Τα Αυτονομιακά τμήματα αφού πλησίασαν κατά τη νύκτα προς τις 23 Ιουνίου 1914 τις εχθρικές θέσεις, τη χαραυγή μετά από ορμητική έφοδο ανέτρεψαν τους Αλβανούς από τις οργανωμένες θέσεις τους στα Υψώματα Καζάνι. Στη συνέχεια μετά την κατάληψη των αντικειμενικών σκοπών και τη σύντομη ανασυγκρότηση των τμημάτων, οι φάλαγγες συνέχισαν τις επιθετικές τους ενέργειες σύμφωνα με την προσωπική εκτίμηση της καταστάσεως από τους διοικητές τους και μέσα στο ευρύ περιθώριο πρωτοβουλίας που τους έδινε η διαταγή επιθέσεως του Αρχηγού Γεώργιου Τσόντου – Βάρδα.
Ενώ τα σώματα του Παύλου Γύπαρη και Παναγιώτη Γερογιάννη με διαταγή του Τσόντου – Βάρδα κατευθύνθηκαν προς τα χωριά της Κολώνιας Στίκα και Μπούτκα για να συναντήσουν τα τμήματα της Κολώνιας του Λοχαγού Νικόλαου Τσίπουρα, οι φάλαγγες του Γεώργιου Κονδύλη και Επαμεινώνδα Γραβάνη στράφηκαν προς τα βόρεια υψώματα του χωριού Νικολίτσα που κατέχονταν από εχθρικές δυνάμεις.
Το Σώμα του Οπλαρχηγού Μιχάλη Τσόντου κατέλαβε μέχρι τις 09:20 το χωριό Νικολίτσα, ενώ ο Ανθυπασπιστής Ηλίας Λουτσάρης (της φάλαγγας Ε. Γραβάνη) κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Αρέζα και να λάβει την επαφή με τον εχθρό που κατείχε τα βόρεια του χωριού υψώματα.
Η επίθεση στο δεξιό άκρο, στην κατεύθυνση Μπιγλίστα – Πρόγκρι – Σβέζντα κατά μήκος της κοιλάδας του Δεβόλη ποταμού εξελισσόταν επίσης ικανοποιητικά. Μέχρι τις 06:00 τα τμήματα του Λοχαγού Γεώργιου Μαυραντζά, που είχαν ενισχυθεί από τα Σώματα των Οπλαρχηγών Ιωάννη Καραβίτη, Κωνσταντίνου Παπαδοκώστα, και του Ανθυπασπιστή Λεωνίδα Παπαγεωργίου, κατόρθωσαν να καταλάβουν τα χωριά Μουτσουρίστα και Γκολομπέρντα (διάβαση Τσαγκόνι) και βρίσκονταν μπροστά στη Σβέζντα (αρχαίος Σελασφόρος), όπου συνάντησαν ισχυρή αντίσταση. Μετά από σκληρό αγώνα οι δυνάμεις του Λοχαγού Γ. Μαυραντζά ανέτρεψαν τους Αλβανούς και συνέχισαν την προέλαση τους προς τη λίμνη Μαλίκ. Οι απώλειες των Αυτονομιακών ήταν 3 νεκροί, ο οπλαρχηγός Σεϊμάνης με 2 άνδρες και 15 τραυματίες.
ο Οπλαρχηγός Παύλος Γύπαρης Ο Λοχαγός Γ. Κονδύλης ανέφερε στον Αρχηγό Γ. Τσόντο – Βάρδα για την εξέλιξη της επιθέσεως στην περιοχή Καζάνι – Νικολίτσα και ζήτησε την υποστήριξη του ουλαμού πυροβολικού, για να εισδύσει στην περιοχή της Κολώνιας. Τελικά μετά από διαταγή οι φάλαγγες του Γ. Κονδύλη και Ε. Γραββάνη στράφηκαν προς τα κατεχόμενα από τους Αλβανούς βόρεια υψώματα της Άρζας. Ο εχθρός, μετά από εύστοχη βολή του ουλαμού πυροβολικού, τράπηκε σε άτακτη φυγή προς τα υψώματα του όρους Μοράβα.
Ο Αρχηγός των Αυτονομιακών Δυνάμεων Κορυτσάς Γ. Τσόντος – Βάρδας εισήλθε στο χωριό Ντάρδα, όπου διέταξε τη συγκέντρωση και διανυκτέρευση των Σωμάτων των φαλάγγων Γεώργιου Κονδύλη, Επαμεινώνδα Γραββάνη και Βασίλειου Παπακώστα (εφεδρεία).
Τις πρωινές ώρες της επομένης προωθημένα τμήματα αναγνωρίσεως των Αυτονομιακών Δυνάμεων που κινήθηκαν προς τα δυτικά, πέρα από την κορυφογραμμή του Μοράβα, ανέφεραν ότι δεν συνάντησαν εχθρική αντίσταση. καθώς και ότι τα περισσότερα χωριά του κάμπου της Κορυτσάς είχαν πυρποληθεί. Σύμφωνα δε με πληροφορίες ιδιώτου Οθωμανού η φρουρά της Κορυτσάς αποτελούνταν από 85 άνδρες. Ο Αρχηγός Τσόντος – Βάρδας ανέφερε με τηλεγράφημα του προς την Αυτονομιακή Κυβέρνηση, στις 24 Ιουνίου, την προώθηση των Αυτονομιακών Δυνάμεων και την πρόθεση του να συνεχίσει τις επιχειρήσεις.
Τα τμήματα του Υπολοχαγού Παναγιώτη Γεωργακόπουλου, στις 23 Ιουνίου, κατέλαβαν το χωριό Μπόζιγκραντ και το χωριό Σενίτσα. Τα αλβανικά τμήματα στα δυτικά του Δεβόλη ποταμού, μεταξύ των χωριών Μπόζιγκραντ και Χοτσίστας, καταδιωκόμενα από τους Αυτονομιακούς διασκορπίσθηκαν προς τις διαβάσεις του Μοράβα και τα τμήματα του Υπολοχαγού Π. Γεωργακόπουλου ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Λοχαγού Γ. Μαυραντζά στην περιοχής της Σβέζντας.
Σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεως των Αυτονομιακών, προβλεπόταν σε συνδυασμό με την επίθεση ανατολικά των δυνάμεων της δυτικής Μακεδονίας του Τσόντου – Βάρδα και παράλληλη ενέργεια από τα νότια των τμημάτων της Κολώνιας του Λοχαγού Ν. Τσιπούρα.
Από τις πρωινές ώρες της 23ης Ιουνίου, οι κύριες δυνάμεις της περιοχής Κολώνιας, υπό τις διαταγές του Αρχηγού Νικολάου Τσιπούρα, επιτέθηκαν στην κατεύθυνση Ερσέκα – Κιάφε Κιάριτ – Κορυτσά, ενώ το Σώμα του Έφεδρου Υπολοχαγού Ευγένιου Στράτου κινήθηκε στην κατεύθυνση Λουμπένια – Βυθκούκι – Ερσέκα για την κάλυψη από δυτικά της ίδιας προσπάθειας.
Μετά από ασήμαντες συγκρούσεις τα τμήματα κατέλαβαν, μέχρι τη νύχτα προς 24 Ιουνίου, τη γραμμή χωριό Βυθκούκι – διάβαση Κιάφε Κιάριτ, όπου και εγκατέστησαν προφυλακές.
Τις βραδινές ώρες έφτασαν στη διάβαση Κιάφε Κιάριτ, κοντά στο χωριό Φλόκι, όπου κια διανυκτέρευσαν τα Σώματα Γύπαρη και Γερογιάννη. Την επομένη το πρωί, 24 Ιουνίου 1914, τα Αυτονομιακά τμήματα συνέχισαν την προέλαση τους χωρίς να συναντήσουν εχθρική αντίσταση. Αντιπροσωπεία κατοίκων της Κορυτσάς, που συνάντησαν κατά την κίνηση τους σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την πόλη, ανέφερε στους Αρχηγούς των Αυτονομιακών, ότι τη νύχτα οι Αλβανοί είχαν εγκαταλείψει την πόλη.
Το προπορευόμενο Σώμα του Παύλου Γύπαρη εισήλθε στην Κορυτσά στις 08:00, ακολουθούμενο από το Σώμα του Παν. Γερογιάννη και τα τμήματα της Κολώνιας του Νικ. Τσιπούρα, μέσα σε έξαλλο ενθουσιασμό των Ελλήνων κατοίκων που γιόρταζαν για δεύτερη φορά την Απελευθέρωση τους.
Οι Αρχηγοί έλαβαν αυστηρά μέτρα τάξης, τα οποία εφαρμόσθηκαν με απόλυτη ακρίβεια και οι Αυτονομιακές Δυνάμεις κατέλαβαν κατάλληλες θέσεις στην έξοδο της πόλης και στα γύρω υψώματα, γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι δυνάμεις προσκείμενες στον Εσσάτ Πασά πλησίαζαν την πόλη από τα βόρεια.
Ο Ταγματάρχης Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας, που ειδοποιήθηκε για την απελευθέρωση της Κορυτσάς, αναχώρησε από τη Ντάρδα και έφτασε στην πόλη τις βραδινές ώρες της ίδιας μέρας, απ’ όπου απέστειλε σχετικό τηλεγράφημα στην Προσωρινή Κυβέρνηση του Γεώργιου Χρ. Ζωγράφου.
Το τηλεγράφημα για την Απελευθέρωση της Κορυτσάς έφτασε στο Δέλβινο ενώ συνεδρίαζε η Συντακτική Συνέλευση για να λάβει απόφαση σχετικά με την επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας. Η Συνέλευση «τιμής ένεκεν» διέκοψε τις εργασίες της και η Προσωρινή Κυβέρνηση, αφού συνεχάρη τον Γεώργιο Τσόντο – Βάρδα για την επιτυχία, εξέδωσε γενική εγκύκλιο διαταγή προς τον Στρατό της Αυτόνομης Ηπείρου με την οποία συνέχαιρε τους αγωνιστές και τους παρότρυνε να συνεχίσουν τον αγώνα τους με το ίδιο θάρρος, μέχρι να δικαιωθούν οι θυσίες τους.
Πηγή: Το Όραμα