Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ξεκινάει ὁ ποιητὴς νὰ ὑμνήσῃ τὸ πολύπαθο νησί, «τὸ ὁλάνθιστο κλωνάρι, ποὺ τοῦ μαδήσαν τά ἄνθια του διπλοῖ, τριπλοῖ βαρβάροι» καὶ ποὺ τὰ βάσανά του δὲν λένε νὰ πάρουν τέλος, γιατὶ οἱ κάθε λογῆς βαρβάροι συνεχίζουν νὰ τὴν μολεύουν, νὰ τὴν τυραγνοῦν καὶ «νὰ παίζουν τὴν τύχη της στὰ ζάρια».
Θλίψη καὶ πόνο αἰσθάνεται, πράγματι, κανείς, ὅταν ἀνατρέχη στὴν χιλιάδων χρόνων ἱστορία τῆς Κύπρου καὶ διαπιστώνη ὅτι ποτὲ δὲν ἀνάσανε ἀπὸ τοὺς πολλαπλοὺς κατακτητές. Ὁ πόνος, μάλιστα, μετατρέπεται σὲ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση, ὅταν σκέφτεται τὶς ἀδικίες ποὺ ἔχουν συντελεστῆ καὶ συντελοῦνται ἀκόμη σὲ βάρος τοῦ μαρτυρικοῦ αὐτοῦ λαοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐκφράσῃ καὶ τὸν ἀπέραντο θαυμασμό του γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῶν παλληκαριῶν της καὶ τὴν ἀδούλωτη κυπριακὴ ψυχή, ποὺ ἀντιστάθηκε στὶς συνεχεῖς καὶ ἐπίμονες πιέσεις γιὰ ὑποταγή, ἄντεξε καὶ ἀντέχει άκόμα, -ἀλλὰ ἕως πότε;
Καὶ νὰ ποὺ πάλι, αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ξαναέρχονται στὸ νοῦ μνῆμες θλιβερὲς ἀπὸ τὰ γεγονότα ἐκεῖνα τῆς σύγχρονης ἱστορίας της ποὺ τὴν σημάδεψαν καθοριστικά. 15 Ἰουλίου 1974: ὁ νόμιμος πρόεδρος τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας, ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ἀνατρέπεται πραξικοπηματικὰ ἀπὸ τοὺς στρατοκράτες τῶν Ἀθηνῶν. 20 Ἰουλίου 1974: πρώτη εἰσβολὴ τῶν στρατευμάτων τοῦ Ἀττίλα στὴν μαρτυρικὴ Κύπρο, ποὺ ὁλοκληρώνεται στὰ μέσα Αὐγούστου, μὲ τὰ γνωστὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα: κατοχὴ τοῦ 38% τοῦ ἐδάφους τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, χιλιάδες πρόσφυγες, νεκροί, ἀγνοούμενοι καὶ ἐγκλωβισμένοι, καταστροφὲς καὶ λεηλασίες, θρῆνος καὶ σπαραγμός-, καὶ τὸ δράμα, δυστυχῶς, συνεχίζεται.
Γιὰ νὰ ἀντιληφθῆ, ὅμως, κάποιος τὸ μέγεθος τοῦ ἐγκλήματος ποὺ διαπράχθηκε καὶ νὰ κατανοήσῃ τὶς ἄνομες ἐνέργειες τῶν κατακτητῶν καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν αὐτῶν, χρειάζεται νὰ γνωρίζῃ τὴν συμβολὴ τῆς Κύπρου στὸν παγκόσμιο πολιτισμὸ καὶ μάλιστα τὴν σημασία της γιὰ τὸν Ἑλληνισμό.
Ἡ Κύπρος ἔχει μιὰ ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες παρουσίες στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ λίθου. Ὁ παλαιότερος οἰκισμὸς ἐντοπίζεται, κατὰ τὴν νεολιθικὴ ἐποχή, στὴν Χοιροκοιτία (7000 π.Χ.), στὴν νοτιοανατολικὴ Κύπρο. Ἡ γεωγραφικὴ θέση τοῦ νησιοῦ, στὸ σταυροδρόμι τριῶν ἠπείρων, καθώρισε καὶ τὴν πολυμορφία στὴν σύνθεση τῶν κατοίκων της: αὐτόχθονες Κύπριοι, λαοὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου (κυρίως Κάρες), ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἀπὸ τὶς Κυκλάδες, τὴν Κρήτη. Ἀργότερα, κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα, κατέφθασαν στὴν Κύπρο οἱ ἔμποροι Μυκηναῖοι, μεταφέροντας καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ των, ὥστε τὸ νησὶ σταδιακὰ καὶ μέχρι τὸν 12ο αἰῶνα ἐξελληνίστηκε πλήρως. Νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ Κύπρος εἶναι γνωστὴ ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο γιὰ τὸ ἐμπόριο τοῦ χαλκοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε τὸ ὄνομα καὶ ὁλόκληρο τὸ νησί (διεθνὴς ὀνομασία τοῦ χαλκοῦ: «cuprum»).
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὰ στοιχεῖα ὅλων τῶν ἐπιμέρους λαῶν συγχωνεύτηκαν τόσο ὄμορφα καὶ ἁρμονικὰ στὸν Κυπριακὸ Ἑλληνισμό, ἐφ’ ὅσον οἱ λαοὶ αὐτοὶ ὑπῆρξαν παιδιὰ τοῦ ἰδίου φωτεινοῦ ἥλιου, ποὺ ἔλαμπε σ’ ὁλόκληρη τὴν λεκάνη τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου καὶ στὶς γύρω χῶρες. Εἶναι γνωστό, ἄλλωστε, καὶ παραδεκτὸ ἀπὸ εἰδικοὺς ἐρευνητὲς ὅτι ἡ περιοχὴ αὐτὴ ὑπῆρξε ἑστία ἀναδείξεως καὶ συνθέσεως διαφόρων πολιτισμικῶν στοιχείων, ἑλληνικῶν ἀλλὰ καὶ συγγενικῶν πρὸς τοὺς Ἕλληνες, προ- ἤ πρωτοελληνικῶν, καὶ γενικῶς ὑπῆρξε χῶρος γόνιμων ἀλληλεπιδράσεων καὶ ἀνταλλαγῆς ὄχι μόνον ὑλικῶν ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ θαυμαστό: ὅτι ἡ σύνθεση ποὺ ἀναφέραμε, στὴν περίπτωση τῆς Κύπρου δὲν στάθηκε μόνον σὲ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, π.χ. γνωρίσματα ἀνθρώπων, κατοικιῶν, τοπίου, ἀλλὰ προχώρησε καὶ βαθύτερα, στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ψυχή τοῦ λαοῦ της: στὸ λαμπερὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης συναντήθηκαν οἱ ἀρχαῖες φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους γιὰ τὸ ὅσιον, τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ δίκαιον, μὲ τὶς νεώτερες στωϊκὲς ἀντιλήψεις περὶ ἐναρμονίσεως τοῦ παγκοσμίου «Λόγου» μὲ τὸν ἐσωτερικό λόγο, οἱ ὁποῖες μὲ τὴν σειρά των συναπαντήθηκαν μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ περὶ Θεοῦ Λόγου.
Ἐπίσης, καὶ μὲ τὶς ἄλλες μορφὲς λόγου ποὺ ἀνέπτυξαν οἱ Κύπριοι, σὲ διάφορες ἐποχές, ὅπως τὰ παλαιὰ ἐπικὰ τραγούδια, -τὰ Κύπρια ἔπη-, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν προϊστορία τοῦ τρωϊκοῦ πολέμου (7ος αἰ. π.Χ.), τὰ νεώτερα ἔπη, -τὰ βυζαντινὰ ἀκριτικὰ τραγούδια-, τὰ λυρικὰ ἐρωτικὰ ποιήματα ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπέροχα θρησκευτικὰ ἄσματα, ἀκόμα καὶ τὰ χρονογραφήματα, προσπάθησαν νὰ καλλιεργήσουν τὴν ψυχή των, νὰ διευρύνουν τὸ πνεῦμα των ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντισταθοῦν στὶς συνεχεῖς ἐξωτερικὲς ταλαιπωρίες.
Ἡ πολυμορφία ἀλλὰ καὶ ἡ ἑνότητα στὴν σύνθεση, ἡ εὐρύτητα τοῦ πνεύματος καὶ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀντοχὴ στὴν μακραίωνη σκλαβιά, εἶναι χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀποτελοῦν, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ποὺ ἀναδεικνύονται σὲ κάθε φάση τῆς ἐξελικτικῆς του πορείας, ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια ἕως σήμερα.
Γιὰ νὰ ξαναγυρίσωμε στὴν ἱστορία, μετὰ ἀπὸ τὸν Τρωϊκὸ πόλεμο καὶ ἀπὸ τὸν γενικὸ μαρασμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ποὺ ἀκολούθησε, ξεκίνησαν οἱ δυσκολίες. Οἱ κατακτητὲς διαδέχθηκαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (Φοίνικες, Ἀσσύριοι, Αἰγύπτιοι, Πέρσες) καὶ ὁ καθένας ἔβαλε τὴν σφραγίδα του στὴν διαμόρφωση τῆς κυπριακῆς ταυτότητας, χωρίς, ὅμως, οἱ Κύπριοι νὰ χάσουν τὴν ἰδιοπροσωπία των, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ πάψουν, ταυτόχρονα, νὰ αἰσθάνωνται Ἕλληνες, μὲ ὅλα τὰ προτερήματα καὶ τὰ ἐλαττώματα τῆς φυλῆς. Νὰ ἀναφερθῆ, στὰ πλαίσια τῆς περσικῆς κυριαρχίας, ἡ προσπάθεια ἑνὸς τέτοιου Ἕλληνα Κυπρίου βασιλιά, τοῦ Ὀνησίλου, ὁ ὁποῖος, συμπαριστάμενος στὴν ἐπανάσταση τῶν ἰωνικῶν πόλεων (499 π. Χ.) γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς περσικῆς κυριαρχίας, προσπάθησε, ἀνεπιτυχῶς, νὰ συνενώσῃ ὅλους τοὺς Κυπρίους βασιλιάδες ἐνάντια στὸν κοινὸ ἐχθρό.
Σημαντική, ἐπίσης, μορφὴ τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, κατὰ τὸν 5ο αἰ., ὑπῆρξε ὁ βασιλιὰς τῆς Σαλαμίνας τῆς Κύπρου, Εὐαγόρας, ὁ πιστὸς φίλος καὶ σύμμαχος τῶν Ἀθηναίων. Αὐτός ἀγωνίστηκε, μὲ τὴν σειρά του, ὅπως ἄλλοτε ὀ Ὀνήσιλος, γιὰ τὴν ἕνωση ὅλων τῶν κυπριακῶν βασιλείων, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποτίναξη τοῦ περσικοῦ ζυγοῦ, χωρὶς ὅμως τελικὴ ἐπιτυχία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶχε ἀναπτύξει τόσο ἰσχυροὺς πολιτιστικοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν κυρίως Ἑλλάδα, ὥστε, πρῶτος αὐτὸς ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς Κύπρου, ἔκοψε νομίσματα μὲ τὴν προτομὴ τοῦ Ἡρακλέους καὶ μὲ ἐπιγραφὴ στὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο, ἔναντι τῆς συλλαβογραφῆς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἕως τότε οἱ Κύπριοι.
Στὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἡ Κύπρος ἐντάχθηκε στὸ κράτος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, κατόπιν πέρασε στὴν σφαίρα ἐπιρροῆς τῶν Πτολεμαίων, στὴν συνέχεια κατακτήθηκε ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, -τὴν περίοδο αὐτὴν κηρύχθηκε ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα (45 μ.Χ.), καί, κατόπιν, ἔγινε τμῆμα τοῦ ἀνατολικοῦ ῥωμαϊκοῦ κράτους .
Ἐπειδή, ὅμως, ἡ Κύπρος βρισκόταν μακρυὰ ἀπὸ τὸ κέντρο διοικήσεως τῆς Κων/πόλεως καὶ στὸ ἔλεος τῶν κατακτητῶν, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰ. ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ἀπέκτησε καὶ πολιτικὲς δικαιοδοσίες, ἐξ οὗ τὸ προνόμιο νὰ ὑπογράφῃ μὲ κόκκινο μελάνι ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορος.
Ἀπὸ τὸν 7ο αἰ. τὸ νησὶ ἀντιμετώπισε τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπέφερε ἀρκετά, ἀλλὰ ἀκολούθησε μιὰ περίοδος ἀνακάμψεως, ποὺ διήρκεσε περίπου δύο αἰῶνες, ὁπότε ἡ Κύπρος ἐξοπλίστηκε οἰκονομικὰ καὶ πνευματικά, ὥστε νὰ ἀντέξῃ στὶς νέες δυσκολίες.
Ἀκολούθησε ἡ Λατινοκρατία, μὲ διαφορετικοὺς κυριάρχους (Φράγκοι, -1489, Ἑνετοί, -1570), καὶ στὴν συνέχεια ἡ ὀθωμανικὴ κατοχή. Ἡ Κύπρος, ὅμως, παρὰ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση, συνέχισε τὴν ἑλληνορθόδοξη πορεία της. Εἶναι, μάλιστα, ἀξιοσημείωτο ὅτι στὴν Κύπρο Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες πολλὲς φορὲς συνεργάστηκαν γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ κοινοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Ἄλλωστε, οἱ λεγόμενοι Τουρκοκύπριοι δὲν εἶναι καθαρῶς τουρκομογγόλοι ἀλλὰ προϊὸν ἐπιμειξίας ἤ θύματα βιαίου εἴτε ἐθελοντικοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συντριπτική των πλειοψηφία μιλοῦσε τὴν ἑλληνοκυπριακὴ διάλεκτο.
Πάντως, ἡ Ὑψηλὴ Πύλη δὲν ἔβλεπε, γενικῶς, μὲ καλὸ μάτι τὴν συνεργασία αὐτὴν Ἑλλήνων καὶ Μουσουλμάνων, οὔτε τὶς ἐπαφές των μὲ τὴν Δύση. Γι’ αὐτό, ὅταν ξέσπασε ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τὸ 1821, σὲ ἀντίποινα ἀπαγχονίστηκε ὀ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανὸς, μαζὶ μὲ πλῆθος προκρίτων καὶ ἀρχιερέων τοῦ νησιοῦ καὶ ἀκολούθησαν ἀλλεπάλληλες σφαγὲς πρὸς τρομοκράτηση τοῦ λαοῦ καὶ ἀποτροπὴ τυχὸν ἐπαναστατικῆς ἐνέργειας. Ἀρκετοὶ Κύπριοι τότε κατέφυγαν στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα καὶ προσέφεραν τὶς ὑπηρεσίες των στὸν ἑλληνικὸ ἀγῶνα, στελεχώνοντας, μάλιστα, τὴν λεγομένη «φάλαγγα τῶν Ἰώνων».
Σύμφωνα μὲ τὸν Καποδίστρια, τὰ σύνορα τοῦ μελλοντικοῦ ἑλληνικοῦ κράτους θὰ μποροῦσαν νὰ περιλαμβάνουν καὶ τὴν Κύπρο. Ὅμως, ἄλλα ἦταν τὰ σχέδια τῶν μεγάλων, καὶ κυρίως τῶν Ἄγγλων, οἱ ὁποῖοι, εἰδικὰ μετὰ τὴν διάνοιξη τῆς διώρυγας τοῦ Σουέζ (1869), ἐξεδήλωσαν ἐντονώτερα τὸ ἐνδιαφέρον των γιὰ τὸ νησί. Ἔτσι, στὸ Συνέδριο τοῦ Βερολίνου, τὸ 1878, ἡ Κύπρος παραχωρήθηκε μυστικὰ στοὺς Ἄγγλους, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν στήριξη τῶν Ὀθωμανῶν σὲ περίπτωση ῥωσικῆς ἀπειλῆς.
Οἱ Κύπριοι ἀνεθάρρησαν, πιστεύοντας ὅτι ἡ ἀγγλικὴ κατοχὴ θὰ ὡδηγοῦσε σύντομα στὴν ἀπελευθέρωσή των. Ὅμως, οἱ Ἄγγλοι, ἔδειξαν, ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι εἶχαν ἔρθει, γιὰ νὰ μείνουν, καὶ δὲν ἦταν διατεθειμένοι νὰ ἐνθαρρύνουν καμμία ἀλυτρωτικὴ ἐνέργεια τῶν Κυπρίων, πόσο μᾶλλον τὴν ἕνωσή των μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ἀποδείχθηκαν, ἐξ ἄλλου, πολὺ σκληροὶ κατακτητές, σκληρώτεροι ἀπὸ πολλοὺς προηγουμένους. Βεβαίως, ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὰ συμφέροντά των ἔκαναν κάποιες ὑποχωρήσεις, μὲ τὸ ἀζημίωτο, ἀσφαλῶς. Ἔτσι, στὴν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου, γιὰ νὰ πιέσουν τὴν Ἑλλάδα νὰ τεθῇ στὸ πλευρὸ τῆς Ἀντάντ, τῆς προσέφεραν ὡς δέλεαρ τὴν Κύπρο, ἡ βασιλικὴ ὅμως κυβέρνηση Ζαΐμη, λόγῳ τοῦ φιλογερμανοῦ Βασιλέως, ἀρνήθηκε τὴν προσφορά.
Ἔτσι, ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁριστικὴ παραίτηση τῆς Τουρκίας ἀπὸ τὰ κυριαρχικά της δικαιώματα στὸ νησί (Συνθήκη τῆς Λωζάνης, 1923), ἡ Βρετανία ἀνεκήρυξε τὴν Κύπρο μέλος τῆς κοινοπολιτείας της (1925). Ἡ βρετανικὴ διοίκηση, μάλιστα, σκλήραινε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν στάση της, ὅσο πλήθαιναν οἱ ἑνωτικὲς ἐξεγέρσεις τῶν Κυπρίων, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὡδήγησε στὴν ἐπανάσταση τοῦ Ὀκτωβρίου 1931, ποὺ οἱ Ἄγγλοι κατέστειλαν μὲ πολλὴ βία.
Μὲ τὴν ἔκρηξη τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οἱ Κύπριοι ἔσπευσαν καὶ πάλι νὰ προσφέρουν πρόθυμα τὶς ὑπηρεσίες των, πολεμῶντας στὸ πλευρὸ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Βρετανῶν. Οἱ ἐλπίδες των, ὅμως, γιὰ ἐλευθερία, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις τῶν «συμμάχων» Βρετανῶν, στὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου, διαψεύστηκαν οἰκτρά, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀνέλαβε πλέον τὴν πρωτοβουλία καὶ διωργάνωσε τὸ Ἑνωτικὸ δημοψήφισμα τοῦ 1950, στὸ ὁποῖο 96% τῶν Κυπρίων ψήφισαν ὑπέρ τῆς Ἑνώσεως, ποὺ σημαίνει ὅτι καὶ πολλοὶ Μουσουλμάνοι Κύπριοι προτιμοῦσαν τὴν ἕνωσή των μὲ τὴν Ἑλλάδα, παρὰ τὴν βρετανικὴ ἢ τουρκικὴ κυριαρχία. Οἱ Ἄγγλοι συνέχισαν μὲ πεῖσμα νὰ ὑπονομεύουν τὴν ἑνωτικὴ προσπάθεια καὶ ἡ Ἑλλάδα, μόλις τὸ 1954, προσέφυγε στὸν ΟΗΕ, μὲ αἴτημα τὴν αὐτοδιάθεση τῆς Κύπρου, πού, ἐνῶ ἔγινε σχεδὸν καθολικὰ δεκτό, δὲν ὑποστηρίχθηκε, ὅμως, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ λεγομένου ἐλευθέρου κόσμου, κυρίως τὴν Ἀμερική, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀπόφαση τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν νὰ μὴν ἔχῃ κανένα πρακτικὸ ἀντίκρυσμα.
Ἔτσι, οἱ Κύπριοι ὡδηγήθηκαν πλέον στὸν ἔνοπλο ἀγῶνα μὲ τὴν δημιουργία τῆς ΕΟΚΑ (Ἀπρίλιος 1955). Ἡ Ἀγγλία δὲν συμφωνοῦσε σὲ καμμία περίπτωση στὴν παραχώρηση πλήρους ἀνεξαρτησίας στοὺς Κυπρίους καί, κάνοντας ἕναν διπλωματικὸ ἑλιγμό, συνεκάλεσε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1955 στὸ Λονδίνο τὴν τριμερῆ διάσκεψη Ἀγγλίας, Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, χωρὶς τὴν συμμετοχὴ τῆς Κύπρου!
Ἔτσι, οἱ Τοῦρκοι ποὺ εἶχαν, ὅπως εἴδαμε, παραιτηθῆ ἀπὸ κάθε διεκδίκηση στὴν νῆσο, μὲ τὴν συμμετοχή των στὴν παραπάνω συνδιάσκεψη ἀναδείχθηκαν σὲ καθοριστικὸ παράγοντα γιὰ τοὺς μελλοντικοὺς σχεδιασμούς. Ἡ Ἀγγλία εἶχε πετύχει τὸν στόχο της, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι, σὲ ἀντιπερισπασμὸ γιὰ τὴν συνεχιζόμενη δράση τῆς ΕΟΚΑ, «σκηνοθέτησαν» τὰ Σεπτεμβριανὰ τοῦ 1955, ποὺ ὡδήγησαν σὲ μαζικὴ σχεδὸν ἐκδίωξη τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Πόλη.
Στὸ μεταξύ, ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικὸς ἀγῶνας τῶν Κυπρίων συνεχιζόταν μὲ ἀμείωτη ἔνταση και αὐτοθυσία, παρὰ τὴν τρομοκρατία τῶν Ἄγγλων, τὶς στυγνὲς ἐκτελέσεις τῶν ἀγωνιστῶν (πρβ. φυλακισμένα μνήματα) καὶ τὶς ἐξορίες τῶν «κεφαλῶν». Μετὰ ἀπὸ σειρὰ διαπραγματεύσεων, ὑπογράφτηκε τὸ 1959 ἡ συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου, ποὺ ἀναγνώριζε ἀνεξάρτητο κράτος, πλὴν ὅμως μὲ τὴν παρουσία στρατιωτικῶν ἐγγυητριῶν δυνάμεων, τῆς Ἀγγλίας, τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Τουρκίας.
Γιὰ νὰ ἀντιληφθῇ κανεὶς πόσο δυσχερὴς καθίστατο ἡ διακυβέρνηση, ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρῃ ὅτι οἱ Κυπρομουσουλμάνοι, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ 18% τοῦ πληθυσμοῦ, εἶχαν ἀπὸ τὸ Σύνταγμα δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν διοίκηση κατὰ 30% (!), δυνατότητα μονομεροῦς ἀσκήσεως βέτο κ.ο.κ. Λόγῳ τῆς δυσλειτουργίας αὐτῆς, ὁ Μακάριος ζήτησε τροποποίηση τοῦ συντάγματος σὲ 13 σημεῖα (1963), ἡ Τουρκία ὅμως ἐνεθάρρυνε τοὺς Κυπρομουσουλμάνους νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ Κοινοβούλιο, δημιουργήθηκε τεχνητὴ ἔνταση καὶ ἐκδηλώθηκε ἡ πρώτη κινητικότητα τῶν Τούρκων στὰ βόρεια τῆς Κύπρου.
Τὰ γεγονότα ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι λίγο ὡς πολὺ γνωστά. Οἱ πολιτικὲς ἀνωμαλίες στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ ἀπροκάλυπτες ἔξωθεν παρεμβάσεις ὡδήγησαν στὴν ἐγκαθίδρυση τῆς ἀμερικανόφιλης χούντας τῶν συνταγματαρχῶν, ποὺ ἐνεθάρρυνε τὴν ὑπονομευτικὴ σὲ βάρος τοῦ Μακαρίου δράση τῆς ΕΟΚΑ Β’ καὶ προκάλεσε τὴν ἀπόβαση τῶν Τούρκων στὴν Μεγαλόνησο τὸ 1974. Ἔκτοτε, ἔχουμε παράνομη κατοχὴ τῆς νήσου, ἀνακήρυξη τοῦ ψευδοκράτους, ἐθνολογικὴ ἀλλοίωση τοῦ πληθυσμοῦ μὲ τὴν μεταφορὰ «κουβαλητῶν» ἀπὸ τὴν Τουρκία καί, κατὰ τ’ ἄλλα, προσπάθειες γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ Κυπριακοῦ, χωρὶς ὅμως τὴν ἄρση τῆς παρανομίας.
Τὸ ἀκόμα δὲ χειρότερο εἶναι ὅτι ὅλα τὰ σχέδια ἐπιλύσεως ἔχουν ὡς βάση τὴν διχοτόμηση τῆς νήσου, μὲ κυριώτερο τὸ περίφημο «σχέδιο Ἀνάν», ποὺ ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν κυπριακὸ λαὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2004. Ἔκτοτε, ἡ Κύπρος εἰσήχθη στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ὡς ἑνιαῖο κράτος καὶ ἀκολούθησε τὴν πορεία της.
Κοινὸ αἴτημα ὅλων τῶν εἰλικρινῶς ἐνδιαφερομένων γιὰ τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου, προσώπων, φορέων, κομμάτων, εἶναι ὁποιαδήποτε συζήτηση γιὰ ἐπίλυση τοῦ Κυπριακοῦ νὰ βασίζεται στὰ εὐρωπαϊκὰ κεκτημένα, στὸ ἑνιαῖο δηλαδὴ τοῦ κράτους τῆς Κύπρου, στὴν ἐλευθερία μεταβάσεως καὶ ἐγκαταστάσεως καὶ στὸν σεβασμὸ τῶν δικαιωμάτων τῶν ἐπιμέρους θρησκευτικῶν ὁμάδων. Ἀπαραίτητη, ὅμως, προϋπόθεση, πρὸ πάσης ἄλλης συζητήσεως, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῶν κατοχικῶν στρατευμάτων καὶ τῶν «κουβαλητῶν» ἀπὸ τὸ νησί.
Δυστυχῶς, ὅμως, ὅλες οἱ ἐχθρικὲς δυνάμεις, παλαιὲς καὶ νέες, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν τὴν λύση τοῦ Κυπριακοῦ σ’ αὐτὴν τὴν βάση, προβάλλουν συνεχῶς ἐμπόδια καὶ ἐπιθυμοῦν τὴν δυσλειτουργία τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, γιὰ νὰ ἐπεμβαίνουν εὐκολώτερα στὰ ἐσωτερικὰ τῆς νήσου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ σύγχρονες ἑλληνικὲς κυβερνήσεις, μετὰ ἀπὸ τὸ ’74, ἄλλοτε μὲ τὰ λάθη καὶ τὴν ἀδιαφορία των καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν ἀνοχή των στὰ σχέδια τῶν μεγάλων, ὄχι μόνον δὲν βοηθοῦν στὴν ἐπίλυση τοῦ Κυπριακοῦ ἀλλὰ δυσκολεύουν ἀκόμη περισσότερο τὶς κυπριακὲς κυβερνήσεις στὶς διαπραγματεύσεις των.
Τὸ πλέον ἀνησυχητικό, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ κυπριακὸς λαὸς ἔχει, στὸ μεταξύ, πληγῆ τόσο βαθειά, ἀλλὰ καὶ ἔχει ἐφησυχάσει, ὥστε νὰ ἀναρωτιέται κανεὶς εὔλογα: Θὰ συνεχίσῃ νὰ ἀντιστέκεται, σεβόμενος τὶς τόσες θυσίες τῶν ἡρωϊκῶν του παλληκαριῶν, ἢ θὰ ὑποκύψῃ στὰ νέα δολερὰ σχέδια ποὺ ἑτοιμάζονται, μὲ σκοπὸ τὴν διάλυση τῆς νήσου καὶ τὴν ὑπαγωγή της στὴν ἐπιρροὴ τῶν νεοαποικιοκρατῶν; Κύριος οἶδεν!
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι πονᾶμε γιὰ τὴν συνεχιζόμενη ἀδικία σὲ βάρος τοῦ πολύπαθου κυπριακοῦ λαοῦ, ἄς μὴν ἐπαναπαυώμαστε ἀλλὰ νὰ ἐντείνωμε τὸν ἀγῶνα μας καὶ τὴν συνεργασία μας μέχρι τὴν τελικὴ δικαίωση καὶ τὴν λύτρωση τῶν συγχρόνων μαρτύρων, Κυπρίων ἀδελφῶν μας, ἀπὸ τὰ δεινά των, ὥστε νὰ παραμείνῃ ἡ Κύπρος «τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ὀνείρου» «ἀεὶ Ἑλλάς», ἀληθινὸ στολίδι τῆς Μεσογείου καὶ λαμπρὸ καύχημα τοῦ κόσμου ὅλου. Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος