Το μεταναστευτικό-προσφυγικό ζήτημα συνιστά ένα από τα σημαντικότερα και πιο ακανθώδη προβλήματα για την ΕΕ στο σύνολό της. Η επιρροή του είναι καταλυτική σχεδόν σε όλες τις πολιτικές εξελίξεις στα κράτη μέλη κυρίως της δυτικής Ευρώπης για πάνω από μια δεκαετία. Όποιος δεν βλέπει αυτή την αλήθεια, απλώς εθελοτυφλεί απέναντι στην πραγματικότητα. Η άνοδος πολλών λαϊκιστικών ακόμη και ακροδεξιών κομμάτων από την Σκανδιναβία μέχρι την Ιταλία και την Ελλάδα -η Χρυσή Αυγή θυμίζουμε αντρώθηκε στην συνοικία γκέτο του Αγίου Παντελεήμονα- και από την Γερμανία έως την Ισπανία εδράζεται στις τεκτονικές μετακινήσεις του εκλογικού σώματος εξαιτίας και του μεταναστευτικού ζητήματος. Το ίδιο διαπιστώνουμε και στην Γαλλία, όπου η Λεπέν διεκδικεί ακόμη και τηνπροεδρία ενός κράτους πρότυπου της ανεκτικότητας και της δημοκρατίας, στην οποία μάλιστα πρόσφατα απόστρατοι αλλά και εν ενεργεία στρατιωτικοί έκαναν λόγο ακόμη και για εμφύλιο πόλεμο, ενώ και στην επικράτηση του BREXIT, στην αρχαιότερη φιλελεύθερη δημοκρατία, αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου, επίσης το μεταναστευτικό ήταν κυρίαρχο στην ατζέντα των οπαδών της απόσχισης από την ΕΕ.
Την ίδια ώρα, και υπό την πίεση των κοινωνιών τους, το πρόβλημα επιδιώκεται να μετατεθεί στις χώρες-σύνορο της Ευρώπης. Ανάμεσά τους η Ελλάδα έχει ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος ασφαλώς είναι η γεωγραφική της θέση στο σταυροδρόμι της Δύσης με την Ανατολή, και ταυτοχρόνως έναν γείτονα κυριολεκτικά ανεξέλεγκτο, όπως είναι η Τουρκία. Η Άγκυρα έχει εργαλειοποιήσει στο μέγιστο το μεταναστευτικό. Εδώ και χρόνια, το χρησιμοποιεί για να προωθεί τους στόχους της τόσο σε σχέση με την ΕΕ όσο και έναντι της Ελλάδας. Από την πρώτη επιθυμεί τα δισεκατομμύρια για την διαχείριση των προσφύγων, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω, προέρχονται συχνά από περιοχές που η ίδια έχει συμμετάσχει ενεργά στην πρόκληση χάους. Η Τουρκία έδειξε τις προθέσεις της τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020, όταν συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες μετανάστες για μια οργανωμένη εισβολή τους, με την βοήθεια της στρατοχωροφυλακής, στο ελληνικό έδαφος. Ο στόχος αναμφισβήτητος: η πρόκληση χάους στην Ελλάδα, στο πλαίσιο ενός υβριδικού πολέμου, που είχε εξαπολύσει εναντίον της. Έχοντας ως προηγούμενο τα γεγονότα του 2015, πίστεψε ότι και αυτή την φορά θα γινόταν το ίδιο. Αλλά λάθεψε. Η κυβέρνηση, με αποφασιστικότητα, κινητοποίησε τον κρατικό μηχανισμό, και εν μέσω μιας σχεδόν καθολικής ομοψυχίας -πλην των γνωστών Λακεδαιμονίων, οι οποίοι ωστόσο σιώπησαν στα ανάλογα γεγονότα της Θέουτα στο Μαρόκο- απέτρεψε το τουρκικό σχέδιο. Η ελληνική στάση κατόρθωσε να ενεργοποιήσει και φίλες ευρωπαϊκές χώρες, που στάθηκαν στο πλευρό μας όχι μόνον στα λόγια αλλά και πρακτικά, στέλνοντας το μήνυμα ότι στον Έβρο βρίσκεται το σύνορο της Ευρώπης. Η επανάληψη του σκηνικού στο Αιγαίο, εν μέσω της πανδημίας, βρήκε την ίδια αποφασιστική απάντηση από τις δυνάμεις του ελληνικού λιμενικού και της FRONTEX, αποδεικνύοντας ότι και στη θάλασσα υπάρχουν σύνορα.
Όπως έχει πολλές φορές διατυπωθεί, το όλο ζήτημα απαιτεί μια συνεκτική και ολοκληρωμένη νέα ευρωπαϊκή μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική. Είναι φανερό ότι η υπάρχουσα είναι παρωχημένη. Αυτό το κενό καλείται να καλύψει το νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο προτεινόμενο σχέδιο υπάρχει μια διάθεση συγκερασμού διαφορετικών επιδιώξεων, των οπαδών μιας «Ευρώπης που δεν θα είναι φρούριο» αλλά ταυτόχρονα να φυλάει τα σύνορά της, που θα δέχεται τους πρόσφυγες αλλά δεν θα έχει μεγάλες ροές προς τα κράτη-μέλη. Για την Ελλάδα το σύμφωνο αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο, αρκεί να συμπεριλάβει μερικές βασικές πρόνοιες, όπως η μετεγκατάσταση να είναι υποχρεωτική και να γίνεται με βάση πληθυσμιακά κριτήρια, ο έλεγχος για όσους επιθυμούν να εισέλθουν στο έδαφος της ΕΕ να γίνεται πριν εισέλθουν σε αυτό, δηλαδή, στο έδαφος της Τουρκίας και οι ρήτρες για επιστροφές και επανεισδοχή θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα όλων των συμφωνιών της ΕΕ με τρίτες χώρες για αναπτυξιακή ή εμπορική συνεργασία.Τις θέσεις μας αυτές και από πλευράς του κοινοβουλίου και ιδιαίτερα της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, στην οποία έχω την τιμή να προεδρεύω, τις καθιστούμε σαφείς σε όλες τις αντιπροσωπείες των ευρωπαίων κοινοβουλευτικών που μας επισκέπτονται στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο. Πιστεύω ότι με επιμονή και σωστό σχεδιασμό μπορούμε να καταφέρουμε οι θέσεις μας να γίνουν τελικώς αποδεκτές από τους εταίρους μας.
Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης τηςΝέας Δημοκρατίας, και πρώην υπουργός.