάγου κ. Ναθαναήλ. Καλούνται να ενεργήσουν όπως οι ιατροί, οι οποίοι όταν διαπιστώσουν γάγγραινα σε ένα μέλος του σώματος, το αποκόπτουν για να μη μεταδοθεί η γάγγραινα και στα άλλα υγιή μέλη. Οι ιατροί όταν αποκόπτουν ένα σάπιο μέλος, δεν το κάνουν αυτό από έλλειψη αγάπης, αλλά από πολλή αγάπη προς τον ασθενή. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι Ιεραρχίες των κατά τόπους Εκκλησιών καλούνται να εφαρμόσουν τους Ιερούς Κανόνες, αποκόπτοντες τους αμετανόητους αιρετίζοντες από το εκκλησιαστικό σώμα, με σκοπό την εξυγίανσή του. Δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι ο Σεβασμιώτατος κ. Ελπιδοφόρος, θα μετανοήσει για όσα κακόδοξα διεκήρυξε και έπραξε μέχρι τώρα, διότι είναι πάρα πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η μετάνοια των αιρετιζόντων. Όπως τουλάχιστον γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία, είναι εξαιρετικά σπάνιες οι σχετικές περιπτώσεις που μετανόησαν. Μακάρι ο Σεβασμιώτατος να ανήκει στην κατηγορία των σπανίων περιπτώσεων. Ας αναλογισθούν οι Επίσκοποί μας την μεγίστη ευθύνη τους, διότι δεν θα μείνουν ατιμώρητοι εν ημέρα κρίσεως, εφ’ όσον αδιαφορήσουν. Και ας έχουν υπ όψη τους ότι οι αιρέσεις δεν καταστέλλονται με χλιαρά και ανεπαρκή μέτρα, αλλά με κόπους και θυσίες. Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει η Εκκλησιαστική ιστορία.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
1 Βλ. «Σύντομη ἀποτιμήση τῆς ‘Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου’ στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, (19-26.6.2016), Βλ. περιοδ. «Θεοδρομία», «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος», ἔτος ΙΗ΄ τεύχη 3-4, Δεκέμβριος 2016, σελ. 633,634,636-641