Έπιασαν στο στόμα τους κάποιες αριστερές σαπιοκοιλιές τον Καραϊσκάκη, τον σταυραετό της Ρούμελης. Άνθρωποι που το Εικοσιένα το μαγαρίζουν, θεωρώντας το ταξική εξέγερση, ακολουθώντας τις ασχημονίες του Κοδράτου, και την εκκλησία, την ελληνοσώτειρα κατά τον Ζαμπέλιο, την ελέγχουν για δοσιλογισμό και συνεργασία με τους Τούρκους για κατάπνιξη του Ιερού Αγώνος. Θολοκουλτουριάρηδες της μιας πεντάρας, που εξεμέουν οχετό ψεμάτων κατά του κλήρου και του αγίου εθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου του Έ. Που αρνούνται την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, γιατί ακριβώς ήταν κατόρθωμα της εκκλησίας. Εκκλησιομάχοι που ό,τι ανθελληνικό και σάπιο κυκλοφορεί το υιοθετούν μόνο και μόνο για να πείθουν τους κρετίνους που τους ψηφίζουν, ασχολούνται με ποιον; Τον Καραϊσκάκη. Και επιστρατεύουν μια φράση που αμφισβητείται αν την είπε ο στρατηγός, αλλά την χρησιμοποίησε ο Β. Παπακωνσταντίνου σε ένα σαχλοτράγουδό του.
γράφει ο Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος από το Κιλκίς
Ναι, είναι αλήθεια ότι χρησιμοποιούσε «ελευθεροστομίες αμέτρους». Στους δρόμους μεγάλωσε, υστερούμενος, κακουχούμενος, χλευαζόμενος, πεινών και γυμνητεύων. Δεν πήγε σε κολέγια ούτε σε σχολειά της αλλοδαπής. Αυτή την γλώσσα άκουγε στους δρόμους, τα σοκάκια και τις σπηλιές που μεγάλωσε. Και εξάλλου του Καραϊσκάκη, του ήρωα Κλεφταρματολού, που πελέκησε αμέτρητα τούρκικα κεφάλια, τις λεβέντικες, αυθόρμητες αθυροστομίες του τις ακούς και γελάς και δακρύζεις από συγκίνηση. Τις ίδιες, όταν τις εκστομίζει ο κάθε τζιτζιφιόγκος καλοπερασάκιας της σήμερον, ιδίως σκύβαλα που υποστήριξαν την προδοσία της Μακεδονίας -και όχι μόνον -νιώθεις σιχασιά.
Ήταν ο Καραϊσκάκης πιστότατος και μάλιστα με ιδιαίτερο σεβασμό στην Παναγία την Προυσιώτισσα. Ο Καραϊσκάκης αφιέρωσε στην Παναγία την Προυσιώτισσα το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας της, με τα τρία παράσημά του, τα ασημένια αστέρια, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, ο στρατηγός που ταλαιπωρούνταν από θέρμη (ελονοσία), έταξε στην Παναγιά να του χαρίσει τη γιατρειά, ώστε να συνεχίσει τους ένδοξους αγώνες του για την απελευθέρωση του Γένους, και θα την έντυνε με αργυρόχρυσο πουκάμισο. Πράγματι, γιατρεύτηκε με θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας μας, κατά την παραμονή του στη Μονή.
Διαβάζω στο παλιό περιοδικό «ΓΝΩΣΕΙΣ» το εξής. «Στα 1824 ο Καραϊσκάκης άρρωστος και καταδιωκόμενος από τους Τούρκους αναγκάστηκε να καταφύγει στη Δομνίτσα όπου έμεινε επί αρκετό χρονικό διάστημα φιλοξενούμενος από τους φίλους του Γιολδασαίους. Κατά τις πρώτες ημέρες της εκεί παραμονής του ο άρρωστος στρατηγός κάλεσε κοντά του τον ιερέα παπα -Γιάννη Φαρμάκη για να δεηθεί υπέρ της αναρρώσεώς του. Μόλις είδε τον ιερέα να μπαίνει μέσα στο σπίτι ο Καραϊσκάκης σηκώθηκε όρθιος και με δάκρυα στα μάτια του είπε: Παππούλη μου δεν με νοιάζει αν πεθάνω. Εγώ έκανα το κατά δύναμιν για το Έθνος. Παρακάλα τον Θεό να γίνω καλά γιατί ίσως με χρειασθεί ακόμα η Πατρίδα». Αυτός ήταν ο σταυραϊτός της Ρούμελης. Έλληνας αγνός, έχοντας μαζεμένα στην ηφαιστειώδη ιδιοσυγκρασία του όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Πονεμένης Ρωμιοσύνης, εξυπνάδα, παλληκαριά, αυτοθυσία, μεγαλοψυχία, τιμιότητα και φιλότιμο. Η τόλμη του στην μάχη άγγιζε τα όρια του παραλογισμού, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε μπροστά και πρώτος. Ο Κολοκοτρώνης, που αντιλήφθηκε τον κίνδυνο να χαθεί ο αρχηγός, τον ορμηνεύει διά χειρός του γραμματικού του Μιχάλη Οικονόμου:
«Αδελφέ και παιδί μου Καραΐσκάκη…
Το βόλι του εχθρού σκοπεύει και κυνηγεί ως επί το πλείστον τους διακρινόμενους ως αξιωματικούς, και δεν διακρίνει, ούτε εντρέπεται, ούτε σέβεται ή φοβείται τινά. […] Πρόσεχε τον Καραισκάκην! Όχι διά τον Καραισκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποίαν ανήκει και είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώσει (ο λόγος θάνατον δε φέρνει!) κτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον ελληνικόν εις την Ανατολικήν Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει». Και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε ο Γέρος του Μοριά στην πανωλεθρία του Φαλήρου.
Χαρακτηριστικό της ευφυίας του και αυτό που γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην βιογραφία του. «Έσερνε ένα γυναικείο παλιόβρακο, γνωστό σ’ όλο το ασκέρι του με τ’ όνομα το βρακί της Κατερίνας, που το φόραγε στους φοβιτσιάρηδες»
.
Όταν η πατρίδα κινδύνευε και ήθελε ο στρατηγός να στρατολογήσει πολεμιστές πήγαινε στα χωριά και τους μάζευε. Όσους κρύβονταν, τους κιοτήδες, «τις σαπιοκοιλιές», όπως τους ονόμαζε ο Καραϊσκάκης, τους ξετρύπωνε και τους ανάγκαζε να φορέσουν «το βρακί της Κατερίνας». (Η Κατερίνα ήταν περιβόητο για την ελευθεριότητά του γύναιο της περιοχής). Όσοι λαγόκαρδοι φορούσαν «το βρακί» ντροπιάζονταν διά βίου και συνήθως εξαφανίζονταν, για να γλιτώσουν τον περίγελω του κόσμου και κυρίως των οικείων τους, μανάδων,αδελφών και γυναικών. Εκείνα τα χρόνια «μιλούσαν οι καρδιές, τώρα μιλούν τα χρήματα». (Κανάρης).
Οι λιποτάκτες ατιμάζονταν ως ανάξιοι της πατρίδας. Αναστήθηκε το Γένος από ανθρώπους «τρελούς» σαν τον Καραϊσκάκη, που με τις ηρωϊκές «αποκοτιές τους» έδιναν θάρρος. Χαρακτηριστικό το παρακάτω επεισόδιο, το οποίο αναφέρει ο Φωτιάδης (σελ. 111). Συνήθιζε στις μάχες ο στρατηγός να προκαλεί τους Τούρκους με βρισιές και χοντρά πειράγματα. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, «τούτο το έκαμεν όχι ως αισχρουργός, αλλά διά να προξενή και θάρσος εις τους εδικούς του συντρόφους· διότι τότε τρεις χιλιάδες Τούρκοι ενικήθησαν εξαιτίας του, από πολλά ολίγον αριθμό Ελλήνων». «Μέσα στο ξάναμμα της μάχης», (στο Κομπότι, στις 8 Ιουνίου του 1821), τους φωνάζει.
– Ουχά, κιοτήδες, σταθείτε ωρέ να πολεμήσετε!
– Ποιος είσαι εσύ ωρέ, που θα μας πεις κιοτήδες;
– Είμαι ο γιος της καλογριάς και σας χέζω!
– Εμάς, γκιαούρη, χέζεις;
– Εσάς μεμέτηδες!
– Περίμενε, μπάσταρδε, να σε πιάσουμε, να σε σουβλίσουμε και τότες βλέπεις τι θα κρένει ο πισινός σου!
– Εμένα, ωρέ, θα σουβλίσετε;
– Εσένα, ωρέ, Καραϊσκάκη!
– Αμ τότες σταθήτε ν’ ακούσετε από τώρα τι κρένει (=λέει) ο πισινός μου!
Πηδάει πάνω σ’ ένα βράχο, ξεβρακώνεται, τεντώνει γυμνό τον κώλο του στους οχτρούς και τους φωνάζει:
– να ωρέ Τούρκοι…!
Ήταν όμως κρυμμένος κοντά ένας Τούρκος, τον πυροβόλησε και είδε και τρόμαξε να γιατροπορευτεί από το βόλι που τον βρήκε «στα μεριά». Όταν όμως έγινε το βαυαροκρατούμενο κρατίδιο οι αγωνιστές παραμερίστηκαν και τα αξιώματα πήγαιναν στους απειροπόλεμους πολιτικάντηδες, στο ζυμάρι των Τούρκων. Και επιδαψίλευαν τους εαυτούς τους με γελοιωδέστατους τίτλους. «Έλεγε ο Κολοκοτρώνης καταγελών: και ευγενέστατον και πανευγενέστατον και ενδοξότατον και εκλαμπρότατον και εξοχότατον και μεγαλειότατον με ονόμασαν, μόνο τον τίτλο του παναγιότατου δε μ’ έδωκαν». (Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τομ. Γ΄, σελ. 38).
Πέθανε λαβωμένος θανάσιμα ο ήρωας ανήμερα της εορτής του 23 Απριλίου του 1827. Ο Μακρυγιάννης σώζει τα τελευταία λόγια του καπετάνιου: «… Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί· μαζευόμαστε, τηράμεν· ήτανε βαρεμένος εις τ᾿ ασκέλι παραπάνου, εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί όλοι. Μας είπε με χωρατά· “Εγὼ πεθαίνω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα”. Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν». Λίγο πριν ξεψυχήσει παραμιλώντας μουρμούριζε: «Θεέ μου εγώ εδούλεψα το έθνος μου, έκαμα το χρέος μου όσο μπορούσα, λευτέρωσέ με από τους πόνους». Έκαμε το χρέος του…
Ο Κασομούλης αναφέρει πως όταν το έμαθαν οι Τουρκαλβανοί φώναζαν στους φρουρούς των ελληνικών θέσεων : «Ωρέ! ο Καραϊσκάκης ο γιος της καλόγριας πέθανε. Όλοι να βάλετε μαύρα, γιατί άλλον σαν κι αυτόν δεν έχετε».
Αυτός ήταν ο Καραϊσκάκης από τα εκλεκτότερα παλληκάρια που κοσμούν το Εικονοστάσι του Γένους. Και εδώ ταιριάζει το κοινώς λεγόμενο: να πλένουν το στόμα τους, κάτι καντιποτένιοι, όταν μιλούν για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.