Απόψεις
Ενημερώθηκε στις:

Γιατί ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έτριβαν τα μάτια τους με το εκλογικό αποτέλεσμα;

Οι εκλογές της 21ης Μαϊου αποτέλεσαν έκπληξη και για τα τρία μεγάλα κόμματα. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα και το "πολύπαθο" ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη βρέθηκαν σε μία εκλογική πραγματικότητα, που σίγουρα δεν είχε προβλεφθεί από τις δημοσκοπήσεις. Αν και πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που εμπεριείχε εν πολλοίς, μεγάλο ποσοστό ηθελημένης και μη αποχής έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον  να εστιάσει κανείς σε κάποια συμπεράσματα που εξάγονται από αυτό που "γέννησε" η κάλπη.

Όπως κατέστη σαφές και από τις τουρκικές εκλογές - για όσους παρακολούθησαν την προεκλογική μάχη μεταξύ Ερντογάν και Κιλιντσάρογλου- το στοίχημα των εκλογών ήταν κυρίως στοίχημα πολιτικής επικοινωνίας .

Η αυτοκριτική του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ, καθ' όλη την προεκλογική περίοδο αρκέστηκε και μάλλον επαναπαύτηκε σε έναν στείρο αντιμητσοτακικό λόγο. Στοχοποίησε τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας επιμένοντας σχεδόν εμμονικά σε ζητήματα όπως λ.χ οι παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη και το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής επικοινωνίας η μέχρι πρότινος "επικρατούσα" κεντροαριστερά απεμπόλησε κατά πολύ αυτό που υπήρξε το καίριο πλεονέκτημα της, την ενσυναίσθηση για τον πολίτη. Κανένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιχειρηματόλόγησε συστηματικά για τον πληθωρισμό, για την παιδεία, για τα ποσοστά της ανεργίας και τα αυξημένα ενοίκια στα αστικά κέντρα. Ούτε παρουσιάστηκε ένα ολιστικό πρόγραμμα για τα «φλέγοντα» ζητήματα της κοινωνίας μας – με μόνο κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η κατάργηση της ελάχιστης βάσης στα Πανεπιστήμια. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άρθρωσε ουσιαστικό πολιτικό λόγο για τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους που απαρτίζουν την εκλογική του βάση. 

Επιπλέον το κόμμα της Κουμουνδούρου, ήρθε αντιμέτωπο με δομικά στοιχεία της ταυτότητας του, τα οποία εν γένει το 2012 "αγκαλιάστηκαν" από τους ψηφοφόρους του, τους  ανησύχησαν στη συνέχεια και πρόσφατα απορρίφθηκαν  πάλι από τους ίδιους. Οι "συνιστώσες" ΣΥΡΙΖΑ ,  δεν έπεισαν τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους οι οποίοι άλλοτε ήταν "ταγμένοι" στο ΠΑΣΟΚ. Ο πλουραλισμός απόψεων, άλλοτε με ιδεολογικά δάνεια από το ΠΑΣΟΚ, με όρους σοσιαλισμού και άλλοτε με όρους διεθνιστικής αριστεράς , έφεραν την αξιωματική αντιπολίτευση να συνειδητοποιήσει πόσο έχει μεγαλώσει το χάσμα  και η απογοήτευση της εκλογικής του βάσης.

Ακόμα η έλλειψη ενιαίου προγράμματος υπό τον Αλέξη Τσίπρα, η στοχοποίηση συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού όπως για παράδειγμα οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι κρυφές ατζέντες Κατρούγκαλου, είναι μόνο μερικά  από τα "λάθη" που καταβαράθρωσαν το ποσοστό εκλογής του.

Η θετική επικοινωνία και διαχείριση της ΝΔ

Στην αντίπερα όχθη, τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη αντίστοιχα εκτοξεύθηκαν στο 40% , γεγονός που ούτε τα στελέχη του ίδιου του κόμματος δεν είχαν προβλέψει.  Στον τρόπο που χειρίστηκε την επικοινωνιακή του πολιτική ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την προεκλογική περίοδο, διαπιστώνει κανείς ότι ο λόγος του επικεντρώθηκε στα πεπραγμένα της κυβέρνησης του, στη διαχείριση των κρίσεων που αντιμετώπισε,σε μία θετική αποτύπωση της χώρας, σε προεκλογικές δεσμεύσεις και ένα συγκροτημένο σχέδιο που αφορά το μέλλον της χώρας.

Σαφώς, με τη χρήση των social media και συγκεκριμένα του TikTok έκανε άνοιγμα πέρα από το σταθερά συντηρητικό ψηφοφόρο της δεξιάς- προσέγγισε χρησιμοποιώντας το χιούμορ  και τους νέους οι οποίοι (συνήθως) ιστορικά στρέφονται σε πιο αντισυμβατικά κόμματα. Παράλληλα, η ψηφιοποίηση, του κράτικών φορέων, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί απόλυτα,  επέφερε όμως κάποιες διευκολύνσεις στην "κακή γραφειοκρατία" του ελληνικού κράτους, ενίσχυσε την αντίληψη ότι το κυβερνόν κόμμα υλοποιεί έστω και σταδιακά ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

Ακόμα, ένα από τα μεγάλα στοιχήματα για την μέχρι πρότινος κυβέρνηση υπήρξε η οικονομία και η εξωτερική πολιτική. Κατά την τετραετία διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας παρουσιάστηκαν στοιχεία αύξησης του ποσοστού επενδύσεων 3-5% και μείωσης της ανεργίας μέσα από έναν ταυτόχρονο εκσυγχρονισμό του ΟΑΕΔ σε ΔΥΠΑ και της επίσης ψηφιοποίησης του η οποία ξεκίνησε κατά την έναρξη της πανδημίας covid το 2020. Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής , η οποία περιλαμβάνει σαφώς ως παρελκόμενο και το προσφυγικό, η αντιμετώπιση της ΝΔ υπήρξε πιο οργανωμένη και συμπαγής σε σχέση με την έλλειψη εμπειρίας και διαχείρισης στο εν λόγω ζήτημα της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, όπως επίσης και τεράστιων επικοινωνιακών γκαφών όπως "Η θάλασσα δεν έχει σύνορα" και "Οι πρόσφυγες λιάζονται".

Πέρα λοιπόν, από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς, ενδεχομένως και αρκετοί αναποφάσιστοι στράφηκαν στο κόμμα της Πειραιώς.

Ο μεγάλος "κερδισμένος" Νίκος Ανδρουλάκης

Ίσως μία ακόμα μεγάλη έκπληξη υπήρξε η αύξηση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη γεγονός που απέδειξε περίτρανα ότι οι Έλληνες δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν "πειράματα" με την ευημερία και τη σταθερή  (και ευρωπαϊκή) πορεία της χώρας ούτε μέσω καλεσμάτων για μία "προοδευτική" πολυσυλλεκτική κυβέρνηση στην οποία ενδεχομένως θα υπήρχε θεωρητικά και μία πιθανότητα συνύπαρξης με τον κ. Βαρουφάκη και τα "ουτοπικά" σενάρια για εναλλακτικά νομίσματα όπως οι Δήμητρες.

Το ΠΑΣΟΚ, σαφώς πλέον γνωρίζει μία πορεία επανάκαμψης και προσπαθεί να κερδίσει τον "χαμένο χώρο" και ψηφοφόρο που είχε μεταβεί μέσω ζυμώσεων στο ΣΥΡΙΖΑ. 

Με πολιτική "ωριμότητα" έχει συνειδητοποιήσει ότι η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - ΠΑΣΟΚ και οι παραχωρήσεις στις παραδοσιακά σοσιαλιστικές αξίες χάριν της διάσωσης της χώρας , η συνυπογραφή των μνημονίων, αλλά και οι ανώριμες "παρλάτες"  τύπου "Λεφτά υπάρχουν" δεν έχουν θέση πλέον στο σημερινό πολιτικό σύστημα το οποίο επιζητά ένα κοινωνικό κράτος μεν, το οποίο θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις πολυπληθείς προκλήσεις του διεθνούς συστήματος είτε αυτές είναι οικονομικές, υγειονομικές ή εξωτερικής πολιτικής.

Ο άμεσος στόχος λοιπόν του ΠΑΣΟΚ είναι να καταστεί και πάλι αξιωματική αντιπολίτευση, στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ή ενδεχομένως να συνυπάρξει με τα πιο μετριοπαθή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπό έναν αρχηγό, το Νίκο Ανδρουλάκη – αν και το τελευταίο σενάριο μοιάζει πιο μακρινό.

Τα μαθήματα που δίδαξαν οι εκλογές

Θεσμικά ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ελεγκτικός, πάντα προς όφελος των πολιτών καθότι όταν υπάρχει "ηγεμονία" ενός κόμματος,  η κυβέρνηση είναι σε θέση να προωθεί νομοσχέδια και τροπολογίες πολύ ευκολότερα λόγω της αυξημένης πλειοψηφίας και των πολυπληθών εδρών.

Με την αισιοδοξία ότι οι θεσμοί θα λειτουργήσουν προς όφελος της χώρας και κυρίως των πολιτών, τα μαθήματα που οφείλουν να λάβουν τα κόμματα είναι πολλά με τη Νέα Δημοκρατία να πρέπει να διατηρήσει μία μετριοπαθή στάση και να μην υποπέσει στην παγίδα της «αλαζονείας» και της παντοδυναμίας λόγω του αυξημένου ποσοστού που έλαβε στις πρώτες εκλογές, το ΣΥΡΙΖΑ να χρωστάει στους ανθρώπους που τον στήριξαν μία ειλικρινή αυτοκριτική και ένα πέρασμα στην ωριμότητα – με στελέχη που θα προσδώσουν κύρος και όχι κενοφανή αίγλη- και το ΠΑΣΟΚ να αποτελέσει ανάλογα με το αποτέλεσμα των επαναληπτικών εκλογών έναν ισορροπιστή-ρυθμιστή του πολιτικού συστήματος και να συνεισφέρει στην βελτίωση του κοινοβουλευτισμού της Ελλάδας.

 

***

 

Η Κάλλια Βαβουλιώτη είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος . Έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα της Διοίκησης Επιχειρήσεων. Μιλάει και γράφει άπταιστα στα Αγγλικά και στα Γαλλικά .

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ