Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στην ιερά μνήμη του μακαριστού πια πατρός Στεφάνου Παπαθανασίου, που εκοιμήθη εν Κυρίω προ ολίγων ημερών στην Κατερίνη. Ο αείμνηστος Γέροντας, ταπεινός, ευθύς και ακενόδοξος, φιλόχριστος και φιλότιμος, πρόσχαρος και ελεήμων, αγαπητός πολύ από τον απλό λαό, παπάς λεβέντης, φιλακόλουθος, πνευματικός ακαταπόνητος, αληθής λειτουργός του Υψίστου, με φιλοπατρία ανυπόκριτο και γενναιότητα ασυμβίβαστη, στάθηκε για πολλές δεκαετίες, «λιθάρι ριζιμιό», στήριγμα αειθαλές της τοπικής εκκλησίας της Πιερίας. Υπήρξε πνευματικός της ευρύτερης οικογενείας μου, φίλος αφοσιωμένος και συμπαραστάτης μονάκριβος. Τον αγαπάμε, τον σεβόμαστε, τον έχουμε στην καρδιά μας. Πλέον ειρήνεψε από τους κόπους του και αναπαύεται «σιμά, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον του Ευαγγελίου». Αιωνία η μνήμη του μακαριστού πατρός Στεφάνου. Να έχουμε την ευχή του.
«Ιδού ο Χριστός που γέρνοντας
Στου πόνου το κρεβάτι
Σου σιάζει το προσκέφαλο
Και σε παρηγορά».
Του Σολωμού οι περίτεχνοι στίχοι. Τόσο παρήγοροι σήμερα, που πολλοί συνάνθρωποί μας αγωνίζονται στου πόνου το κρεβάτι. Σολωμός, ο λησμονημένος από την εκπαίδευση ποιητής. Αν είχαμε υπουργείο εθνικής, ελληνικής και όχι νεοταξικής παιδείας, θα φροντίζαμε «να πλουμίσουμε» την δημοτική εκπαίδευση με δύο Ανθολόγια.Το πρώτο θα το τιτλοφορούσαμε «Ετυμολογικό Ανθολόγιο». Θα περιείχε λέξεις συχνόχρηστες της νεοελληνικής και την γενέθλιο ιστορία τους. Γιατί να μην γνωρίζουν οι μαθητές μας την ετυμολογική συγγένεια του νερού και του νεαρού; ότι συνδέονται ο ήλιος (άλιος) με το γιαλό και τη θάλασσα, το αλάτι, τη σαλάτα και το σαλάμι; Γιατί να μην μαθαίνουν ότι νόστος και νόστιμος σμιλεύτηκαν για πρώτη φορά στις «αμμουδιές του Ομήρου»; Γιατί ονομάστηκαν σκίουρος ή ρινόκερως αυτά τα ζώα ή καλύτερα κτήνη, αφού έχουμε κτηνίατρο; Με πόση ευλάβεια, μ’ ανοιχτό κυριολεκτικά στόμα, παρακολουθούν τα παιδιά την γοητευτικότατη αυτή περιήγηση στον προγονικό λόγο!!
Το δεύτερο Ανθολόγιο θα το ονομάτιζα «Ανθολόγιο Πατριδογνωσίας». Βεβαίως η λέξη πατριδογνωσία είναι ποινικοποιημένη προς το παρόν. Όσο κυβερνούν οι απτόητοι εθνομηδενιστές, η… πατριδοφθορία θα συνεχίζεται. Αντί στα σχολεία «να γιομίζει ο μαθητής προκοπή κι αρετή» τώρα έχουμε «συνταγές μαγειρικής και κείμενα θρασυδειλίας, αφιλοπατρίας και αθεϊας. Στο Ανθολόγιο αυτό θα ερανιζόμασταν ό,τι ένδοξο και σπουδαίο επιτεύχθηκε ή γράφτηκε από τους μαϊστόρους του ελληνικού λόγου από την αρχαιότητα ως σήμερα. Όλες οι ιερές «σκιές» του παρελθόντος, από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Μέγα Βασίλειο, τον Φώτιο τον Μέγα, τον Ισαπόστολο Άγιο Κοσμά, τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, τον Σεφέρη και τον Κόντογλου, τον Σεφέρη.
Ένα μεγαλειώδες γεγονός, για παράδειγμα, που θα μείνει ανεξίτηλο στα παιδιά και θα τροφοδοτεί την εθνική μας υπερηφάνεια, που τόσο έχουμε ανάγκη. Περιέχεται στα άπαντα του εθνικού μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, (εκδ, “Μέρμηγκας”, σελ.155), του «φυλάκτορα του Γένους», όπως τον ονομάζει ο Παλαμάς σ’ ένα ποίημά του. Είναι γράμμα που έστειλε στις 31 Μαρτίου του 1860 στον Ανδρέα Λασκαράτο. Το γεγονός το χαρακτηρίζει «ανέγδοτο».
Το 1822 ο Οδυσσέας πολιορκεί την Ακρόπολη των Αθηνών «όπου ευρίσκοντο κλεισμένοι οι Τούρκοι και την υπερασπίζοντο με μεγάλη καρτεροψυχία… και δεν ήτο σπάνιον κάπου να βλέπεις τα ενάντια μέρη να στέκονται με τα χέρια σταυρωμένα και άνεργα δια έλλειψιν από πολεμοφόδια. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε βέβαια και την ημέρα όπου έτυχε το ακόλουθο συμβάν»:
«Εξύπνησαν κάποια παλληκάρια του Οδυσσέως, πρωί πρωί και από το πρώτο γλυκοχάραμα έμειναν εκστατικά, βλέποντας τους Τούρκους ανεβασμένους επάνω εις τον Παρθενώνα και εργαζόμενους με μεγάλη βία να χαλούν τα ωραία εκείνα μνημεία. Τόσο παράξενη και ακατανόητη τους εφάνη τέτοια ανωφελής βαρβαρότης, οπού έτρεξαν αμέσως να ειδοποιήσουν τον Οδυσσέα. Αφού ο στρατηγός εβεβαιώθηκε με τα μάτια του απόλυσε τρία τέσσερα από τα παλληκάρια του να πλησιάσουν εις την Ακρόπολη και να ερωτήσουν του Τούρκους διατί έδειχναν τέτοια αγριότητα με μάρμαρα, τα οποία δεν τους επροξενούσαν καμμία βλάβη. Επέταξαν με μιας οι γενναίοι και ύστερα από λίγη ώρα έφεραν εις το στρατηγό την απόκριση ότι οι Τούρκοι μην έχοντας άλλο μολύβι διά να χύσουν βόλια και ξανοίξαντες ότι μέσα εις εκείνα τα μάρμαρα ευρίσκεται τούτο το μέταλλο, χυμένο επίτηδες δια να δίδη δύναμη και σταθερότητα, είχαν αποφασίσει να προστρέξουνε εις εκείνο το χαλασμό διά να δυνηθούνε να εξακολουθήσουνε τον πόλεμο.
Τέτοια απόκρισι επροξένησε μεγάλη απελπισία εις τους Έλληνες και αφού εστοχάστηκαν τι να πράξουν διά να σώσουν από τον όλεθρο τα μνημεία του μεγαλείου των, όλοι με μια φωνή αποφάσισαν να μηνύσουν εις τους αποκλεισμένους να παύσουν την καταστροφή και ήσαν έτοιμοι να τους προμηθεύσουν όσο μολύβι τους εχρειάζετο για την υπεράσπισή τους. Ούτω και εγένετο. Έστρεξαν οι Τούρκοι, και οι Έλληνες εξαγόρασαν με το αίμα τους -δίδοντες εις τους εχθρούς βόλια διά να τους σκοτώσουν- τα πολύτιμα εκείνα μάρμαρα, τα οποία ήσαν προωρισμένα να ζήσουν διά να ίδουν πάλιν αναστημένο ολόγυρά τους εκείνο το έθνος, το οποίο από τόσους αιώνας εφαίνετο βυθισμένο εις λήθαργο. Αξιοθαύμαστο παράδειγμα αρετής, γενναιότητος και ζήλου προς την πατρίδα!».
Τέτοιο ήταν το μεγαλείο των αγωνιστών του ’21: «Έτσι από μερικά παλληκάρια κρατήθηκε το Έθνος! Όσοι πεθαίνουν παλληκαρήσια, δεν πεθαίνουν. Αν δεν υπάρχει ηρωισμός, δεν γίνεται τίποτα. Και να ξέρετε ο πιστός είναι και γενναίος. Ο Μακρυγιάννης ο καημένος τι τράβηξε! Και σε τι χρόνια!
“-Κάπνισαν τα μάτια μου”, λέει κάπου Γέροντα.
Ναι κάπνισαν τα μάτια του. Από την ένταση και την αγωνία που είχε, ήταν σαν να έβγαζαν υδρατμούς τα μάτια του. Βρέθηκε σ’ εκείνη την κατάσταση και από πόνο και αγάπη θυσιαζόταν συνέχεια. Δεν σκέφθηκε, δεν υπολόγισε ποτέ τον εαυτό του. Δεν φοβήθηκε μην τον σκοτώσουν, όταν αγωνιζόταν για την Πατρίδα.
Ο Μακρυγιάννης ζούσε πνευματικές καταστάσεις. Αν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ότι από τον Άγιο Αντώνιο δε θα είχε μεγάλη διαφορά. Τρεις χιλιάδες μετάνοιες έκανε και είχε και τραύματα και πληγές. Άνοιγαν οι πληγές του, έβγαιναν τα έντερά του, όταν έκανε μετάνοιες, και τα έβαζε μέσα. Τρεις δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του.
Έβρεχε το πάτωμα με τα δάκρυά του.
Εμείς, αν ήμασταν στη θέση του, θα πηγαίναμε στο νοσοκομείο να μας υπηρετούν….». Είναι λόγια του αγίου Παϊσίου, του Αγιορείτη…