Της Γλυκερίας-Χριστίνας Τερζή, δικηγόρου
Η ατιμωρησία που δηλητηριάζει τη Δημοκρατία
Ι. Πρόλογος
1. Εδώ και πολλά χρόνια είναι ριζωμένη στη συνείδηση του μέσου Έλληνα πολίτη, η πεποίθηση ότι ματαιοπονούμε κάθε φορά που προσπαθούμε να φέρουμε στο προσκήνιο το διαχρονικό πρόβλημα της δημόσιας ζωής του ελληνικού κράτους, που σχετίζεται με τη συγκάλυψη των ποινικών και αστικών ευθυνών, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις, των Ελλήνων πολιτικών ή υψηλόβαθμων διοικητικών στελεχών που, κατά καιρούς, διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα. Η ατιμωρησία των πιο πάνω προσώπων μοιάζει να προσλαμβάνει τη μορφή ενός αναπόφευκτου φυσικού φαινομένου.
2. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε σοβαρές δημοκρατικές χώρες, όπου λειτουργούν οι θεσμικές δικλείδες ελέγχου της πολιτικής δράσης και που, διόλου σπανίως, έχουν οδηγήσει σε διώξεις, ακόμη και στην πολιτική εξαφάνιση των επίορκων πολιτικών (έστω και για εντελώς ασήμαντες παραβάσεις), παραδόξως, ο έλεγχος και οι συνέπειες για τους αντίστοιχους πολιτικούς στη χώρα μας ήταν και είναι έννοιες σχεδόν ξένες προς την πολιτική και θεσμική μας πραγματικότητα. Ακόμη και στις ελάχιστες εξαιρέσεις, που υπήρξε κολασμός για σοβαρότατα ποινικά αδικήματα, η αποκάλυψή τους δεν ήταν καρπός θεσμικού ελέγχου από τα όργανα, που στελεχώνουν την ημεδαπή έννομη τάξη, αλλ’ αποτέλεσμα πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που προήλθαν από πηγές της αλλοδαπής. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες τεκμηριωμένες πληροφορίες από την αλλοδαπή για σοβαρά αδικήματα Ελλήνων πολιτικών ή δημόσιων λειτουργών, «βάλτωσαν» σε ατέρμονες και περίπλοκες διαδικασίες και τελικά είτε παραγράφηκαν είτε «εξανεμίστηκαν» μέσα από απαλλακτικά πορίσματα.
3. Ασφαλώς, η ατιμωρησία είναι συνοδοιπόρος και τροφοδότης της διαφθοράς, η οποία έχει πάντοτε τον ίδιο στόχο, δηλαδή την παράκαμψη της νομιμότητας και το αθέμιτο όφελος εκείνων που μετέρχονται τα μέσα για την πραγμάτωσή της. Πέρα από τις σοβαρές συνέπειες ηθικής και ποινικής φύσεως, που δημιουργεί, η διαφθορά, έχει και ως άμεσο αποτέλεσμα τη σοβαρότατη υπονόμευση της οικονομικής ανάπτυξης, την απώλεια τεράστιων δημοσίων εσόδων, τη νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού, την υποβάθμιση της αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας των κρατικών υπηρεσιών και, φυσικά, την απαξίωση κάθε έννοιας δικαίου, δημοκρατίας και αξιοκρατίας.
4. Είναι, συνεπώς, εύλογο να ανακύπτουν, εν προκειμένω, πολλά και σημαντικά ζητήματα για το μόνιμο και αποδοκιμαστέο αυτό φαινόμενο, όπως η αναζήτηση των αιτίων της ατιμωρησίας.
ΙΙ. Οι επιλήψιμοι θεσμοί του ελληνικού δικαιϊκού συστήματος
Α. Η θεσμική αντιμετώπιση των πολιτικών προσώπων, κατά το ισχύον Δίκαιο.
1. Κατ’ αρχάς, δεν θα αποτελούσε υπερβολή, αν διατυπώναμε την άποψη ότι οι δομικές αιτίες, που παράγουν το φαινόμενο της ατιμωρησίας εντοπίζονται, σε μεγάλο βαθμό, εντός του πλαισίου του δικαιϊκού μας συστήματος, όπως αυτό συγκροτείται από το Σύνταγμα και τις κοινές νομοθετικές διατάξεις. Οι αρχές, που υιοθετεί η έννομη τάξη της χώρας, μέσα από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, εμπεριέχουν το στοιχείο εκείνο, που λειτουργεί ως «υπομόχλιο» για τη δημιουργία και εδραίωση του φαινομένου της πολιτικής ατιμωρησίας. Δεν πρέπει, φερ’ ειπείν, να μας διαφεύγει ο καταλυτικός ρόλος που διαδραμάτισε επί δεκαετίες η διάταξη του άρθρου 86 παρ.3 εδ. 4 του Συντάγματος, που συρρίκνωνε ανεπίτρεπτα την προθεσμία παραγραφής (αποσβεστική προθεσμία) των ποινικών αδικημάτων των υπουργών και υφυπουργών, κατά προκλητική αντίθεση προς την παραγραφή για τα μη πολιτικά πρόσωπα, γεγονός που οδήγησε, κατ’ επανάληψη στο παράδοξο και απαράδεκτο φαινόμενο να διώκονται μόνον αυτά, όταν οι συνεργήσαντες πρωταίτιοι πολιτικοί ευρίσκοντο ήδη στο απυρόβλητο κάθε ποινικού κολασμού!
2.Η κατάργηση της πιο πάνω προκλητικής συνταγματικής διάταξης, κατά την πέμπτη αναθεώρηση του Συντάγματος, με το Ψήφισμα της 25/11/2019, αποτέλεσε, ασφαλώς, ένα πολύ θετικό βήμα στη μάχη κατά της ατιμωρησίας του πολιτικού προσωπικού της χώρας, ωστόσο, ήλθε πολύ αργά, με συνέπεια οι προ αυτής ποινικές ευθύνες να έχουν ήδη παραγραφεί. Επίσης, είναι βέβαιο ότι από μόνη της η μεταρρύθμιση αυτή δεν είναι ικανή να δημιουργήσει ένα πλήρως αποτελεσματικό και πρόσφορο πλαίσιο αναζήτησης ποινικών ευθυνών εις βάρος των πολιτικών προσώπων. Και αυτό, γιατί εξακολουθεί, διαχρονικά, να αποτελεί στη χώρα μας συνταγματικό «θέσφατο» ο θεσμός, που επιβάλλει την άσκηση της ποινικής δίωξης επί των αδικημάτων πολιτικών προσώπων (Υπουργών και Υφυπουργών) αποκλειστικά μέσα από διαδικασίες του Κοινοβουλίου (άρθρο 86 παρ. 1,2,3 Σ.), το οποίο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα άλλα δημοκρατικά κράτη, έρχεται να υποκαταστήσει τον φυσικό Δικαστή και να δικαιοδοτήσει περί της παραπομπής ή μη των πιο πάνω προσώπων στο Ειδικό Δικαστήριο του ίδιου άρθρου.
3. Είναι, όμως, αυτονόητο -και έχει επανειλημμένα αποδειχθεί στην πράξη- ότι η, περί παραπομπής ή μη, κρισιολόγηση του Κοινοβουλίου επηρεάζεται και εξαρτάται τα μέγιστα από τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις συγκυρίες της δεδομένης χρονικής στιγμής, με συνέπεια οι πολιτικές σκοπιμότητες να έχουν τον πρώτο λόγο και όχι σπάνια να ακυρώνουν κάθε προσπάθεια ουσιαστικής διερεύνησης και αναζήτησης της αλήθειας. Είναι πρόδηλο ότι η πρωτοφανής αυτή έλλειψη εμπιστοσύνης του συνταγματικού νομοθέτη προς τα τακτικά Δικαστήρια της χώρας δεν δικαιολογείται επαρκώς από το προβαλλόμενο αντεπιχείρημα περί δήθεν κατοχύρωσης των πολιτικών στελεχών από τυχόν προπετείς ή κακόβουλες καταγγελίες των πολιτικών τους αντιπάλων. Και αυτό, γιατί η συγκεκριμένη άποψη θεωρεί ως δεδομένο ότι οι τακτικοί Δικαστές της χώρας -σε αντίθεση προς τη δήθεν αναπηρέαστη κρίση του Κοινοβουλίου- είναι επιρρεπείς στην υιοθέτηση τέτοιων αβάσιμων καταγγελιών, με συνέπεια να οδηγηθούν σε εσφαλμένες ή προκατειλημμένες κρίσεις περί παραπομπής των καταγγελόμενων πολιτικών ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου.
4. Παρόμοιες βάσιμες αιτιάσεις είναι δυνατόν, ασφαλώς, να διατυπωθούν και για την ίδια την ύπαρξη του εν λόγω Ειδικού Δικαστηρίου (παρά το γεγονός ότι συγκροτείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς), ενός θεσμού που είναι εντελώς άγνωστος στις σοβαρές έννομες τάξεις της Ευρώπης και της Αμερικής, όπου τα πολιτικά στελέχη υπόκεινται στην κρίση των τακτικών Δικαστηρίων, τα οποία έχουν την αρμοδιότητα να εκδικάζουν και τις υποθέσεις των «κοινών θνητών»[2].
5. Μία γενική συγκριτική μελέτη των πιο πάνω συνταγματικών θεσμών με τα ισχύοντα στις πλείστες και σοβαρές έννομες τάξεις της υφηλίου αναιρεί πλήρως το κύρος του προβαλλόμενου λόγου (ratio) για τη θέσπισή τους, κάτι που καταφάσκει πλήρως την άποψη ότι οι θεσμοί αυτοί δεν πρέπει να επιβιώνουν σε μία σύγχρονη, ευρωπαϊκή και γνήσια δημοκρατική έννομη τάξη.
Β. Η θεσμική αντιμετώπιση των υψηλόβαθμων διοικητικών στελεχών νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα
1. Πέρα, όμως, από τις ιδιαίτερες και ευνοϊκές συνθήκες μεταχείρισης των υπουργικών στελεχών της χώραςρας, αποδοκιμαστέες είναι και οι κατά καιρούς γενναιόδωρες, προκλητικές και πολυάριθμες, απαλλακτικές ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη -αμφιβόλου συνταγματικότητας-, με τις οποίες υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη, που διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα και καταχρέωσαν Επιχειρήσεις και Οργανισμούς του δημόσιου τομέα, με απίστευτα υψηλές οφειλές, οδηγήθηκαν στην «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ», χωρίς ποινικές ή αστικές ευθύνες.
2. Είναι αξιοσημείωτο και άκρως εξοργιστικό ότι οι απαλλαγές αυτές παρασχέθηκαν με προκλητικές και ad hoc νομοθετικές παρεμβάσεις πριν ή και μετά την υπαίτια δημιουργία χρεών από τα διοικητικά στελέχη χωρίς, κατά κανόνα, να προβλεφθεί η αυτονόητη και αναγκαία εξαίρεση για τις περιπτώσεις που η ζημία των δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών προήλθε από βαρειά αμέλεια ή, έστω, από παράνομες και δόλιες πράξεις ή παραλείψεις των στελεχών αυτών. Η ανυπαρξία μιας τέτοιας αυτονόητης νομοθετικής εξαίρεσης καταρρίπτει πλήρως το προσχηματικό επιχείρημα ότι, δήθεν, οι απαλλακτικές ρυθμίσεις είναι αναγκαίες, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη απροθυμία στελέχωσης των επίμαχων θέσεων ευθύνης, αφού, ασφαλώς, ο νομοθέτης οφείλει να προστατεύει μόνον τα διοικητικά στελέχη, που λειτούργησαν μη δολίως, και επουδενί, όσους έδρασαν με άμεσο ή ενδεχόμενο δόλο, όπως ορθά έκρινε και ο Άρειος Πάγος (βλ. στη συνέχεια παρ. 4).
Το, επίσης, εξοργιστικό είναι ότι οι περισσότερες από τις πιο πάνω αναφερόμενες ρυθμίσεις θεσπίστηκαν μετά τη χρεοκοπία της χώρας (2010) και την επιβολή σκληρότατων μέτρων για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, η οποία βιώνει, επί πολλές δεκαετίες, μια αδιανόητη «θεσμική» πραγματικότητα. Δηλαδή, το απίστευτο γεγονός ότι η ίδια η έννομη τάξη της χώρας μεταμορφώνεται σε ένα προστατευτικό κέλυφος μέσα στο οποίο εκκολάπτεται "το αυγό" της διαφθοράς.
4. Το αποδοκιμαστέο αυτό «καθεστώς ασυλίας» δεν απαντάται καν σε σύγχρονα δημοκρατικά κράτη και δη σε περιόδους σαρωτικών οικονομικών κρίσεων, όπως συνέβη στη χώρα μας. Αποτελεί δε απροκάλυπτο ευτελισμό των δημοκρατικών θεσμών, όπως είναι η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος, αφού η νομοθετική εξουσία παρεμβαίνει αυθαίρετα και κατασταλτικά στη λειτουργία της Δικαστικής εξουσίας, ενώ, συγχρόνως, πλήττει αναμφίβολα και τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της ισότητας και ισονομίας των ελλήνων πολιτών (άρθρο 4 παρ. 1, 5 του Συντάγματος), όπως, άλλωστε, έχει κριθεί ήδη και από τον Άρειο Πάγο (βλ. ad hoc ΣυμβΑΠ 1221/2014, όπου έγινε δεκτό ότι το άρθρο 4 παρ. 1 κατοχυρώνει την ισότητα όλων των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, επομένως, η ειδική νομοθετική απαλλαγή δημόσιων στελεχών από αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις τους, που τελέστηκαν με δόλο, είναι ανεπίτρεπτη, διότι αντίκειται στη συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη).
5. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της ατιμωρησίας τα γνωρίζουμε, αφού αποτελούν μια πολύ πικρή και οδυνηρή βιωματική εμπειρία όλων των Ελλήνων πολιτών τις τελευταίες δεκαετίες. Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ ότι η ιστορική Αγροτική Τράπεζα απαξιώθηκε πλήρως και πουλήθηκε μόνο για 95 εκατομ. ευρώ, η εμβληματική Ολυμπιακή Αεροπορία (όπως και η Αεροπλοΐα) εξαφανίστηκαν παντελώς, βυθισμένες σε πέλαγος χρεών, ο ΕΟΜΜΕΧ και οι θυγατρικές του εξαϋλώθηκαν, επίσης καταχρεωμένες, ο περίφημος Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) καταργήθηκε κάτω από ένα τεράστιο βάρος χρεών, οι δε περισσότερες δημοτικές επιχειρήσεις έκλεισαν έχοντας, επίσης, δημιουργήσει υψηλότατα χρέη. Γενικά, ο κατάλογος παρόμοιων οικονομικών και περιουσιακών καταστροφών πολλών νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, οι οποίες είναι απότοκες κακοδιαχείρισης, δεν έχει τελειωμό.
6. Ο τραγικός επίλογος όλης αυτής της μεθοδευμένης λεηλασίας δεκαετιών ήταν η επιβάρυνση του ελληνικού λαού με δυσβάσταχτα χρέη πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα μεταφέρονται επί δεκαετίες στην «πλάτη» των επόμενων γενεών, δηλ. αυτών που δεν ευθύνονται καν για την επαίσχυντη λεηλασία των προηγούμενων δεκαετιών.
Γ. Ο ρόλος του δικαστικού σώματος
1. Ωστόσο, το καίριο ερώτημα, που ευλόγως ανακύπτει, μετά τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, αναφέρεται, ασφαλώς, στον ρόλο που διαδραμάτισε το δικαστικό σύστημα της χώρας, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Θεωρώ ότι, εκτός από ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, οι ελληνικές διωκτικές Αρχές δεν τόλμησαν να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με το σάπιο κομμάτι της κρατικής μηχανής, που δημιούργησε και συγκάλυψε την ασύλληπτη λεηλασία του δημοσίου χρήματος, κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Δυστυχώς, ο Ιταλός Εισαγγελέας Αντόνιο Ντι Πιέτρο, που πολέμησε με ζήλο και αποτελεσματικότητα το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα στην Ιταλία της δεκαετίας του 1990, βρήκε ελάχιστους μιμητές στο ελληνικό δικαστικό σώμα.
2. Μολονότι ο Άρειος Πάγος άνοιξε τον δρόμο το 2014 με το 1221 βούλευμά του, που αναφέραμε παραπάνω, εντούτοις αυτή η ορθή και επαινετή δικανική κρίση έμελλε να μην έχει συνέχεια και στις δεκάδες άλλες περιπτώσεις, που ο νομοθέτης έχει απαλλάξει, από ποινικές ευθύνες, στελέχη του δημοσίου τομέα. Έτσι, οι εισαγγελείς της χώρας για λόγους που δύσκολα μπορούμε να εξηγήσουμε, δεν αμφισβήτησαν και δεν θεώρησαν ποτέ ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές τις, κατά καιρούς, απαλλακτικές και προκλητικές ρυθμίσεις του έλληνα νομοθέτη, όπως είχε ήδη κριθεί με το πιο πάνω βούλευμα. Συνέπεια της ατολμίας αυτής ήταν να μην ασκηθούν ποτέ διώξεις για υποθέσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος, οι οποίες συντάραξαν την ελληνική κοινή γνώμη λόγω της νομοθετικής ασυλίας των υπαιτίων.
3. Ωστόσο, αποτελεί γενική πεποίθηση ότι η εισαγγελική Αρχή οφείλει να αναλάβει τις δέουσες πρωτοβουλίες για την αποκάλυψη όσων ευθύνονται κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια και απολαμβάνουν της αντισυνταγματικής προστασίας του κοινού νομοθέτη, με τις κατά καιρούς επαίσχυντες ρυθμίσεις του, κατά τα ήδη αναπτυχθέντα. Ίσως αυτό είναι και μια μοναδική ευκαιρία για την ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, αλλά και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας προς το δικαστικό σώμα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στα καίρια ζητήματα, που άπτονται της καταπολέμησης της διαφθοράς στη χώρα.
ΙΙΙ. Επίμετρο
1. Όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης βασική προϋπόθεση για να είναι μία πολιτεία αγαθή και όχι φαύλη είναι η ορθή νομοθέτηση, η οποία πρέπει να στοχεύει στη θέσπιση ορθών κανόνων δικαίου, που προστατεύουν και ενθαρρύνουν τους ενάρετους και όχι τους φαύλους πολίτες.
2. Το δίδαγμα αυτό είναι σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ, άρα, τόσο ο συνταγματικός όσο και ο κοινός νομοθέτης, οφείλουν να δημιουργούν ανθεκτικά θεσμικά «αναχώματα» στους φαύλους πολίτες και όχι διαδρόμους αυθαίρετης δράσης, ιδίως όταν αυτοί ασκούν πολιτική και διαχειριστική εξουσία, οπότε και οφείλουν να υπόκεινται σε αυστηρότατη λογοδοσία. Δημοκρατία δεν σημαίνει απουσία ελέγχου, απεναντίας, μάλιστα, είναι κοινός τόπος ότι η έννοια της δημοκρατίας είναι απολύτως συνδεδεμένη με τις έννοιες του ενδελεχούς θεσμικού ελέγχου των κρατικών λειτουργών και της απόδοσης λογοδοσίας εκ μέρους αυτών, αφού η απουσία λογοδοσίας είναι ίδιον μόνο των αυταρχικών καθεστώτων.
[1] Κατά τον David Miliband, τ. Υπουργό του Ηνωμ. Βασιλείου, «Ατιμωρησία είναι η άσκηση εξουσίας χωρίς λογοδοσία. Στην πιο σκληρή της μορφή είναι η διάπραξη ενός εγκλήματος χωρίς τον φόβο της τιμωρίας. Ευδοκιμεί εκεί όπου οι ισχυροί πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να ακολουθούν τους κανόνες και εν μέρει ενεργοποιείται από μια επικίνδυνη “δημοκρατική ύφεση”. Κάθε πολίτης, επιχείρηση, μη κυβερνητική οργάνωση και πολιτικός, πρέπει να δράσει για να ενισχύσει τις δυνάμεις της λογοδοσίας και να ελέγξει τις καταχρήσεις εξουσίας που βρίσκονται στην καρδιά τόσων πολλών κρίσεων» [βλ. το άρθρο του «Crime and No Punishment» («Εγκλημα και καμιά τιμωρία»), που δημοσιεύτηκε στο «Foreign Affairs, The Hellenic Edition»).
[2] Μεταξύ άλλων, ας θυμηθούμε ότι οι τ. Πρόεδροι της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζ. Σιράκ και Ε. Μακρόν δικάστηκαν και καταδικάστηκαν από τακτικά δικαστήρια, όπως και οι τ. Πρωθυπουργοί Ζ. Σόκρατες και Μ. Κράξι της Πορτογαλίας και Ιταλίας, αντίστοιχα.
[3] Βλ. μερικές από αυτές τις ρυθμίσεις: άρθρ. 55 παρ. 10 του ν. 4262/2014, άρθρ. 20 ν. 4255/2014, άρθρ. 9 παρ. 2 του ν. 4224/2013, άρθρα 1 και 38 παρ 3 του ν. 4223/2013, άρθρ. 6 του ν. 4138/2013, άρθρ. 31 παρ. 4 του ν. 4141/2013, άρθρ. 78 ν. 4146/2013, άρθρ. 10 ν. 4071/2012, άρθρ. άρθρο 230 παρ.2 του ν.4072/2012, άρθρ. 18 παρ. 10 του ν. 4002/2011, άρθρ. 49 παρ. 3 του ν. 3693/2008, άρθρ. 27 παρ. 4 του ν. 3185/2003 κ.ά.).
[4] Έτσι, βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο και κατακριτέο φαινόμενο να διώκονται με αυστηρότητα -ποινικά και πειθαρχικά- χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι για ήσσονος μεγέθους παραβάσεις και υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη των Δ.Ε.Κ.Ο. να απολαμβάνουν πλήρους ασυλίας για ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις κακουργηματικού χαρακτήρα!
[5] Πόσο μεγάλος είναι, άραγε, ο πειρασμός σε ένα υψηλόβαθμο διοικητικό στέλεχος, που διαχειρίζεται τεράστια χρηματικά ποσά, όταν γνωρίζει, εκ των προτέρων, ότι ευρίσκεται στο απυρόβλητο κάθε ποινικής, αστικής ή πειθαρχικής ευθύνης;