Μητροπολίτης Διδυμοτείχου : Δεν είμαστε «Ιράν της Ευρώπης»-Δεν θα δεχθούμε καμία υποβάθμιση – Ο Καταστατικός Χάρτης να έχει ισχύ νόμου-Τι απάντησε για τις δημοσκοπήσεις που “θέλουν” χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας
Το πλαίσιο των σχέσεων Πολιτείας -Εκκλησίας και τις κόκκινες γραμμές από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος έθεσε σήμερα το πρωί στην εισήγησή του στην Ιεραρχία, η οποία συνεδριάζει για δεύτερη ημέρα ο Μητροπολίτης Διδυμοτείχου Δαμασκηνός
“Δεν πρέπει να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή Της στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας” ανέφερε για την Εκκλησία ο Ιεράρχης και συμπλήρωσε πως “η «αποκρατικοποίησή» της Εκκλησίαςή επί το θεολογικότερον η «απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος», δηλαδή η παροχή πλήρους θρησκευτικής αυτονομίας για τα εσωτερικά Της ζητήματα, δεν έχει απολύτως καμία αιτιώδη σχέση με την οποιαδήποτε αλλαγή της νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών φορέων από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικού δικαίου.
Αντίθετα ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας της Εκκλησίας, αλλά και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων προκύπτει ως μονοσήμαντη υποχρέωση για το Κράτος απευθείας από το άρθρο 13 του Συντάγματος και από τα άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου”
Τόνισε δε πως η πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει κάθε ενδιαφέρον να εξηγήσει προς την πολιτική ηγεσία ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διαλέγεται με το Κράτος, όχι με την ιδιότητα της θρησκευτικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, που αρύεται την ύπαρξή της από την κρατική επίνευση, αλλά ως κοινότητα Κλήρου και Λαού
Αρχικά ο κ. Δαμασκηνός διευκρίνισε πως κατά την ορθόδοξη θεώρηση, “οι σχέσεις της Εκκλησίας, υπό την ψηλαφητή και κοσμική της παρουσία, με την Πολιτεία οφείλουν να διατηρούν ως σταθερό τροχιοδείκτη και συνισταμένη την διακονία του Ανθρώπου. Τα αντικείμενα της αποστολής της ορθόδοξης Εκκλησίας και δημοκρατικής Πολιτείας τέμνονται σε ένα σημείο, στην αξία και μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί τον κολοφώνα των αξιών του ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 2) και δημιούργημα του Θεού κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του για την Εκκλησία”.
Απέκρουσε δε τη “θεωρία ότι η θρησκεία δεν πρέπει να ενδιαφέρει την πολιτική κοινότητα (κράτος), πέραν του ότι έχει αποτύχει σε άλλα κράτη και έχει οδηγήσει σε οδυνηρά αποτελέσματα ως προς την ενσωμάτωση ετερόθρησκων πληθυσμών, είναι παντελώς αποσυνάγωγη σε μία χώρα, όπου ακόμα και η καθημερινή προσφώνηση μεταξύ των κατοίκων της –«Χαίρετε»– προέρχεται, ίσως ασυνείδητα για τους περισσότερους, από τον Αναστάσιμο χαιρετισμό.”
Παρέπεμψε στην σχετική εισήγηση του Αρχιεπισκόπου κατά τις εργασίες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 4ης Οκτωβρίου 2016 όταν και είχε αποτυπωθεί μία σειρά μεθοδολογικών αρχών για την οποιαδήποτε αναθεωρητική συζήτηση,
Μίλησε για την Συνθήκη του Άμστερνταμ και απάντησε σχετικά με το επιχείρημα που αναπτύχθηκε ιδίως μετά την είσοδό μας στην Ε.Ο.Κ. (ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση) ότι δήθεν πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχει καθεστώς σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους ανάλογο με το ισχύον στην Ελλάδα ή ακόμα χειρότερα ότι είμαστε το «Ιράν της Ευρώπης», υποστηρίζοντας πως το επιχείρημα αυτό προδίδει προφανή άγνοια του ευρωπαϊκού περίγυρου μας.
Περί «θρησκευτικής ουδετερότητος»
“Ο εσχάτως προβληθείς ισχυρισμός περί «θρησκευτικής ουδετερότητος» του Κράτους, ο οποίος ενδεχομένως προσβλέπει στον θρησκευτικό αποχρωματισμό και οδηγεί σε μία μορφή οιονεί «λαϊκού κράτους», εν ονόματι της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτός ως αναγκαίο εργαλείο επιβεβαίωσης της θρησκευτικής ισότητος.” ανέφερε ο κ. Δαμασκηνός και συμπλήρωσε:
“Η εισαγωγή μίας ρήτρας στο Σύνταγμα περί «θρησκευτικής ουδετερότητας» του Κράτους υπονοεί ως δήθεν υπάρχουσα μέχρι σήμερα την ετεροβαρή αντιμετώπιση των άλλων θρησκευμάτων ή των αθέων, γεγονός το οποίο δεν ισχύει, ενώ συγχρόνως δεν υποψιάζει και για το πραγματικό περιεχόμενο αυτής της «θρησκευτικής ουδετερότητας», καθώς διεθνώς υπάρχουν πολλά μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, είτε δυσμενούς είτε ευμενούς έναντι των θρησκευμάτων. Θα πρόκειται άραγε για ουδετερόθρησκο κράτος με την έννοια του «λαϊκού κράτους», θρησκευτικά αδιάφορου, το οποίο δεν θα επιφυλάσσει καμία ειδική προστασία στα θρησκεύματα, όπως στη Γαλλία; Θα πρόκειται για κοσμικό κράτος, που απλώς δεν παρεμβαίνει στα εσωτερικά ζητήματα των θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά δεν αποκλείει την κρατική προστασία π.χ. την νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου σε ορισμένες κοινότητες η τις κρατικές επιχορηγήσεις, όπως στη Γερμανία; Συνεπώς η πρόταση εισαγωγής της αφηρημένης ρήτρας περί «θρησκευτικής ουδετερότητος» του Κράτους πρέπει να προσδιορισθεί με αναλυτικό τρόπο διατυπώσεως, από όποιους την προωθούν. Ειδάλλως δεν μπορεί να γίνει καμία σοβαρή συζήτηση επί ενός συνθήματος, το οποίο έχει εκ των προτέρων άδηλο περιεχόμενο και διεθνώς αμφίσημο νόημα”.
Συσχετίζοντας μάλιστα και την μισθοδοσία του κλήρου με αυτό μίλησε για “λογικό ατόπημα” όσον αφορά την “διασύνδεση της έννοιας της «θρησκευτικής ουδετερότητος» με την μισθοδοσία του κλήρου, αφού καμμία σχέση δεν έχουν οι δύο αυτές παράμετροι. Η μισθοδοσία του κλήρου από το Κράτος, πρώτον δεν αποτελεί νομικό προνόμιο ειδικά της Εκκλησίας της Ελλάδος (το ίδιο π.χ. συμβαίνει με τους Μουφτήδες και ιεροδιδασκάλους στην Θράκη), δεύτερον δεν έχει καμία σχέση με την αναγνώριση «επικρατούσας θρησκείας» στο Σύνταγμα, τρίτον δεν προκύπτει αιτιωδώς από την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία άλλωστε θεσπίσθηκε ρητώς με τον Καταστατικό Χάρτη του 1969, δηλαδή πολύ αργότερα από την έναρξη ενισχύσεως της μισθοδοσίας από το Κράτος το 1945, αλλά συνιστά εκπλήρωση αφηρημένης αποζημιωτικής υποχρέωσης έναντι της σχεδόν ολοκληρωτικής αφαίρεσης της εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς καταβολή οιασδήποτε αποζημίωσης από το Κράτος, το οποίο την κατέχει και την εκμεταλλεύεται μέχρι σήμερα”.
Για την αποσύνδεση των θρησκευμάτων από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ανέφερε: “Πράγματι ακούγεται από καιρού εις καιρόν από πολιτικούς η πρόταση να υπαχθούν τα θρησκεύματα στο Υπουργείο Εσωτερικών, αντί του Υπουργείου Παιδείας. Η πρόταση αυτή δεν προωθεί οποιαδήποτε ριζοσπαστικότητα, όπως ίσως ευελπιστούν οι εισηγητές της, αλλά αποκαλύπτει τα σοκαριστικά ελλείμματα της εγκύκλιας παιδείας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος”.
Για Οικουμενικό Πατριαρχείο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου σημειώνοντας πως
τυχόν κατάργηση του άρθρου 3 είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σωρεία προβλημάτων και θα αποσταθεροποιήσει την σχέση του Ελληνικού Κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κυρίως ως προς τον διεθνή χαρακτήρα του, ως προς το ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, αλλά και των λεγομένων «Νέων Χωρών». “Είναι φρόνιμο να παραμείνει και να διευρυνθεί το πεδίο προστασίας του από τον κοινό νομοθέτη, ώστε να αυξηθεί η συνταγματική προστασία της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα ως υποκειμένου της θρησκευτικής ελευθερίας (βλ. άρθρο 13) και μάλιστα ως του πλέον μαζικού συλλογικού υποκειμένου της θρησκευτικής ελευθερίας” τόνισε.
Για τις δημοσκοπήσεις, τέλος, που ζητούν χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας απήντησε:
“Προβάλλεται ενίοτε ότι οι μερικές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κόσμος επιθυμεί τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Εν πρώτοις είναι δεδομένο ότι δεν υπάρχει ομοφωνία τι σημαίνει ο διαβόητος «χωρισμός», ώστε το κοινό καλείται να απαντήσει σε ένα σύνθημα της Μεταπολίτευσης, χωρίς να του δίνεται ένα σαφές περίγραμμα συνεπειών αυτού του «χωρισμού». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση μίας ιστοσελίδας η πλειοψηφία απάντησε ότι είναι υπέρ του «χωρισμού» με το σκεπτικό ότι έτσι δεν θα παρεμβαίνει στα δημόσια ζητήματα η «Εκκλησία», ως Εκκλησίας νοουμένου αποκλειστικώς του Κλήρου. Δηλαδή υπάρχουν συμπολίτες μας, που καλόπιστα πιστεύουν ότι ένας νομικός χωρισμός θα σήμαινε ότι μπορεί τάχα η Αναθεωρητική Βουλή να ψηφίσει νέα διάταξη στο Σύνταγμα, κατά την οποία όσοι είναι θρησκευτικοί λειτουργοί θα έχουν λιγότερες ελευθερίες συνείδησης και έκφρασης δημόσιου λόγου από τους υπόλοιπους πολίτες. Κάποιοι συμπολίτες μας επομένως νομίζουν ότι η κοινωνική επιρροή των απόψεων της Εκκλησίας συναρτάται με τις θεσμικές σχέσεις Της με το Κράτος ή ότι μπορεί να μειωθεί μέσω της μεταρρύθμισης των νομικών σχέσεών Της με το Κράτος. Κατά την άποψή μου η ανάγνωση των εκάστοτε δημοσκοπήσεων για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας δείχνει κυρίως ότι ο ελληνικός Λαός θέλει η ορθόδοξη Εκκλησία, ειδικά ο Κλήρος, να έχει λιγότερη σχέση με την κρατική εξουσία. Για τον λόγο αυτό πρέπει να ενισχύσουμε την συμμετοχή του κόσμου στην Εκκλησία, όχι μόνο μέσα από την αγιαστική και λειτουργική ζωή, αλλά και μέσα από την άνοιγμα της Εκκλησίας ως κοινωνικού οργανισμού με μεγαλύτερη πρόσβαση του λαϊκού στοιχείου στις διαδικασίες διαβούλευσης και λήψεως αποφάσεων με τον λελογισμένο τρόπο, που βεβαίως θα κρίνει η Ιεραρχία και όχι η Πολιτεία. Όπως ορθώς είχε δηλώσει ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιος Ράλλης στην Βουλή κατά τις συζητήσεις για την ψήφιση του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, με αφορμή το θέμα των αρχαιρεσιών στην Εκκλησία: «Πιστεύω ότι θα έπρεπε κάποτε να υπάρξη μία δημοκρατικοποίησις … Αλλά αυτή η δημοκρατικοποίησις δεν μπορεί να προέρχεται από την Πολιτείαν».”
Κλείνοντας επισήμανε πως η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του Έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μία νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το Έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσας συλλογικής καθημερινότητάς του
Και πρότεινε τα εξής:
-Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να προωθεί την πλήρη κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής Της και με προσθήκη σαφούς διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 13 του Συντάγματος που προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, στόχος από τον οποίο απέχει τόσο και η νομοθεσία όσο και η νομολογία
-Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί σχέσεις συνεργασίας με το Κράτος, διατηρώντας το νομικό status Της. Για τον λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί «νομοθετική εξουσιοδότηση» στο Σύνταγμα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε αυτή να εκδίδει, χωρίς την σύμπραξη της Βουλής, τον Καταστατικό Της Χάρτη και τις διοικητικές πράξεις αυτοοργάνωσής Της
-Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει ώστε ο Καταστατικός της Χάρτης να ψηφίζεται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και να έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (όπως μία υπουργική απόφαση η ένα προεδρικό διάταγμα) με «αυτόνομη κανονιστική εξουσιοδότηση», που θα της παρέχει απευθείας το Σύνταγμα στα πλαίσια της θρησκευτικής Της αυτονομίας και των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας.
-Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν.
-Στό πλαίσιο της αναθεωρητικής συζήτησης η Εκκλησία της Ελλάδος, ως κειμένη εντός του κλίματος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στηρίζει την διατήρηση στο Σύνταγμα του κατοχυρωμένου ιδιαίτερου καθεστώτος του Αγίου Όρους (άρθρο 105) και των λοιπών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών μέσα στην ελληνική επικράτεια, ήτοι Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (άρθρο 3 παρ. 2). Για τον παραπάνω λόγο η Εκκλησία της Ελλάδος μπορεί να ζητήσει, ώστε σε ειδική διάταξη να αναφέρεται η υποχρέωση της Πολιτείας για την συνδρομή της υπέρ των πρεσβυγενών Ορθόδοξων Πατριαρχείων.
-Εάν η Πολιτεία επιδιώξει να παύσει με συνταγματική διάταξη ή νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τότε η Εκκλησία της Ελλάδος ίσως θα πρέπει να στηρίξει το ευρύτερο αίτημα τροποποίησης του άρθρου 16 Συντάγματος, ώστε να επιτραπούν μη κρατικά πανεπιστήμια και να αποκτήσει το δικαίωμα σύστασης παραγωγικών σχολών κληρικών ανώτατης εκπαιδεύσεως
Φωτογραφία: Χρήστος Μπόνης