Δύσκολα θα περίμενε η Αθήνα χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στις γερμανικές εκλογές. Η Άνγκελα Μέρκελ κέρδισε, αλλά η αποδυνάμωσή της στη νέα Βουλή, μπορεί να αποβεί αρνητική για τις προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι σοασιαλδημοκράτες, στους οποίους την περασμένη άνοιξη ο Αλέξης Τσίπρας είχε στηρίξει ελπίδες για ανατροπή των συσχετισμών, καταποντίστηκαν και δήλωσαν ήδη δια του Μάρτιν Σουλτς ότι δεν θέλουν να συμμετέχουν στη νέα κυβέρνηση.
Η αριστερά, την οποία στήριξε επισήμως ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονται σε περιθωριακό ρόλο. Αντιθέτως, καθοριστικό ρόλο αποκτούν δύο δυνάμεις, που μόνο προβλήματα μπορούν να προκαλέσουν στην ελληνική πλευρά: Οι Φιλελεύθεροι και το ακροδεξιό AfD. Οι πρώτοι θα συμμετέχουν κατά τα φαινόμενα στην κυβέρνηση και έχουν πιο σκληρές θέσεις για το ελληνικό θέμα ακόμη κι από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε! Τάσσονται υπέρ μίας αυστηρής αντιμετώπισης της χώρας μας και μιλούν ακόμη και για grexit. Εάν δε απαιτήσουν το υπουργείο Οικονομικών, όπως εικάζεται, στο πλαίσιο της διανομής υπουργρείων σε μία κυβερνητική συνεργασία, τότε πολλοί εκτιμούν ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν για την Ελλάδας.
Η ισχυροποίηση του AfD κρύβει μεγάλους κινδύνους για την Ελλάδα, τόσο στο μέτωπο της οικονομίας, όσο και στο προσφυγικό. Οι ακροδεξιοί ζητούν επίσης έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, ενώ αναμένεται να πιέσουν την Μέρκελ καις το προσφυγικό, ζητώντας να κλείσει τα σύνορα στους μετανάστες και να κάνει επαναπροωθήσεις – με αποδέκτη φυσικά και την Ελλάδα. Το θέμα είναι πόσο αυτή η ακραία συντηρητική στροφή της γερμανικής κοινής γνώμης και η εκ δεξιών ισχυρή αντιπολίτευση θα επηρεάσει την κυρία Μέρκελ και θα την οδηγήσει να υιοθετήσει όντως πιο αυστηρές θέσεις, ώστε να κερδίσει δεξιούς ψηφοφόρους που προτίμησαν το AfD. Το γεγονός δε ότι το ποσοστό που έλαβαν οι χριστιανοδημοκράτες δεν ήταν το αναμενόμενο, την καθιστά ευάλωτη σε αυτή την πίεση. Και την αναγκάζει να υποχωρήσει σε πολλά μέτωπα στις διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης.
Επιπλέον το γεγονός ότι το μετεκλογικό σκηνικό μοιάζει μπερδεμένο και θολό, ενισχύει την εκτίμηση ότι οι συζητήσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης θα κρατήσουν πολύ καιρό. Είναι ενδεικτικό ότι η κυρία Μέρκελ θέλει συνεργασία με τους Σοσιαλδημοκράτες, που δείχνουν αρνητικοί, ενώ τυχόν ναυάγιο στην προσπάθεια να φτιαχθεί κυβέρνηση «Τζαμάικα», όπως λέγεται η σύμπλευσή της με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, βάζει στο τραπέζι ακόμη και σενάριο επαναληπτικών εκλογών!
Η καθυστέρηση κρύβει τον κίνδυνο να καθυστερήσει δραματικά η διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, αφού πρέπει όλες οι πλευρές να περιμένουν τις διεργασίες στο Βερολίνο.
Η κυβέρνηση παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις μετεκλογικές εξελίξεις στη Γερμανία, παρότι προσπαθεί να δείξει ψύχραιμη μπροστά στη δυσμενή τροπή που λαμβάνουν τα πράγματα για όλη την Ευρώπη.
Ο πρωθυπουργός απέστειλε στην κυρία Μέρκελ ένα προσεκτικό τηλεγράφημα, αφήνοντας να φανεί με τρόπο η ανησυχία της Αθήνας, καθώς ζητά να υπάρξει κοινή προσπάθεια για τις ευρωπαϊκές αξίες, που προφανώς κινδυνεύουν:
«Συγχαρητήρια στην Άγγελα Μέρκελ για την νίκη της στις γερμανικές εκλογές. Η αλληλέγγυα και δημοκρατική Ευρώπη είναι σήμερα πιο σημαντική και αναγκαία από πότε. Όσοι πιστεύουμε σε αυτήν οφείλουμε, παρά τις διαφορές, να εργαστούμε μαζί για την εμβάθυνση και διεύρυνση των ευρωπαϊκών αξιών», αναφέρει σε ανάρτησή του στο twitter ο κ. Τσίπρας.
Νωρίτερα και πολύ πριν κλείσουν οι κάλπες, πιθανόν για να προλάβει τους φόβους και τις δυσοίωνες εκτιμήσεις για τους νέους συσχετισμούς, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος είχε σπεύσει να υποστηρίξει ότι «οι γερμανικές εκλογές δεν θα επηρεάσουν το ελληνικό πρόγραμμα… είναι σαφές ότι η στρατηγική των δύο μεγαλυτέρων γερμανικών κομμάτων κινείται προς την κατεύθυνση της ολοκλήρωσης του τρίτου προγράμματος»!
Πιθανόν μία πρώτη γεύση της αγωνίας και των ανησυχιών για το νέο τοπίο στη Γερμανία θα δοθεί σήμερα με την έλευση του Γ. Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα και στις συναντήσεις που θα έχει ο επικεφαλής του Eurogroup με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο.