Η νεαρή Σοφία Βέλλα έπασχε από μία σοβαρή αρρώστια. Το δεξί της χέρι ήταν παράλυτο. Οι γιατροί στους όποιους την πήγανε οι γονείς της, σήκωσαν ψηλά τα χέρια. Δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν.
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1899 όμως και ενώ η νύχτα είχε πέσει βαθειά στην Αθήνα, η νεαρή κοπέλα είδε στον ύπνο της μία ωραία παρθένα να μπαίνει στο δωμάτιο της και να λέγει:
– «Αύριο πρωί- πρωί να σηκωθείς και να παίξεις πιάνο!»
– «Μα πώς να παίξω; Δεν βλέπεις το χέρι μου, που είναι παράλυτο»; Είπε αυτή στο όνειρό της.
– «Είμαι η Αγία Βαρβάρα!» Είπε τότε η ωραία νέα και εξαφανίστηκε.
Το πρωί της 15ης Φεβρουαρίου, σηκώθηκε η Σοφία χαρούμενη. Το χέρι της δεν ήταν πλέον ξερό και ακίνητο. Είχε μέσα του ρυθμό και ζεστασιά. Έτρεξε τότε αμέσως η νέα και άρχισε να παίζει πιάνο. Άκουσαν οι γονείς της το επιδέξιο παίξιμο του πιάνου και πήγαν στο διπλανό δωμάτιο να δουν. Και ώ του θαύματος! Είδαν, ότι ή κόρη τους ήταν τελείως καλά. Το θαύμα έγινε γνωστό παντού.
Οι γονείς της από ευγνωμοσύνη προς την Αγία Βαρβάρα κατασκεύασαν χρυσό χέρι και το τοποθέτησαν κοντά στη θαυματουργό εικόνα της. Έτσι το όνομα της οικογένειας Βέλλα, συνδέθηκε με την θαυματουργή εικόνα. Το θαύμα αυτό υπενθυμίζεται στους πιστούς και με μία σημείωση, που βρίσκεται στο εικονοστάσι και γράφει: «Σοφία Λ. Βέλλα. Εξ ανιάτου υδράθμου πάσχουσα, κατ’ όναρ δε τη 14η Φεβρουαρίου 1899 ιαθείσα παρά της Αγίας, το εικονοστάσιο συν τη κανδήλα και περιφράγματι ευσεβώς ανέθηκεν».
Η συγκλονιστική ιστορία της νεαρής τότε Σοφίας Βέλλας, η οποία έπασχε από μια σπάνια σοβαρή ασθένεια, περιγράφεται λεπτομερώς στο βιβλίο » Η Αγία Βαρβάρα», των εκδόσεων Ένθεος βίος.