Ωστόσο, είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι η βιωματική αγωγή είναι ο αντίποδας της γνωσιολογικής αγωγής. Το βίωμα, όχι μόνον δεν αντιτίθεται στις λειτουργίες της γνώσης, της λογικής, της διάνοιας, αλλά βρίσκεται σε αρμονική σύνδεση μ’ αυτές.
Όταν κάνουμε λόγο για βιωματική αγωγή ή για βιωματικότητα εννοούμε την αγωγή, η οποία α) στηρίζεται στις συλλογικές υπαρξιακές προηγούμενες εμπειρίες του μαθητή και β) χρησιμοποιεί όλες τις δεκτικές του ικανότητές και τις πνευματικές του κεραίες, προκειμένου να αντιληφθεί και να βιώσει, σε βάθος, την έμπρακτη διάσταση των διδακτικών αγαθών.
Στη σχολική θεολογική διδασκαλία η βιωματικότητα χρησιμοποιείται για να μην παραμένουν οι μαθητές/τριες άπρακτοι/ες έναντι της χριστιανικής ζωής και για να μπορούν να συνδέονται, συνειδητά και έμπρακτα, με τον βιωματικό τρόπο ζωής της ορθόδοξης Εκκλησίας τους.
Το βασικό γνώρισμα της βιωματικής αγωγής είναι ότι εμπεριέχει το στοιχείο της θεληματικής συμμετοχής εκείνου που βιώνει. Η εκούσια συμμετοχή κάποιου σε μία δραστηριότητα δημιουργεί έντονα το αίσθημα της χαράς, που αποτελεί ισχυρό κίνητρο και βασική μαθησιακή προϋπόθεση για κάθε γόνιμη εμπειρία και μάθηση. Όταν βιώνει κάποιος αυτά που μαθαίνει, σημαίνει ότι αυτενεργεί, ανοίγεται συναισθηματικά και βουλητικά, προς την κατεύθυνση του αντικειμένου που μαθαίνει, καθώς συνειδητοποιεί ότι προοδεύει και ωφελείται.
Στη βιωματική συμμετοχή και προσέγγιση της θεολογικής γνώσεως, επίσης, υπάρχει ένα πολύ υψηλό και ασύγκριτο κίνητρο, που έχει σχέση με την πίστη, την ελπίδα και την προσμονή της άνωθεν χαρισματικής βοήθειας προς τα παιδιά, με τη χορήγηση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, σε μια εποχή, μάλιστα, που οι πνευματικές εμπειρίες είναι αναγκαίες και πολύτιμες για μια αρμονική ζωή καθώς πολλοί έλκονται από την μονομερή αναζήτηση και απόλαυση υλικών αγαθών που οδηγεί, συνήθως, σε μια οντολογική αναπηρία.
Αν σε όλα τα σχολικά μαθήματα είναι ανάγκη να υπάρχει το βίωμα, ως αναγκαία προϋπόθεση, που οδηγεί τους/τις μαθητές/τριες στη μέθεξη, στην ψυχική ανάταση, στην πνευματική αναβάπτιση, τότε γίνεται κατανοητό πόσο περισσότερη ανάγκη βιωματικής μέθεξης υπάρχει στη σχολική θεολογική διδασκαλία.
Η επιφανειακή εξιστόρηση, παρουσίαση ή πληροφόρηση των θεολογικών γνώσεων δεν συμβάλλει στη δημιουργία γόνιμου τρόπου και σκέψης ζωής. Απαιτείται, συνεπώς, εμβάθυνση, όχι απλώς διανοητική, αλλά και συναισθηματική, συγκινησιακή, βουλητική, προκειμένου να επιτευχθεί η βιωματική μετοχή στα διδακτικά αγαθά.
Τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στο ελληνικό σχολείο από το 2016, με την εφαρμογή των Προγραμμάτων του Μαθήματος των Θρησκευτικών, που το μετέτρεπαν, από ορθόδοξο, που ήταν, σε ουδετερόθρησκο, αντιμετωπίστηκαν το 2018 και 2019 με (4) διαδοχικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), με τις οποίες ακυρώθηκαν τα συγκεκριμένα Προγράμματα και τα Βιβλία των Θρησκευτικών, ως μη ορθόδοξα, μη παιδαγωγικά και μη συνταγματικά.
Στο ΣτΕ αποφασίστηκε επίσης:
α) Ότι το Μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει «να μην υποβαθμίζεται, σε σχέση με άλλα μαθήματα και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού».
β) Το Μάθημα των Θρησκευτικών θα πρέπει «να διατηρεί, ως προέχουσα και κύρια μέριμνα, όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως, αλλά την καλλιέργεια των κατάλληλων προϋποθέσεων, ώστε να μπορεί να μεταδοθεί το προεκτεθέν, κατά το Σύνταγμα, περιεχόμενό του».
Ωστόσο, το πρόβλημα παρέμεινε, επειδή, εκτός των άλλων παρέμειναν σε ισχύ και οι ακυρωμένες από το ΣτΕ άθλιες από όλες τις πλευρές τους φυλλάδες, όπως θα δούμε παρακάτω, που συνεχίζουν να διδάσκονται έως και σήμερα, καθώς βρέθηκε και μεθοδεύτηκε ένας επιτήδειος τρόπος διατήρησης της ουδετεροθρησκείας, την οποία, όμως, έχει ακυρώσει, ρητά, κατηγορηματικά και αμετάκλητα, το ΣτΕ, που δεν ήταν άλλος από τη συστηματική απομάκρυνση της βιωματικής διδασκαλίας, από το Μάθημα των Θρησκευτικών.
Αυτό εξάγεται, δειγματικά, από τη σύγκριση δύο διδακτικών ενοτήτων, στις οποίες παρατηρούμε ότι τα μεν σχολικά Βιβλία Θρησκευτικών, οι αλλόδοξοι Έλληνες μαθητές/τριες, όπως για παράδειγμα, οι Εβραίοι Έλληνες μαθητές κάνουν γενικευμένη χρήση της βιωματικότητας, σε αντίθεση με τα Προγράμματα και τα σχολικά Βιβλία των αντίστοιχων Ορθόδοξων μαθητών, όπου, μεθοδευμένα και συστηματικά, απουσιάζει η βιωματικότητα.
Κύριος στόχος της έξωσης της βιωματικής διδασκαλίας από τα σχολικά βιβλία είναι, κατά τη θεμελιωμένη παιδαγωγικά γνώμη μας, η αποξένωση των μαθητών/τριών από την ορθόδοξη θρησκευτική τους κοινότητα.
Η επίτευξη αυτού του στόχου επιτυγχάνεται, με τον ουδέτερο τρόπο διδασκαλίας και αυτό επιχειρείται με τα βιβλία των Θρησκευτικών των ορθοδόξων μαθητών/τριών, τα οποία σε όλες τις ενότητές τους, περιλαμβάνουν ουδέτερα κείμενα, στα οποία γίνεται μια απλή ξενάγηση και πληροφόρηση στα θέματα της χριστιανικής αγωγής, σε τέτοιο βαθμό που να ακυρώνεται ουσιαστικά ο ίδιος ο ρόλος «αγωγή».
Έτσι, οι επιτήδιοι συγγραφείς μεριμνούν με πονηρό και δόλιο τρόπο, έτσι ώστε οι μαθητές να μην συμμετέχουν βιωματικά στις διαδαχές των ενοτήτων, αλλά να διδάσκονται ως απλοί θεατές και ακροατές μιας θρησκευτικής πληροφόρησης και όχι ως ενεργά μέλη της εκκλησιαστικής τους κοινότητας.
Προς απόδειξη του λόγου το αληθές, συγκρίνουμε τους δύο παραπάνω τρόπους διδασκαλίας μέσα από δύο παραδείγματα:
α) οι Έλληνες Εβραίοι μαθητές/τριες, διδάσκονται βιωματικά και εμπειρικά, μαθαίνοντας, πώς να συμμετέχουν στην πράξη, ως πιστά μέλη της θρησκευτικής τους κοινότητας, σε όλες τις λατρευτικές, εορταστικές και εθιμικές διαδικασίες της θρησκείας τους. Το σχολικό βιβλίο «Βασικές αρχές του Ιουδαϊσμού», αναφέρει για τη γιορτή Χανουκά (Γιορτή των Φώτων):
«Αρχίζουμε, ανάβοντας λυχνάρια για να διακηρύξουμε το θαύμα που έγινε στον Ναό. Το πρώτο βράδυ ανάβουμε το λυχνάρι, που βρίσκεται στο δεξί μέρος. Το δεύτερο βράδυ ανάβουμε κι άλλο λυχνάρι απ΄ τα αριστερά και συνεχίζουμε έτσι κάθε βράδυ, ώσπου το όγδοο βράδυ να ανάψουμε και τα οχτώ λυχνάρια. Τη νύχτα της Παρασκευής ανάβουμε τα κεριά της Χανουκά… Στη Συναγωγή, όπως σε κάθε σπίτι, ανάβουμε λυχνάρια και διαβάζουμε ειδικές δεήσεις. Τα φώτα πρέπει να τ’ ανάβουμε κοντά σε παράθυρο ή σε πόρτα για να μαθευτεί ότι γιορτάζουμε τη επέτειο ενός θαύματος».
Βλέπουμε πως οι Έλληνες Εβραίοι μαθητές διδάσκονται στα σχολικά τους βιβλία, εντελώς βιωματικά, τη συμπεριφορά που απαιτείται να έχουν, ως ενεργά μέλη της θρησκευτικής τους κοινότητας, στο πλαίσιο του «εμείς της θρησκευτικής τους κοινότητας».
β) Οι Έλληνες Ορθόδοξοι μαθητές/τριες διδάσκονται με μη βιωματικό τρόπο από το Βιβλίο Θρησκευτικών, της Γ΄ Τάξεως Δημοτικού, με τίτλο: «Κυριακή: Μια σημαντική ημέρα της εβδομάδας»:
«Την Κυριακή οι χριστιανοί πηγαίνουν από νωρίς το πρωί στην εκκλησία για να συμμετέχουν στην πιο σημαντική τελετή, τη Θεία Λειτουργία. Είναι γι’ αυτούς μέρα γιορτής, αφού συναντιούνται για να προσευχηθούν όλοι μαζί, να δείξουν την αγάπη τους μεταξύ τους και, το πιο σημαντικό απ’ όλα, να κοινωνήσουν. Η Κυριακή για τους περισσότερους ανθρώπους είναι μέρα αργίας και αποχής από την καθημερινή δουλειά τους, η οποία αρκετές φορές μπορεί να είναι βαρετή και κουραστική. Συνεπώς, είναι μέρα χαράς, που προσφέρεται για ξεκούραση και διασκέδαση. Για πολλούς συνανθρώπους μας είναι και μέρα για έξοδο στο βουνό ή στη θάλασσα, σε αθλητικά κέντρα για να γυμναστούν, στο καφενείο ή στο θέατρο και τον κινηματογράφο, για επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους».
Εύκολα αντιλαμβάνεται με αυτόν τον ύπουλο τρόπο είναι γραμμενες και οι άλλες ενότητες των Θρησκευτικών, απομακρύνοντας επιμελώς τους/τις ορθόδοξους μαθητές/τριες από τον τρόπο διδασκαλίας που προσφέρει βιώματα και εμπειρίες εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Στην ουσία τα ορθόδοξα παιδιά –και μόνον αυτά στην Ελλάδα- ξεναγούνται στα Θρησκευτικά τους, λαμβάνοντας μόνον πληροφορίες για την ορθόδοξη Εκκλησία τους, και εθιζόμενα στην ιδεοληπτική και σκόπιμη καθοδηγητική γραμμή ότι γι’ αυτά η Εκκλησία τους είναι ένας χώρος, που εκείνα δεν έχουν καμιά θέση.
Στόχος είναι να συνειδητοποιήσουν, σταδιακά, ότι η Εκκλησία δεν είναι η δική τους θρησκευτική κοινότητα στην οποία είναι μέλη, δεν σχετίζονται μ’ αυτήν, καθώς πληροφορούνται απλά τι κάνουν ή τι ζουν στην Εκκλησία, κάποιοι άλλοι χριστιανοί, αόριστα και ουδέτερα, όχι όμως τι μπορούν να κάνουν εντός αυτής οι ίδιοι, τώρα ή αργότερα, ως βαπτισμένα μέλη της.
Έτσι, η ζωή της Ενορίας τους, η τέλεση των μυστηρίων, η λειτουργική ζωή, οι πανηγύρεις και οι εορτές αποτελούν μουσειακές ή ιστορικές θεωρητικές γνώσεις ή πληροφορίες, που δεν συνδέονται, βιωματικά και εμπειρικά, με το δικό τους «εκκλησιαστικό Εμείς», με το δικό τους ορθόδοξο παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Στην πραγματικότητα, οι υπεύθυνοι του Υπουργείου παιδείας και οι πρόθυμοι «προοδευτικοί θεολόγοι» συνεργάτες τους και συγγραφείς των Βιβλίων, έχουν εφεύρει έναν ύπουλο, κατηχητικό και προπαγανδιστικό τρόπο διδασκαλίας, για να απομακρύνουν τα ορθόδοξα παιδιά από τη μητέρα τους Εκκλησία, εφαρμόζοντας έναν ιδιότυπο γενιτσαρισμό ή κατηχητισμό, με στόχο να τα μυήσουν στην ουδετεροθρησκεία και χαρακτηρίζοντας εσκεμμένα την οποιαδήποτε ορθόδοξη βιωματική διδασκαλία ως κατήχηση.
Αυτός είναι ο τρόπος διδασκαλίας που επέλεξαν από το 2016 οι πρ. Υπουργοί Φίλης – Γαβρόβλου και συνεχίζεται, με μια μικρή υποχώρηση, αλλά με τα ίδια Βιβλία, ελαφρώς βελτιωμένα, και με την επόμενη Υπουργό κ. Κεραμέως από το 2020 έως σήμερα. Εμείς ως Θεολόγοι και Παιδαγωγοί, κάνουμε, απλώς, αυτό που μπορούμε: Παιδαγωγική και θεολογική διάγνωση ενός μεθοδευμένου σχεδίου αποχριστιανοποίησης και αποεκκλησιοποίησης των παιδιών μας, που χρήζει άμεσης θεραπείας. Ο έχων ώτα, ακούειν ακουέτω!