“Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι να οργανώνει συλλαλητήρια” είπε μεταξύ άλλων στην σημερινή του εισήγηση στην συνεδρίαση της Ιεραρχίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Ο κ. Ιερώνυμος σαν να...ξεπατίκωσε το τελευταίο μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για το Μακεδονικό ζήτησε “σύνεση, νηφαλιότητα και ομοψυχία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κρίσιμο αυτό θέμα εποικοδομητικά και ειρηνικά”.
Δεν παρέλειψε πάντως να απαντήσει εμμέσως σε όσους κατηγορούν την Εκκλησία για τις παρεμβάσεις της και την ταυτίζουν με το ένα ή το άλλο κόμμα.
“Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν έχει ουδεμία σχέση με τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων. Η Εκκλησία δεν δύναται να ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία δίχως να έρχεται σε αντίθεση με την φύση και την ιερή αποστολή της και βεβαίως δεν μπορεί να κομματικοποιείται. Δεν ορθώνει λόγο, δεν διατυπώνει πρόταση, προκειμένου να ασκήσει μία ανούσια, άσκοπη ή και ανώφελη αντιπολίτευση” τόνισε.
Ακολουθεί ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα:
“Λόγω του ότι η συνεδρίαση αυτή πραγματοποείται στον απόηχο των μεγάλων εκδηλώσεων που αφορά στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων θα ήθελα και από το βήμα αυτό να εκφράσω τις θερμότατες ευχαριστίες μου προς τα σεπτά μέλη της παρούσης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τόσο για την άψογη μεταξύ όλων συνεργασία και συνεννόηση, όσο για την άρτια και σωστή διαχείριση στο ευαίσθητο αυτό μείζονος εθνικής σημασίας θέματος.
Βεβαίως, η Εκκλησία σε όλη αυτή την τρικυμία των ραγδαίων εξελίξεων και ιστορικών γεγονότων δεν μπορεί να μένει σιωπηλή και απαθής, πολλώ δε βεβαίως όταν απειλούνται ή και διακυβεύονται τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδος μας. Άλλωστε, η Εκκλησία ποτέ δεν αδιαφόρησε για τα εθνικά ή και κοινωνικά ζητήματα της κάθε ιστορικής περιόδου, αλλά βοήθησε άμεσα η έμμεσα στην συνειδητοποίηση και εν τέλει στην επίλυσή τους. Η Εκκλησία ως Σώμα του σαρκωθέντος Θεού Λόγου έχει λόγο και γνώμη για την σημερινή κρίσιμη κατάσταση της χώρας μας, διότι δεν επαψε να αποτελεί ενεργό και αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας μας. Αναμφισβήτητα, ο ρόλος της δεν είναι να οργανώνη συλλαλητήρια. Η Εκκλησία αγρυπνεί και προσεύχεται, έχει ρόλο ενωτικό, δέεται υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου και επιθυμεί με οδηγό το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού να συμβάλη στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, ώστε να επικρατήση στον κόσμο η ειρήνη του Θεού «η πάντα νουν υπερέχουσα», η καταλλαγή και η αγάπη.
Σε αυτή την ιδιαίτερα ευαίσθητη ιστορική στιγμή και για την μεγάλη αυτή εθνική υπόθεση χρειάζεται από όλους μας οπωσδήποτε σύνεση, νηφαλιότητα και ομοψυχία, προκειμένου να αντιμετωπισθή το κρίσιμο αυτό θέμα εποικοδομητικά και ειρηνικά. Άλλωστε, βασική επιδίωξή μας πάντοτε, απέναντι σε ανάλογες δύσκολες καταστάσεις που βίωνε η πατρίδα μας ήταν η διατήρηση και η φροντίδα της κοινωνικής συνοχής. Μολονότι η ενεργή παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή απομακρύνει τους κινδύνους του ολοκληρωτισμού και της αναρχίας, εντούτοις, χρέος της Εκκλησίας είναι να αγωνίζεται για την επικράτηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης του Θεού. Μέλημά μας είναι πρωτίστως ο άνθρωπος, αφού «ουδέν γαρ όσον άνθρωπος ιερόν, ω και φύσεως εκοινώνησεν ο Θεός».
Πράγματι, το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας μας δεν μπορεί να δεχθή ή και να αντέξη άλλη επιπλέον εξαθλίωση και ταλαιπωρία, ειδικά σε επίπεδο εθνικό. Ο περήφανος Ελληνικός λαός καθ’όλη την διάρκεια της οικονομικής κρίσεως υπέδειξε και συνεχίζει να υποδυκνείη θαυμαστή δύναμη, ιώβια υπομονή, αλλά και μία ταπεινωτική πειθαρχία απέναντι στις προκλητικές, πολλές φορές, διεθνείς «συστάσεις» και πιέσεις για σκληρά οικονομικά μέτρα. Ωστόσο, αυτό που απαιτεί και ζητά είναι ο εύλογος σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματά του και η πιστή διατήρηση της ταυτότητος του κράτους και των εθνικών του δικαίων, το οποίο και αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του.
Ασφαλώς, ο ρόλος της Εκκλησίας δεν έχει ουδεμία σχέση με τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων. Η Εκκλησία δεν δύναται να ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία δίχως να έρχεται σε αντίθεση με την φύση και την ιερή αποστολή της και βεβαίως δεν μπορεί να κομματικοποιείται. Άλλωστε, η Εκκλησία δεν περιορίζεται στην εγκοσμιότητα, που περιορίζει την ελευθερία της και απομονώνει τον σκοπό της, αλλά επεκτείνεται στην αιωνιότητα. Δεν ορθώνει λόγο, δεν διατυπώνει πρόταση, προκειμένου να ασκήσει μία ανούσια, άσκοπη ή και ανώφελη αντιπολίτευση. Σκοπός της ήταν και είναι να είναι δίπλα στον κόσμο, δίπλα στον κάθε άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί ζώσα εικόνα του ζώντος Θεού, προσκαλώντας τον σε ενότητα, αφού όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ι. Χρυσόστομος η Εκκλησία είναι «ενώσεως και συμφωνίας όνομα». Όσο η Εκκλησία διατηρεί την ταυτότητά της, δεν μερίζεται, ούτε μερίζει, αλλά ενοποιεί και μεταμορφώνει”.
Τέλος αφού έκανε τον προσωπικό του απολογισμό ζήτησε ενότητα λέγοντας:
“Συνεπώς, σε αυτο το τρίπτυχο εργάσθηκα και αυτό επιθυμώ να συνεχίσω να υπηρετώ, το οποίο βασίζεται στην «ενότητα», στην «αγάπη» και στην «προσφορά». Σε αυτό το τρίπτυχο, που αποτελεί στέρεα βάση, καλώ όλους Εσάς, ανιδοτελώς και με πνεύμα αυτοθυσίας, εντατικά να εργασθούμε, υπηρετώντας τον άνθρωπο και τις άξίες του.
Σας λέγω ειλικρινά ότι κανείς μας δεν περισσεύει. Όλοι μαζί, εμείς που αποκαλούμασθε «άγιοι αδελφοί», ενωμένοι, σε μία κοινή πορεία να αναδείξουμε την δύναμη και την ενότητα της Εκκλησίας μας, που χαρακτηρίζεται από την θυσιαστική αγαπη και τη χάρη. Σας χρειάζομαι όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά, ο λαός μας χρειάζεται ολους, η πατρίδα μας χρειάζεται ενωμένους για να προσφέρουμε ευαγγελική αγάπη, στήριξη και ελπίδα στο λαό μας, γινόμενοι εμείς άξια πρότυπα και φωτεινά παραδείγματα”.