Για τα ηρωϊκά κατορθώματα των αγωνιστών μας στον πόλεμο του ‘40 έχει χρησιμοποιηθή ο όρος εποποιϊα. Όχι ατυχώς. Πώς αλλοιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίση κανείς τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ‘40 αλλά και μετά, στην γερμανική αντίσταση, παρά ως έργα μεγάλα και θαυμαστά, που ξεπερνούν πράγματι την σφαίρα της λογικής και αγγίζουν τα όρια του θαύματος; Αλλά και τι λόγια να βρή κανείς, για να περιγράψη το μεγαλείο της ψυχής των ανδρών αυτών που δεν δείλιασαν ούτε μπροστά σε πολυαριθμότερους ούτε μπροστά σε αρτιότερα εξοπλισμένους μαχητές!
Άλλωστε, τό ‘χει η μοίρα των Ελλήνων, νά ΄ναι πάντοτε «πολλά ολίγοι» και να αγωνίζονται διαρκώς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, για να διαφυλάσσουν τα όσια και τα ιερά των από τους κάθε λογής εισβολείς και δυνάστες. Δεν τους έλλειψαν ποτέ οι αγώνες, αλλά και δεν ηττήθηκαν ποτέ, όσο αγωνίζονταν ενωμένοι, γιατί αναπλήρωναν την αριθμητική υστέρηση με την υπεροχή της ψυχής, την αδυναμία με την πίστη στο δίκαιο και την αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία.
Έτσι, και στον πόλεμο του ’40, οι Έλληνες καλούνται για άλλη μια φορά να υπερασπιστούν τα ιδανικά των, βροντοφωνάζουν το «ΟΧΙ» και φεύγουν για το μέτωπο «με το χαμόγελο στα χείλη» και, πρό παντός, με την ευχή της Παναγιάς, διότι βαθιά μέσα των είναι βέβαιοι ότι η Παναγιά που υβρίστηκε στην Τήνο, ανήμερα της εορτής της, θα αποκαταστήση το δίκαιο και δεν θα αφήση ατιμώρητο τον ιταμό εισβολέα που δεν την σεβάστηκε.
Εξ άλλου, δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Ιταλοί προσέβαλαν, και μάλιστα με ύπουλο τρόπο, την εδαφική μας ακεραιότητα. Είχαν επιχειρήσει και προηγουμένως να καταλάβουν την Κέρκυρα, κατείχαν ήδη τα Δωδεκάνησα. Προσφάτως δε κατέλαβαν και την γειτονική Αλβανία και αναζητούσαν έκτοτε να βρούν αφορμή, για να επιτεθούν στην μικρή Ελλάδα, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των για το αντίθετο.
Τους τύφλωσε, λοιπόν, η Άτη, ψήλωσε ο νούς των και επιτέθηκαν στην μικρή και αδύναμη Ελλάδα, πιστεύοντας ότι δεν θα συναντήσουν καμμία αντίσταση, ότι θα κάνουν απλώς περίπατο- είχαν πείσει εξ άλλου και τους στρατιώτες τους γι’ αυτό. Όχι, όμως, περίπατο δεν έκαναν, αλλά σύντομα οι περίφημες μεραρχίες των με τους Αλπινιστές, τους Λύκους, τους Κενταύρους και τους άλλους επιλέκτους σκάλωσαν στα απάτητα βουνά της Ηπείρου, τα άρματά των βούλιαξαν στις λάσπες και στα χιόνια και το ηθικό των έσπασε μπροστά στις ιαχές των Ελλήνων, που ορμούσαν λυσσαλέα πάνω των, κραυγάζοντας «αέρα», και τους ανάγκαζαν να υποχωρούν άτακτα, τρομαγμένοι και συγχυσμένοι, αφήνοντας πίσω τα πολύτιμα εφόδιά των.
Και μην θεωρήση κανείς ότι οι Ιταλοί ήταν ανίκανοι στρατιώτες. Ο ιταλικός στρατός είχε πολεμήσει με επιτυχία στην Λιβύη και στην Αιθιοπία. Ο ιταλικός στόλος ήταν ο δεύτερος καλύτερος, μετά από τον αγγλικό στην Μεσόγειο, που ο Μουσολίνι αποκαλούσε αλαζονικά «mare nostrum», η Αδριατική ήταν δική των και ο επεκτατισμός των δεν είχε όρια. Η κατάκτηση της Ελλάδος, που θα ολοκλήρωνε τα σχέδιά των, τούς είχε γίνει έμμονη ιδέα. Όμως, δεν υπολόγισαν σωστά. Έθιξαν την πίστη του Έλληνα, προσβάλλοντας την Παναγία, και πλήγωσαν το φιλότιμό του, με την άνανδρη επίθεσή των, προτού καν εκπνεύση το τελεσίγραφο.
Πράγματι, οι Έλληνες που είχαν συνυφασμένη την πίστη στον Θεό με την αγάπη στην πατρίδα λησμόνησαν προς στιγμήν τις ιδεολογικές και άλλες αντιθέσεις των, συσπειρώθηκαν για την υπεράσπιση των ιδανικών των και αγωνίστηκαν με απαράμιλλο θάρρος και αξιοθαύμαστη γενναιότητα – όπως ομολογεί κι ο Τσιάνο στα απομνημονεύματά του-. Κέρδισαν, λοιπόν, μια δίκαιη νίκη, και οι Ιταλοί βρήκαν, δικαίως, την ήττα.
Η σάτιρα, λοιπόν, σε βάρος των δεν ανταποκρινόταν πάντοτε στην πραγματικότητα, ήταν, όμως, το όπλο του λαού μας ενάντια στην αδικία που υφίστατο, στην συγκεκριμένη συγκυρία, και η προσπάθειά του να αντιπαλέψη την υλική υπεροχή με την πνευματική του ανωτερότητα, γεγονός που αναγνώριζαν πάντοτε οι εχθροί μας, γι’ αυτό και μας συνέχαιραν συχνά για τον ηρωϊσμό μας.
Έτσι, υπό της σκέπη της Παναγίας που ενίσχυε τους αγώνες και τις θυσίες των παλληκαριών μας στα θρυλικά ηπειρωτικά βουνά, και με την αξιοθαύμαστη συμβολή των αμάχων και την συνεργασία όλων, συντελέστηκε το «θαύμα του ’40» και επιτεύχθηκε, από τους μικρούς και ανίσχυρους «νέστορες», η πρώτη νίκη κατά του «λυαίου» φασισμού, η οποία ήταν προϊόν συνδυασμού πολλών παραγόντων, όπως, κυρίως: α) της εκπεφρασμένης ομόφωνα, -δια στόματος, μάλιστα, ενός δικτάτορα-, θελήσεως ενός μικρού ανυπεράσπιστου λαού να προβάλλη αντίσταση απέναντι σ’ έναν ιταμό εισβολέα, β) της υπερβάσεως, υπό την ασύμμετρη αυτήν απειλή, των επιμέρους αντιπαραθέσεων προς όφελος του κοινού συμφέροντος της πατρίδος, και γ) του συντονισμού των ενεργειών των δυνάμεων υπερασπίσεως των πατρώων εδαφών και της ομολογουμένως δύσκολης συνεργασίας των, χάρη στην οποία, πάντως, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες νίκες, που με την σειρά των ωδήγησαν, εξ αιτίας της ανυψώσεως του ηθικού, στις επόμενες μεγάλες επιτυχίες. Οι τελευταίες θα μπορούσαν, σίγουρα, να εξασφαλίσουν και την τελική νίκη, εάν δεν εκδηλωνόταν η ναζιστική γερμανική επίθεση, που ωδήγησε στην τριπλή σκληρή κατοχή αλλά και στην δημιουργία ενός άλλου μεγάλου έπους, αυτού της Εθνικής Αντιστάσεως.
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, 82 χρόνια μετά, οι ήρωές μας δεν έπαψαν ποτέ να μάς δείχνουν τον δρόμο﮲ τον δρόμο της συνεργασίας, της ομοψυχίας, της αγωνιστικότητας και της θυσίας για τα ιδεώδη της πίστεως, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Μόνον με ομόνοια, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση θα κατορθώσωμε και εμείς σήμερα, συν Θεώ, να συνεχίσωμε και να ολοκληρώσωμε τους αγώνες των και να δικαιώσωμε τους ανεκπλήρωτους πόθους των.
Για να το πετύχωμε, όμως, αυτό και για να σταθούμε και πάλι ορθοί, όπως αρμόζει σε παιδιά ηρώων, χρειάζεται να ξεφύγωμε οριστικά από την ραστώνη μας, να πάψωμε να στηριζώμαστε σε ξένες και αλλότριες δυνάμεις, απ’ όπου και εάν προέρχονται, και να εργαστούμε και μάλιστα να συνεργαστούμε για την αποτίναξη των νέων ζυγών και την απόκρουση των νέων, και μάλιστα, αυξανόμενων δεινών.
Κυρίως, όμως, χρειάζεται να αποκτήσωμε και πάλι την χαμένη μας πίστη στον Θεό, την πίστη αυτήν που εμψύχωνε τους ήρωες του ΄40 και τους ενδυνάμωνε, ώστε να φωνάζουν «αέρα» και να διώχνουν με τις ιαχές των τον τρομερό εχθρό.
Είναι, πλέον, καιρός να εμπιστευτούμε τις λιγοστές μας δυνάμεις στον Παντοδύναμο Θεό και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία θα προστρέξη και πάλι να μάς σκεπάση με το πέπλο της και να υπερασπιστή τα δίκαιά μας, αρκεί μόνον να της το ζητήσωμε! Γένοιτο!