Κάποτε λεγόταν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν προσφέρονται για ρεκόρ. Οτι οι αθλητές τούς προσεγγίζουν συντηρητικά, ποντάροντας στη δόξα του μεταλλίου, όχι στην καταξίωση της επίδοσης. Ότι ξεχωρίζουν για την ένταση του ανταγωνισμού, όχι για την κορύφωση των δυνατοτήτων. Ότι το άγχος της διάκρισης δεν επιτρέπει το μέγιστο της απόδοσης.
Κι όμως, στην πρόσφατη ιστορία της τελευταίας πεντηκονταετίας δεν είναι λίγα τα παγκόσμια ρεκόρ που έχουν επιτευχθεί – θα παρατηρούσε μάλιστα κανείς ότι σχεδόν κάθε διοργάνωση έχει τη μεγάλη στιγμή της, είτε πρόκειται για το ιστορικό άλμα του Μπομπ Μπίμον στην Πόλη του Μεξικού το 1968, τη μοναδική εμφάνιση της Φλόρενς Γκρίφιθ-Τζόινερ στη Σεούλ το 1988, την απαράμιλλη κούρσα του Γιουσέιν Μπολτ στο Πεκίνο το 2008. Στην πραγματικότητα, τα highlights είναι πολλά και οφείλει να επιλέξει κανείς συγκεκριμένα στιγμιότυπα από ένα πλήθος θρυλικών αθλητών που άφησαν εποχή.
Από το Μεξικό στη Σεούλ
«Κατέστρεψες το αγώνισμα» έλεγε στον Μπομπ Μπίμον μεταξύ σοβαρού και αστείου στις 18 Οκτωβρίου 1968 ο Βρετανός Λιν Ντέιβις, νικητής του χρυσού μεταλλίου στο Τόκιο το 1964. Ο Μπίμον είχε φτάσει στην Πόλη του Μεξικού ως ένας εξαίρετος 22χρονος άλτης, ο οποίος τη χρονιά εκείνη είχε επίδοση 8,33 μ., δύο μόλις εκατοστά κάτω από το παγκόσμιο ρεκόρ του αμερικανού συναθλητή του Ραλφ Μπόστον, κερδίζοντας 22 από τους 23 αγώνες στους οποίους έλαβε μέρος.
Στο λίαν ευνοϊκό υψόμετρο των 2.240 μέτρων και με θετικό άνεμο στο όριο του αποδεκτού (2 μέτρα το δευτερόλεπτο), ο Μπίμον προσγειώθηκε τόσο μακριά στο σκάμμα ώστε οι καταμετρητές αναζήτησαν έξτρα μετροταινία. Οταν ο χειροκίνητος πίνακας της εποχής έδειξε 8,90, είχε κονιορτοποιήσει το παγκόσμιο ρεκόρ βελτιώνοντάς το κατά 55 εκατοστά. Συνηθισμένος στο αμερικανικό μετρικό σύστημα, ο ίδιος συνειδητοποίησε αμέσως το μέγεθος του επιτεύγματος. «Με ένα μόνο άλμα, ο Μπίμον μεταμόρφωσε όλες μας τις ιδέες για το τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν στο μήκος και, κατά συνέπεια, σε όλα τα άλλα αθλήματα» έγραφε ο αθλητικογράφος Μελ Γουότμαν περιγράφοντας το γεγονός ως αυτόπτης για το περιοδικό «Athletics Weekly». Το «άλμα στον 21ο αιώνα» επέζησε για 23 χρόνια, έως ότου το ξεπεράσει ο Μάικ Πάουελ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1991 στο Τόκιο. Τα δικά του 8,95, άλλη μία εξωπραγματική επίδοση, αντέχουν ακόμη.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το 21.34 της Φλόρενς Γκρίφιθ-Τζόινερ στα 200 μέτρα, άπιαστο από τις 29 Σεπτεμβρίου 1988, όταν στη Σεούλ εκείνη κατέρριψε το ρεκόρ δύο φορές μέσα σε δύο ώρες, στον ημιτελικό και στον τελικό. Η Τζόινερ βίωσε μια μετεωρική άνοδο μέσα σε δύο χρόνια, καθώς το 1986 είχε εγκαταλείψει απογοητευμένη τον στίβο. Τραπεζική υπάλληλος το πρωί, hairstylist το απόγευμα, αποφάσισε να κάνει μια προσπάθεια επανόδου τον Απρίλιο του 1987 και μέσα σε 15 μήνες μεταμορφώθηκε από δρομέα της σειράς στην ταχύτερη γυναίκα του κόσμου. Εκείνη έκλεψε τελικά την παράσταση από τον Μπεν Τζόνσον, ο οποίος εθεωρείτο η κορυφαία ατραξιόν των Αγώνων και κέρδισε τον τελικό των 100 μέτρων της 24ης Σεπτεμβρίου κάνοντας παγκόσμιο ρεκόρ με 9.79, αλλά τρεις ημέρες μετά πιάστηκε ντοπαρισμένος με στανοζολόλη. Η «πιο βρώμικη κούρσα της Ιστορίας» λέρωσε και την Τζόινερ: προπονητές και συνάδελφοί της την κατηγορούσαν off the record για χρήση ορμονών και στεροειδών. Οι φήμες εντάθηκαν όταν ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τον αθλητισμό τον Φεβρουάριο του 1989, σε ηλικία 29 ετών, ακριβώς πριν εφαρμοστεί το σύστημα των τυχαίων υποχρεωτικών τεστ. Αποδείξεις, ωστόσο, για το annus mirabilis του 1988 δεν παρουσιάστηκαν ποτέ. Ατυχη, η Φλόρενς Γκρίφιθ πέθανε μόλις δέκα χρόνια αργότερα, το 1998, λόγω επιληπτικής κρίσης, σε ηλικία 38 ετών.
Αθήνα 2004 και εντεύθεν
Την ίδια χρονιά θα εμφανιζόταν για πρώτη φορά στον στίβο μια 16χρονη κοπέλα που θα εξελισσόταν σε μία από τις μεγαλύτερες πρωταθλήτριες όλων των εποχών, η Ρωσίδα Γελένα Ισινμπάγεβα. Επονομαζόμενη και «θηλυκός Μπούμπκα», εξαιτίας της κυριαρχίας της, υπήρξε πιο τυχερή στους Ολυμπιακούς Αγώνες από τον Σεργκέι, ο οποίος κέρδισε μόνο ένα χρυσό, στη Σεούλ το 1988. Αντίθετα, η Ισινμπάγεβα θριάμβευσε στην Αθήνα και στο Πεκίνο, ενώ στο Λονδίνο, το 2012, κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Στον τελικό της 24ης Αυγούστου 2004 στην Αθήνα παρέδωσε ένα master class κερδίζοντας με μόνο έξι προσπάθειες, όλες επιτυχημένες, και δοκιμάζοντας στην τελευταία για το κερασάκι του παγκόσμιου ρεκόρ, το οποίο κατέρριψε με 4,91 μ. Με τον εαυτό της μόνο έμεινε να παλεύει και στο Πεκίνο, το 2008, όταν έχοντας ήδη νικήσει με 4,95, ανέβασε τον πήχη στο 5,05 για ακόμη ένα παγκόσμιο. Δήλωνε πάντα ότι στόχος της δεν είναι πόσο ψηλά σε ύψος θα φτάσει στην καριέρα της, αλλά να ξεπεράσει τα 35 παγκόσμια ρεκόρ του Σεργκέι Μπούμπκα. Δεν τα κατάφερε, σταμάτησε στα 30.
Το 2008, βέβαια, ο στίβος είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Από τις 9 έως τις 17 Αυγούστου το ενδιαφέρον όλων μονοπωλούσε η κολύμβηση και ο Μάικλ Φελπς. Ο τότε 23χρονος Αμερικανός κέρδιζε τελικούς και κατάπινε παγκόσμια ρεκόρ σε ημερήσια βάση, έχοντας προετοιμάσει το κοινό γι’ αυτό το σόου από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Τότε είχε 6 χρυσά και 2 χάλκινα μετάλλια, χάνοντας για ένα τα 7 χρυσά του Μαρκ Σπιτς στο Μόναχο το 1972. Στο Πεκίνο ο απολογισμός υπήρξε μνημειώδης: 8 χρυσά μετάλλια, 4 ατομικά παγκόσμια ρεκόρ, 3 ομαδικά, ένα ατομικό ολυμπιακό ρεκόρ. Θα ήταν ασυζητητί το πρόσωπο των Αγώνων, αν δεν συμμετείχε στη διοργάνωση και ένας ψηλόλιγνος 22χρονος Τζαμαϊκανός που συνήθιζε να τρώει nuggets κοτόπουλου όταν αγωνιζόταν σε χώρες με ασυνήθιστη για τον ίδιο κουζίνα. Ο Γιουσέιν Μπολτ ήταν ένας 200άρης με προοπτικές, o οποίος για ξεμούδιασμα δοκίμασε τον Μάιο του 2008 να τρέξει κατοστάρι. Πέτυχε 9.76, τον τρίτο καλύτερο χρόνο όλων των εποχών. Τον Ιούνιο έκανε παγκόσμιο ρεκόρ με 9.72. Θεωρητικά, το ύψος του (1,95 μ.) δεν τον ευνοούσε. Στην πράξη ο διασκελισμός του τον καθιστούσε ακαταμάχητο: για να διανύσει την απόσταση, αντί των 44 έως 47 βημάτων των συναθλητών του, εκείνος χρειαζόταν 41.
Τόσα απαιτήθηκαν στις 16 Αυγούστου για να πάρει το παγκόσμιο ρεκόρ από τον εαυτό του με 9.69, απαρχή μιας οκταετίας στην οποία ήταν ασταμάτητος. Τέσσερις ημέρες μετά, στο «δικό του», ας πούμε, αγώνισμα των 200 μέτρων, πέτυχε 19.30, σπάζοντας το παγκόσμιο του Μάικλ Τζόνσον από την Ατλάντα το 1996. Θα ολοκλήρωνε την «τριλογία» του με άλλους δύο εμφατικούς θριάμβους σε κάθε αγώνισμα, το 2012 στο Λονδίνο και το 2016 στο Ρίο, ξαναδίνοντας στο σπριντ την αίγλη που είχε χάσει έπειτα από τις τρανταχτές υποθέσεις ντόπινγκ του Μπεν Τζόνσον και της Μάριον Τζόουνς. «Το άθλημα ταπεινώθηκε» παραδεχόταν ο Μπολτ, όταν ο πολύς Καρλ Λιούις άφηνε υπόνοιες και για εκείνον. «Ο κόσμος πιστεύει ότι όποιος τρέχει γρήγορα, το κάνει γιατί παίρνει αναβολικά. Μου το λένε και το κατανοώ. Το μόνο που έχω να κάνω εγώ είναι να μείνω καθαρός και με τον καιρό οι φήμες θα πάψουν». Οπως αποδείχθηκε, είχε δίκιο.
Ο Γουέιντ φαν Νίκερκ αξίζει να μνημονευθεί σε αυτή τη λίστα για δύο λόγους. Είναι ο τελευταίος σπουδαίος σπρίντερ σε μια πλειάδα παγκόσμιων ρέκορντμεν σε Ολυμπιακούς Αγώνες και είναι εκείνος που κατέρριψε στις 14 Αυγούστου 2016 ένα στοιχειωμένο ρεκόρ: το 43.18 του Μάικλ Τζόνσον, το οποίο άντεχε από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης, το 1999. O 28 ετών σήμερα αθλητής είναι ήδη μοναδικός: έπειτα από το 43.03 του Ρίο ντε Τζανέιρο δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που πλησίασε περισσότερο από κάθε άλλον το φράγμα των 43 δευτερολέπτων, αλλά και ο μόνος σπρίντερ στην Ιστορία που έχει τρέξει τα 100 μέτρα κάτω από 10, τα 200 κάτω από 20, τα 300 κάτω από 31 και τα 400 κάτω από 44 δευτερόλεπτα. Ενας σοβαρός τραυματισμός το 2018 τον έχει αφήσει αρκετά πίσω, τόσο που δεν προβλέπεται να πρωταγωνιστήσει στους εφετινούς Ολυμπιακούς. Καθώς στο Ρίο, όμως, φαίνεται ότι έκλεισε ο κύκλος μιας γενιάς μεγάλων αθλητών, στο Τόκιο τουλάχιστον μπορούμε να περιμένουμε να ανοίξει ένας νέος στην αλυσίδα του citius, altius, fortius.