Ιστορικό και θρησκευτικό μάθημα επέλεξε να κάνε με επιστολή- απάντηση στον Πρωθυπουργό και στους ανεκδιήγητους του Υπουργείου Εξωτερικών, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Την επιστολή του θα συμπληρώσει το ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ με λίγα στοιχεία για τον μητροπολίτη, Γερμανό Καραβαγγέλη, που τα περισσότερα μέλη της νυν Κυβέρνησης αγνοούν.
Ο Α.Τσίπρας επέλεξε να συντηρήσει -διπλωματικά μεν αλλά αυτό έκανε- την μετωπική με την Εκκλησία. Οι αιχμές του στην επιστολή είναι πολλές. Μιλά για «κραυγές, εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας, ακρότητες που εν ονόματι του έθνους» για να κλείσει λέγοντας ότι υπεύθυνη για το Σκοπιανό βάσει Συντάγματος είναι η κυβέρνηση...
Η Εκκλησία και οι Ιεράρχες πρέπει να καταλάβουν ότι από τα δύο ΟΧΙ της Εκκλησίας, το ΟΧΙ στον όρο Μακεδονία στην ονομασία της ΠΓΔΜ και το ΟΧΙ στα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας ώστε να δωθεί βροντερό και ΕΘΝΙΚΟ ΟΧΙ στον Κοτζιά , το δεύτερο ΟΧΙ κάνει το πρώτο ΝΑΙ.
«Ουδέν σχόλιον» απαντούν από το ΥΠΕΞ - Δεν διαψεύδει ο Ν.Κοτζιάς την άθλια επίθεση κατά της Εκκλησίας
Το protothema ρώτησε τον εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών αν οι συγκεκριμένες αναφορές απηχούν τις απόψεις του Νίκου Κοτζιά. «Ουδέν σχόλιον» ήταν η απάντηση του Αλέξανδρου Γεννηματά, εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος απέφυγε να διαψεύσει ή και να επιβεβαιώσει τις αναφορές εναντίον της Εκκλησίας.
Στο φως ήρθε μετά την απάντηση Τσίπρα και η επιστολή που είχε στείλει ο Αρχιεπίσκοπος στον πρωθυπουργό και η οποία έχει ώς εξής:
Πρός
τόν Ἐξοχώτατο
Κύριο Ἀλέξη Τσίπρα
Πρωθυπουργό τῆς Ἑλλάδας
Ἐνταῦθα
Ἐξοχώτατε Κύριε Πρωθυπουργέ,
Μετά τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἑνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου καί στό πλαίσιο τῆς πρώτης μας αὐτῆς ἐπικοινωνίας μέσα στό 2018, προαγόμαστε νά ἐκφράσουμε τίς θερμότερες εὐχές μας γιά οἰκογενειακή καί προσωπική εὐτυχία, ἀλλά καί ἐπιτυχία στό εὐθυνοφόρο ἔργο Σας πρός ὄφελος ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Μέ τήν παροῦσα ἐπιστολή ἀπευθυνόμαστε πρός Ἐσᾶς, προκειμένου νά Σᾶς καταστήσουμε κοινωνό τοῦ εὐλόγου προβληματισμοῦ μας ἐντός τῶν πλαισίων τῆς ἱστορικῆς εὐθύνης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δέν διέλαθε τῆς προσοχῆς μας ἡ ἔντονη διπλωματική κινητικότητα κατά τίς τελευταῖες ἡμέρες στό ζήτημα τῆς ὀνομασίας τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, ἡ ὁποία κινεῖται παράλληλα πρός τίς πρόσφατες ἐκκλησιαστικές διεργασίες γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς σχισματικῆς, αὐτοτιτλοφορούμενης «Ἐκκλησίας τῆς Μακεδονίας». Συνέπεια τῶν διεργασιῶν αὐτῶν ἦταν τό Ἀνακοινωθέν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 15ης Δεκεμβρίου 2017.
Στούς χειρισμούς τῆς κατ' ἐξοχήν ἁρμόδιας Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, θέλουμε νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό ζήτημα τῶν Σκοπίων, ἔχει καί τήν ἐκκλησιαστική του παράμετρο, τήν ὁποία θεωροῦμε πολύ σοβαρή, καί ἡ ὁποία ἀπηχεῖ τήν τακτική κάποιων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς πρῶτα νά ὀργανώνονται γύρω ἀπό κάποιο ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό (κανονικό ἤ σχισματικό), ἔπειτα δέ νά οἰκοδομοῦν τήν κρατική τους ὀντότητα.
Υἱοθετῶντας τήν τακτική αὐτή, ὁ Πρόεδρος τῆς ἑνιαίας Γιουγκοσλαυίας Κροάτης Τῖτο, ἔσπευσε παράλληλα μέ τήν πολιτική δημιουργία τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων καί κατά τίς διπλωματικές ἀφορμές τῆς ἐποχῆς, νά προκαλέσει καί νά ἐνθαρρύνει τήν ἐκκλησιαστική ἀπόσχιση τῆς περιοχῆς (1958 καί 1967) ἀπό τό Πατριαρχεῖο Σερβίας, κανονικό ἔδαφος τοῦ ὁποίου λογίζεται ἕως σήμερα γιά τήν οἰκογένεια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τή δημιουργία σχισματικῆς Ἐκκλησίας μέ ὄνομα ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ τήν ἱδρυθείσα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας». Παρά τή μή ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἀπό καμία ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ σκοπιμότητα παραμένει καί νομίζουμε, εἶναι προφανής.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, χωρίς νά ἐπιθυμεῖ τήν ὁποιαδήποτε ἀνάμειξή της στίς ἐνέργειες τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, χωρίς ταυτόχρονα νά ἀπεμπολεῖ τή διαχρονική μαρτυρία λόγου καί αἵματος τοῦ Κλήρου καί τοῦ λαοῦ της ὑπέρ τῆς Ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας, ἡ ὁποία τῆς ἀπαγορεύει νά ἀποδεχθεῖ τή χρήση τοῦ ὀνόματος «Μακεδονία» ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀποφάσισε στή συνεδρία της τῆς 9ης Ἰανουαρίου τ.ἔ., νά ἐπισημάνει τόν κίνδυνο τῆς πιθανότητας μετακυλίσεως τοῦ προβλήματος τῆς ὀνομασίας τοῦ γειτονικοῦ Κράτους, ἀπό τό πολιτικό στό ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο καί τήν ἐπιβίωση ἑνός ἰδιότυπου ἀλυτρωτισμοῦ στή γείτονα χώρα μέσῳ τοῦ τίτλου τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων.
Ἐν ὄψει αὐτοῦ, θερμῶς παρακαλοῦμε νά ληφθοῦν ὑπ' ὄψη τά ἀνωτέρω, ὥστε στά πλαίσια τῆς συμφωνίας περί τοῦ ὀνόματος τοῦ Κράτους τῶν Σκοπίων, νά ὑπάρξει μέριμνα καί γιά τήν ἀντίστοιχη ὀνομασία τῆς σχισματικῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν τίτλο τῆς ὁποίας πρέπει νά ἀπαληφθεῖ ὁ ὅρος «Μακεδονία» καί τά παράγωγά του.
Γνωρίζοντας τό σεβασμό καί τήν εὐαισθησία Σας γιά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας μας καί βέβαιοι γιά τήν εὐμενῆ ἐξέταση τῆς κατά τά ἀνωτέρω ἐπισημάνσεως, εὐχόμαστε τήν Εὐλογία τοῦ Θεοῦ στά ἀγαθά Σας ἔργα καί εἰδικότερα, ἐπιτυχία στό ἐγχείρημα πού ἀναλάβατε, τῆς ἐξομαλύνσεως καί ἀμβλύνσεως τῶν ὑφισταμένων χρονίων διαφορῶν στό ζήτημα τῶν Σκοπίων καί διατελοῦμε μετ' Εὐχῶν καί Τιμῆς.
† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
Ἀκριβές Ἀντίγραφον - Αὐθημερόν
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Μεθώνης Κλήμης
Ποιος ήταν ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης
Ηταν μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά, ο αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα που απελευθέρωσε την Ελληνική Μακεδονία.
Ο επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης (16 Ιουνίου 1866 - 11 Φεβρουαρίου 1935) ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού, αργότερα, οργανώνοντας αντιανταρτικά σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές των Αγώνων εκείνων. Οι υπηρεσίες του τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες.
Ως επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα καθιερώθηκε η 13η Οκτωβρίου 1904, τότε που έπεσε νεκρός από εχθρικά πυρά ο ευπατρίδης αξιωματικός του ελληνικού στρατού και εθελοντής στον Μακεδονικό Αγώνα, Παύλος Μελάς.
Ο πρόωρος θάνατος του παλικαριού είχε ως αποτέλεσμα την πανελλήνια κινητοποίηση υπέρ των Ελλήνων Μακεδονομάχων.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει στα Απομνημονεύματα:
«Το 1900 πέθανε ο μητροπολίτης Καστορίας και χήρευσε η έδρα της. Ήταν η εποχή που οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να χτυπούν. Το Κομιτάτο τους εκδηλώθηκε το 1900 πια φανερά, και ιδίως στην επαρχία Καστοριάς, που εθεωρείτο το τελευταίο όριο της βουλγαρικής προπαγάνδας ως τον Αλιάκμονα. Σκότωσαν τον παπα-Κωνσταντίνο από το Νερέτι της Φλώρινας, τον δάσκαλο Σιστέβου Αθανάσιο και άλλους προκρίτους».
Στην αρχή διστάζει να αποδεχθεί τον διορισμό του γιατί είχε αρχίσει το διδακτικό και ποιμαντορικό του έργο στο Σταυροδρόμι (Πέραν) της Κωνσταντινούπολης. Είχαν προηγηθεί οι σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και στα πανεπιστήμια της Βόννης και της Λειψίας. Στην Πόλη οργάνωσε την παραμελημένη εκπαίδευση των κοριτσιών όλων των κοινωνικών τάξεων, ιδρύοντας το Ελληνογαλλικό Παρθεναγωγείο «Ελικών», που ονομάστηκε από το λαό Σχολείο του Καραβαγγέλη.
«Θα γίνεις επίσκοπος Καστοριάς», του μήνυσε ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος στο κελί του, «επειδή το βουλγαρικό κομιτάτο λυμαίνεται τον τόπο και πρέπει να πάει ιερέας άξιος της αποστολής του».
Ο Καραβαγγέλης διηγείται:
«Τότε δέχτηκα κι έγινα Καστοριάς. Η ίδρυση όμως και διατήρηση του Παρθεναγωγείου με είχε βυθίσει σε μεγάλα χρέη, διότι είχα συνάψει δάνεια από διάφορους φίλους μου. Κι επειδή τώρα χρειάζονταν και έξοδα του ταξιδιού, τα εξοικονόμησα από τοκογλύφους επί υποθήκη των πολύτιμων αμφίων μου.
»Πριν φύγω ασφάλισα και τη ζωή μου αντί ποσού ίσου προς τα χρέη μου, που τα πλήρωσα όταν έγινα Αμασείας».
Έξυπνος, διορατικός, διπλωμάτης, λόγιος, ψυχωμένος, πατριώτης και ανθρωπιστής ήταν ο ιερωμένος Γερμανός Καραβαγγέλης, και όλα αυτά στον υπερθετικό βαθμό. Ο ίδιος οπλοφορούσε για αμυντικούς λόγους. Χρησιμοποιούσε την πειθώ των λόγων του για να μεταστρέψει τους σλαβόφωνους στην ελληνική εθνική ιδέα.
Συγχρόνως ήταν διπλωματικός με τους Τούρκους, χωρίς να του λείπει το θάρρος σε θέματα ιερά, όπως όταν ζήτησε από τις τουρκικές Αρχές να θάψει το ακέφαλο πτώμα του Παύλου Μελά. Αργότερα, ήταν ο ίδιος που έθαψε το κεφάλι του Μελά μπρος στην Αγία Τράπεζα της Μητρόπολης της Καστοριάς…
Τα Χριστούγεννα του 1901 ο Καραβαγγέλης πηγαίνει να λειτουργήσει στην εκκλησία της Ζαγορίτσανης. Οι Βούλγαροι (Τσακαλάροφ και Μ. Βλάχος με τους ενόπλους τους) έστειλαν επιτροπή από το χωριό για να τον πείσει να λειτουργήσουν πρώτα οι Βούλγαροι.
«Όχι, η εκκλησία έγινε με ελληνικό φιρμάνι από το Ελληνικό Πατριαρχείο και εγώ είμαι αρχιερεύς. Λοιπόν πρώτος θα λειτουργήσω.
»Τότε σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να μου δώσουν τα κλειδιά. Εμίν, φωνάζω στον καβάση μου [σωματοφύλακα], πήγαινε στον καϊμακάμη να πεις να μας στείλει στρατό. Αυτοί τ’ άκουσαν και μου στείλαν τα κλειδιά. Η πρώτη λειτουργία στη Ζαγορίτσανη ήταν αλήθεια άγρια. Μα έτσι επιβλήθηκα»!
Όταν προσέγγισε τον καπετάν Κώττα στο χωριό Τύρνοβο στη Ρούλια της Φλώρινας προσπάθησε να του τονώσει την ελληνική εθνική συνείδηση με τα εξής λόγια:
«Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. Και αυτά είναι ελληνικά, και τα νομίσματα που βρίσκουμε είναι ελληνικά και οι επιγραφές είναι ελληνικές. Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο πρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. Ενώ η Βουλγαρία δεν στάθηκε ικανή ώστε να ελευθερωθεί η ίδια, παρά την απελευθέρωσε η Ρωσία…».
Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας (σημερινής Καστοριάς), από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε΄. Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο. Μεταξύ αυτών των αντιποίνων ήταν και η σφαγή στο Γορίτσανι για την οποία ο ίδιος ο Γερμανός Καραβαγγέλής γράφει:
«Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια... Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί - πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογο τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί...».[3]
Είναι πολύ φυσικό κάτω από εκείνη την αντιπαλότητα και το θρησκευτικό μένος να συνέβησαν και διάφορα έκτροπα, στα οποία φέρεται να συνήργησε ο επίσκοπος Γερμανός χωρίς όμως και να έχουν όλα αποδειχθεί, όπως ότι χρησιμοποιούσε υπηρεσίες μισθωτών δολοφόνων - τούρκων ληστών και πλήρωνε 5 λίρες (τουρκικές) για να του φέρουν το κομμένο κεφάλι ανθρώπου που ο ίδιος είχε επιλέξει, (όπως εικάζεται ότι ο Κότε (Κώττας) από το χωριό Ρούλια Καστοριάς έσφαξε τον τραυματισμένο στην επανάσταση βοεβόδα Λάζαρ Ποπτράικοφ), ή ότι πλήρωσε για το κεφάλι του 50 λίρες (!) και έβαλε στο γραφείο του φωτογραφία τού κομμένου κεφαλιού...
Ως ηγέτης τού αντιβουλγαρικού ανταρτικού κινήματος ο ίδιος γράφει: "Οι αντάρτικες ομάδες μεγάλωναν και αυξάνονταν συνεχώς (παραθέτονται τα ονόματα 30 Κρητών που ήταν επικεφαλής τέτοιων ομάδων). Διατηρούσα μαζί τους τακτική επαφή, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου και των μητροπολιτών. Συναντιόμουν προσωπικά μαζί τους και τους συμβούλευα να σκοτώνουν όλους τους ιερείς και βούλγαρους δασκάλους." (χαρακτηριστικό σημείο του θρησκευτικού και μόνο μένους).
Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα, εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959. Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
Tι είπε ο Τατσόπουλος
Τι είπε ο Οσμάνι για την παράδοση του ονόματος Μακεδονία...