Στενή μέση, στρογγυλοί γλουτοί, λεπτά πόδια: πολλοί άνθρωποι, ιδίως νέοι, δυσκολεύονται πολύ να ξεφύγουν από τέτοια πρότυπα ομορφιάς που κατακλύζουν μονίμως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram και το TikTok. Και υπάρχουν και ορισμένες ιδιαιτέρως επικίνδυνες τάσεις – το λεγόμενο “thigh gap” για παράδειγμα, μία τάση που αφορά τις γυναίκες και πρωτοεμφανίστηκε στο διαδίκτυο πριν από περίπου μία δεκαετία. Με τον όρο “thigh gap” περιγράφεται η ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού «κενού» ψηλά ανάμεσα στα δύο πόδια, το οποίο υποτίθεται πως μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ασκητικής διατροφής και της συστηματικής άσκησης, συμφωνα με το Deutsche Welle και τον Γιώργο Πασσά
Για τις περισσότερες γυναίκες που έχουν ένα υγιές σωματικό βάρος, το να έχουν “thigh gap” δεν είναι ούτε κάτι που μπορούν, αλλά ούτε και που τις ενδιαφέρει να αποκτήσουν. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη αρκετές γυναίκες που το επιδιώκουν. Στο Google υπάρχουν για παράδειγμα διάφορες σχετικές προτεινόμενες ερωτήσεις όπως «είναι υγιές το thigh gap;» ή «πώς μπορώ να αποκτήσω κενό ανάμεσα στα πόδια μου;». Όσον αφορά από την άλλη πλευρά το “waist challenge” για παράδειγμα, πρέπει κανείς να έχει μία μέση τόσο λεπτή, ώστε κάποιος άλλος να μπορεί να τυλίξει το χέρι του γύρω της και να πιει ένα ποτήρι νερό.
Την ίδια στιγμή υπάρχουν βέβαια και λιγότερο ακραίες, περισσότερο διακριτικές τάσεις, όπως το “What I eat in a day” – μία τάση που είναι πολύ αγαπητή στους χρήστες του Instagram και του TikTok και παρατηρείται εδώ και χρόνια. Νεαρές κοπέλες τραβούν βίντεο με κάθε τι που υποτίθεται ότι τρώνε μέσα στην ημέρα – κυρίως γεύματα χωρίς ζάχαρη και πλούσια σε πρωτεΐνη. Υπάρχει επίσης η τάση του “body positivity”, το να αισθάνεται δηλαδή κανείς όμορφα με το σώμα του ανεξαρτήτως του εάν είναι χοντρός, λεπτός ή έχει κάποιου είδους αναπηρία. Δεδομένου όμως του τρόπου που λειτουργεί ο αλγόριθμος, δημοσιεύσεις που σχετίζονται με το body positivity σπανίως εμφανίζονται στους χρήστες.
Ακόμη και μία εβδομάδα διάλειμμα είναι σημαντική
Πολλές μελέτες έχουν αποδείξει πως ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας επηρεάζει και τον βαθμό αυτοεκτίμησής μας. Μία έρευνα του York University του Καναδά έρχεται τώρα να εξηγήσει πώς αλλάζει η αυτοεκτίμησή μας μέσα από την αποχή από τα social media, ακόμη και αν αυτή γίνεται για σύντομο χρονικό διάστημα: οι νεαρές γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα άρχισαν να αισθάνονται μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και να αντιμετωπίζουν με πιο θετικό τρόπο το σώμα τους έπειτα από μόλις μία εβδομάδα αποχή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Στην έρευνα, που δημοσιεύθηκε στη βάση δεδομένων ScienceDirect, συμμετείχαν 66 φοιτήτριες, οι οποίες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία ομάδα χρησιμοποιούσε κανονικά τα social media, ενώ η άλλη έπρεπε να μην χρησιμοποιήσει κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης για μία εβδομάδα. Πριν και μετά την εν λόγω εβδομάδα όλες οι συμμετέχουσες ερωτήθηκαν σχετικά με το πόσο ικανοποιημένες είναι με το σώμα τους, καθώς κι εάν θα ήθελαν να έχουν σώμα μοντέλου. Η αυτοεκτίμηση των γυναικών που απείχαν από τα social media ενισχύθηκε – και μάλιστα η αποχή είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στις γυναίκες που είχαν εσωτερικεύσει πιο έντονα τα πρότυπα ομορφιάς.
Όπως επισημαίνουν και οι συντάκτες της έρευνας, αυτό ενδέχεται βέβαια να μην οφείλεται μονάχα στην αποχή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και στον διαφορετικό τρόπο αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, μιας και οι συμμετέχουσες, αντί να κάθονται στο κινητό, πέρασαν πιθανώς περισσότερο χρόνο στον φρέσκο αέρα, με φίλους ή κάνοντας κάποιο άθλημα. Και όλες αυτές οι δραστηριότητες συμβάλλουν στη βελτίωση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου.
Τι κάνουν οι εταιρείες γι’ αυτό;
Μέχρι στιγμής δεν λαμβάνονται σχεδόν καθόλου μέτρα για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Πολλοί νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται να αποστασιοποιηθούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, όσο περνούν τα χρόνια, ο μέσος όρος χρήσης των social media αυξάνεται διαρκώς.
Φέτος τον Ιανουάριο η Meta ανακοίνωσε πως πρόκειται πλέον να κρύβει το ακατάλληλο περιεχόμενο στους ανηλίκους χρήστες – εφ’ όσον βέβαια αυτοί έχουν καταχωρίσει την πραγματική τους ηλικία.
Επιπλέον, οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται συχνά κάνουν μία τρύπα στο νερό. Η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες της ΕΕ στοχεύει για παράδειγμα στην προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο από προβληματικό και ακατάλληλο περιεχόμενο, όπως αυτό που οδηγεί σε διατροφικές διαταραχές, προβλέποντας πως η εταιρεία που διαχειρίζεται το εκάστοτε μέσο δικτύωσης θα πρέπει να κρύβει ή να διαγράφει δημοσιεύσεις τέτοιου περιεχομένου. Σύμφωνα ωστόσο με έρευνα της οργάνωσης Reset.tech διαγράφηκε συνολικά μόλις το 30% των δημοσιεύσεων με σχετικό ακατάλληλο περιεχόμενο – το χαμηλότερο ποσοστό απ’ όλες τις πλατφόρμες το είχε το TikTok.