Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι διαφοροποιήσεις στην πίστη, που χωρίζουντους ανθρώπους και τους λαούς, δεν είναι εύκολο να εξομαλυνθούν. Ωστόσο, η ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται διαρκώς «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», την ειρήνη και την ενότητα της πίστεως, για την οποία προσευχήθηκε ο ίδιος ο Χριστός κατά την Αρχιερατική Του προσευχή, ζητώνταςαπό τον Πατέρα Του και Πατέρα όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των Χριστιανών, να είναι ενωμένοι σε ένα σώμα, σε μία ποίμνη και μία πίστη: «ίνα πάντεςεν ώσιν, καθώς σύ, πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοι» (Ιω. 17, 21).Για «την ενότητα της πίστεωςκαι την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» εύχεται και η Εκκλησία στη θεία Λατρεία της.
Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι από το 1054 έχουμε το Σχίσμα ανάμεσα στους Χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσεως και ότι ένα από τα κύρια εμπόδια για την ενωτική πορεία τους είναι ότι κάποιοι από αυτούς αναζητούσαν και αναζητούν την Ένωση, περισσότερο ανθρωποκεντρικά και λιγότερο θεοκεντρικά, καθώς δεν θέτουν, ως βάση, την υπακοή στο θέλημα του Θεού και την αναφορά στην πίστη προς Αυτόν, αλλάφαίνεται να κάνουν ενωτικές προσπάθειες ή κινήσεις,με ανθρωποκεντρικό και διπλωματικό χαρακτήρακαι με περίβλημα μια κοσμικού τύπου αγάπη.
Μάλιστα, από ό, τι αποκαλύπτουν κάποιες πληροφορίες, στο θέμα μιας μελλοντικής Ενώσεως των Χριστιανών φαίνεται να επενδύουν κάποιοι ισχυροί, συνδέοντάς το με γεωπολιτικάτους σχέδια, καθώς τους ενδιαφέρεικαι τους διευκολύνει κάθε στοιχείο οργανωτικό ή ενωτικό που θα μπορούσε να συμβάλει στην οργάνωση ενός παγκόσμιου κράτους.
Έτσι, στις διαδικασίες για την Ένωσητων Χριστιανών φαίνεται να εμπλέκονται, φανερά ή κρυφά, κάποιες κοσμικές σκοπιμότητες, που, ως συνήθως, συνοδεύονται με πιέσεις ή προτροπές κοσμικών αξιωματούχων,που τεχνηέντως θέλουν να αποϊεροποιήσουν και να εκκοσμικεύσουν το θέμα της ενότητας της πίστεως και να το αποσυνδέσουν, όσο γίνεται, από τη χριστιανική του σκοποθεσία.
Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι κάποιοι παράγοντες, που επηρέαζαν στο παρελθόν ή επηρεάζουν και στην εποχή μας την κατεύθυνση και το περιεχόμενο του σύγχρονου θεολογικού διαλόγου, επενδύουν περισσότερο στασυναισθήματα που προκαλεί η επιθυμία μιας διανθρώπινης ειρήνευσης και αγάπης και λιγότερο στην άνωθεν ειρήνη, που πηγάζει από την αγάπη του Θεού και τηνπίστη στο πρόσωπο και στην αλήθεια του Χριστού, όπως αυτήβιώνεται στην Εκκλησία και όπως έχει εκφραστεί στο συνοδικό και οικουμενικό ήθος των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Παραδόσεως.
Έτσι, στη συζήτηση για την Ένωση, δεν βλέπουμε να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις της εν Χριστώ ενότητας, όπωςθα ανέμενε κανείς, δηλαδή η ειλικρινής μετάνοια και επιθυμία για επανόρθωσή τους στην ορθή και ευάρεστη στον Θεό πίστη.
Από την πλευρά των ορθοδόξων Εκκλησιών, είναι σαφές ότι η ενότητα των Χριστιανών και ο διάλογος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι θέμα θεολογικού -και μόνον- διαλόγου, εν πίστει και αληθεία, όπως ορίζει η θεολογική αγιοπνευματική Παράδοση της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού.
Ωστόσο, οι διάλογοι της ορθόδοξης Εκκλησίας με τις χριστιανικές ομολογίες δεν σταμάτησαν ποτέ να γίνονται, ούτε πρόκειται να σταματήσουν, διότι αποτελείχρέος και αποστολή των Ορθοδόξων Χριστιανών να ευαγγελίζονται την αλήθεια του Χριστού σε όλους τους ανθρώπους, καθώς μόνον «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».
Από την άλλη πλευρά, ο επανευαγγελισμός, θεωρείται αναγκαίος και απαραίτητος, γιατους Χριστιανούς, όταν μάλιστα συνειδητοποιείται ότιέχει αλλοιωθεί η αλήθεια και η ζωή της πίστεώς τους, αφού χωρίς αυτήν,σύμφωνα με την οδηγία της Γραφής, διακινδυνεύεται η σωτηρία τους: «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
Η ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να κινείται στο παρόν και το μέλλον, με βάση την Αλήθεια της. Η ιερή παράδοση, προς τούτο, δεν είναι ορθό να θεωρείται μιατυπική σταθερότητα στη δογματική κληρονομιά της Ορθοδοξίας, αλλά η ακέραιη καιβαθιάπίστη στη διαρκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο είναι διαρκώς παρόν στη ζωή των μελών της Εκκλησίας, έτσι ώστε να μπορούν, με τις δικές Του δωρεές, να ακολουθούν τα τρία στάδια της εν Χριστώ Τελειώσεως και Σωτηρίας: Την Κάθαρση, τον Φωτισμό και τη Θέωση.
Για αυτό, όταν μιλά κανείς για την Ένωσητων χριστιανών είναι απαραίτητο να συνειδητοποιεί ότι το Σχίσμα, ως Χωρισμός και απόσταση από την αλήθεια που σώζει,δεν θεραπεύεται με κοσμικού και όχι εκκλησιαστικού ήθους συνδιασκέψεις, συνομιλίες και αγαπολογίες, αλλά με έναν γνήσιο διάλογο αληθείας και αγάπηςκαιμε μια έμπρακτη και αληθινή μετάνοια και επανόρθωση εκ μέρους εκείνων, που παρεκτράπηκαν και παρέκλιναν από την οδό και την αλήθεια του Χριστού, ραγίζοντας την ενότητα της πίστεως.
Έτσι, είναι εμφανές πως, εάν δεν εκλείψουν οι θεολογικές αιτίες, που οδήγησανστον χωρισμό από την Αλήθεια του Χριστού και των Αγίων Πατέρων, είναι μάταιο να προχωρούν οι δύο πλευρές στην Ένωση, διότι αυτή, εάν επιτευχθεί, μέσω άλλων κοσμικών κριτηρίων, θα είναι αίολη και ευάλωτη, με αποτέλεσμα, όπως συνέβη και παλαιότερα, να είναι ψεύτικη, συμβατική και φαινομενική.
Ενωτικοί διάλογοι, μετά από το 1054, έγιναν πολλοί, χωρίς αποτέλεσμα, ενώσυνεχίζονται και στην εποχή μας. Αυτή η συνέχεια των διαλόγων, όταν φυσικά πραγματοποιούνται εν αληθεία και εν αγάπη, αποτελεί πράξη οικοδομής, καθώς δίνεται η ευκαιρία στις δύο πλευρές να συζητούν, με βάση τα Συνοδικά και Πατερικά κείμενα και να γίνονται δέκτες των αγιοπνευματικών εμπειριών, που, ίσως, λειτουργήσουν, θετικά, στην επάνοδο των αποσχισθέντων στην Αλήθεια του Χριστού.
Τραυματικό σφάλμα, όμως, είναι να χρησιμοποιείται ή να συνδέεταιο θεολογικός διάλογος για την Ένωση,με κοσμικάσχέδια και γεωπολιτικές επιδιώξεις, καθώς η οποιαδήποτε μη θεολογική προσέγγιση της Ένωσης,θα οδηγήσει, όχι στην επίτευξη της αληθινής και θεολογικής Ενότητας, αλλά στην σύναψη μιας συμβατικής συμμαχίας, με όρους, προϋποθέσεις και αποτελέσματα, άσχετα με τη χριστιανική αλήθεια και ζωή.
Από την πλευρά των Χριστιανών, η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να επαναλάβουν το λάθος παλαιότερων διαλόγων, όπου αναγκάζονταν να υποχωρούν στις πολιτικές κινήσεις ή πιέσεις, που δεν θεράπευαν, αλλά διαιώνιζαν το σχίσμα, με αποφάσεις ψευδοενώσεων που εξυπηρετούσαν,αποκλειστικά,ανίερες προσδοκίες και όχι την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Άλλωστε, είναι γνωστό, ιστορικά, το αποτέλεσμα τέτοιων ενεργειών, καθώς,όταν έγιναν απόπειρες ψευδοενώσεων, με την αποδοχή από τους ορθόδοξους εκπροσώπους, των ρωμαιοκαθολικών δογματικών παρεκκλίσεων, ακυρώθηκαν, στη συνέχεια, από τον ορθόδοξο λαό.
Τις δογματικές παρεκκλίσεις και διαφορές τις διέκριναν οι Άγιοι, όπωςο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Προ χρόνων πολλών απεσχίσθη (η Εκκλησία της Ρώμης) της των ετέρων τεσσάρων Αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας, αποσχοινισθέν εις έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια».
Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, επίσης, καταγράφει τη θέση του για τις παπικές κακοδοξίες: «Το ορθόδοξον δόγμα, απερρίφθη και αντικατεστάθη διά του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα. Εξ αυτής δε της παναιρέσεωςεγεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: Το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων κ.ά.».
Από τα ανωτέρω, φαίνεται ότι κινήσεις που να δείχνουν ότι οι αποσχισθέντες έχουν προθέσεις επιστροφής στην αλήθεια, μέσω μετανοίας, δεν διακρίνει κανείς,έως τώρα, να έχουν γίνει. Καλό θα είναι, συνεπώς, να υπάρχει μεγάλη προσοχή στο θέμα της θεολογικής προσεγγίσεως Ανατολής – Δύσεως,έτσι ώστε να μην γεννιούνται μεγάλες προσδοκίες, ως προς την πρόοδο στην αληθινή Ένωση και, κατά συνέπεια, στην αληθινή Ενότητα της πίστεως των Χριστιανών.