Μετά τις εξελίξεις στην περιοχή της Συρίας, φαίνεται πως η μεγάλη κερδισμένη είναι η Ρωσία καθώς η σταθεροποίηση του Ασαντ, η διχόνοια στο ΝΑΤΟ και οι δοκιμές νέων όπλων και στρατηγικών αποφέρουν πολλά οφέλη στη Μόσχα. όμως υπάρχουν και αρκετοί κίνδυνοι με τους οποίους βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη.
Τέσσερα μόλις χρόνια μετά την έναρξη της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, η Μόσχα συνεχίζει να απολαμβάνει διπλωματικά, εμπορικά και στρατιωτικά οφέλη από τις επιχειρήσεις της στο Λεβάντε.
Προκαλώντας διχόνοια μεταξύ των αντιπάλων της στο ΝΑΤΟ, δοκιμάζοντας νέα όπλα και πολλά άλλα, η Ρωσία έχει καταγράψει σειρά στρατηγικών και τακτικών επιτυχιών στη Συρία. Ανεξάρτητα από τα κέρδη αυτά, ο δρόμος για τη Μόσχα από εδώ και πέρα δεν είναι δίχως εμπόδια: από τη μεγαλύτερη έκθεση σε στρατιωτικές επιθέσεις μέχρι την προοπτική να υποστεί η Ρωσία παράπλευρες απώλειες σε τοπικές μάχες ισχύος, υπάρχουν πολλά ρίσκα στον ορίζοντα.
Κίνηση υψηλής απόδοσης
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα της Ρωσίας στη Συρία είναι τα υπέρμετρα κέρδη που καρπώθηκε με συγκριτικά χαμηλό κόστος. Με τη συμμετοχή της να φτάνει σε μια δύναμη περίπου 5.000 στρατιωτών, οι περισσότεροι από τους οποίους ανέλαβαν την εναέρια υποστήριξη, ειδικές αποστολές και συμβουλευτικά καθήκοντα, η Μόσχα (σε συνεργασία με Τεχεράνη) σταθεροποίησε την παραπέουσα κυβέρνηση της Συρίας, αποκαθιστώντας την κυριαρχία της Δαμασκού έναντι των ανταρτών στο πεδίο της μάχης.
Tούτο, με τη σειρά του, προστάτευσε τις συριακές βάσεις της Ρωσίας – οι οποίες περιλαμβάνουν πλέον ένα λιμάνι και αεροπορικές βάσεις – δίνοντας της πρόσβαση στο εμπόριο στη χώρα, ενισχύοντας το προφίλ της ως στρατιωτικής δύναμης και ανοίγοντας τον δρόμο για να αποκτήσει μεγαλύτερο διπλωματικό ρόλο στην περιοχή.
Στο διπλωματικό πεδίο, η Ρωσία διεύρυνε τη συνεργασία της με το Ιράν, μετέτρεψε την αντιπαράθεση με την Τουρκία σε μια ραγδαία εξελισσόμενη σχέση και έγινε ένας σημαντικός περιφερειακός παίχτης, τον οποίο δεν μπορούν να αγνοήσουν το Ισραήλ, η Ιορδανία και (αν και σε μικρότερο βαθμό) το Ιράκ και η Σαουδική Αραβία.
Το κυριότερο, ανάγκασε επιτέλους τις ΗΠΑ να εμπλακούν σε εκτεταμένες διαπραγματεύσεις για διάφορα περιφερειακά ζητήματα, μεταξύ των οποίων οι συνομιλίες για την εξάλειψη των χημικών όπλων στη Συρία, σε μια εποχή που οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις τιμωρούσαν το Κρεμλίνο για την προσάρτηση της Κριμαίας και τις υπόλοιπες κινήσεις της Μόσχας στην Ευρώπη.
Για τον στρατό, η επέμβαση επέτρεψε στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις να δοκιμάσουν νέο εξοπλισμό σε συνθήκες μάχης όπως πυραύλους τύπου Κρουζ και νέα αεροσκάφη, να μετακινήσουν την πλειονότητα των αξιωματικών σε διάφορες θέσεις στο θέατρο των επιχειρήσεων για να αποκτήσουν εμπειρία, να προσχωρήσει σε περισσότερες αγορές για εξαγωγές μετά την επίδειξη των επιδόσεων των όπλων της και να πειραματιστεί με τη χρήση μισθοφορικών σωμάτων όπως η «ομάδα Βάγκνερ».
Η Ρωσία τα κατάφερε όλα αυτά με τόσο λίγες απώλειες σε εξοπλισμό που η ανωτέρα διοίκηση έχει αρχίσει να συζητά την χρήση της εμπειρίας από τη Συρία ως μοντέλου ενός νέο πλαισίου επιχειρήσεων που φέρει το προσωνύμιο «στρατηγική περιορισμένης δράσης».
Από το ξεκίνημα της τουρκικής εισβολής στη βορειοανατολική Συρία στις 9 Οκτωβρίου, οι Ρώσοι πέτυχαν σημαντικούς στόχους μέσω της παρουσίας τους στη χώρα. Όχι μόνο οι ΗΠΑ ξεκίνησαν την αποχώρησή τους από την Συρία –ένα μακροπρόθεσμο αίτημα της Μόσχας- αλλά αμερικανικοί στρατιώτες παρέδωσαν κάποιες από τις βάσεις και τις εγκαταστάσεις τους απευθείας σε ρώσους, προσφέροντάς τους μια ισχυρή συμβολική νίκη που χρησιμοποίησαν για λόγους προπαγάνδας.
Τα γεγονότα αναδεικνύουν μια σημαντική κλιμάκωση στη σχέση δυο βασικών συμμάχων του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Οι διχασμοί μεταξύ των δυο μεγαλύτερων στρατών της συμμαχίας είναι πολύ ευπρόσδεκτο νέο για την Μόσχα, η οποία συνεχίζει να θεωρεί το ΝΑΤΟ κρίσιμη απειλή. Η Ρωσία δουλεύει πολύ προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης αυτού του χάσματος, πουλώντας οπλικά συστήματα, όπως οι S-400 στην Αγκυρα, τα οποία περιπλέκουν την διαλειτουργικότητα των όπλων και ενθαρρύνοντας τη στροφή της Τουρκίας κάνοντας στρατηγικές παραχωρήσεις υπέρ της Τουρκίας στη Συρία, όπως το ότι στάθηκε δίπλα της στην επίθεση στο Αφρίν τον Ιανουάριο του 2018 ή κλείνοντας τη συμφωνία της 22ης Οκτωβρίου η οποία αναγκάζει τους Κούρδους να αποτραβηχτούν από τα σύνορα.
Η πρόσφατη επίθεση της Τουρκίας στη βορειοανατολική Συρία και η συνακόλουθη απόσυρση των ΗΠΑ, οδήγησε της Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) να στραφούν προς την κυβέρνηση Ασαντ, επιτρέποντας στις δυνάμεις του να επεκτείνουν τον έλεγχό τους σε ευρύτερα τμήματα της χώρας. Αμφότερες οι εξελίξεις διευρύνουν την επιρροή και τη θέση της Ρωσίας στη χώρα, καλλιεργώντας μια ισχυρότερη και περισσότερο εδραιωμένη συριακή κυβέρνηση, υπό την άμεση επιρροή της Ρωσίας και καθιστώντας τη Μόσχα αυξανόμενα απαραίτητο ενδιάμεσο μεταξύ όλων των δυνάμεων που παραμένουν στη χώρα, περιλαμβανομένης της Τουρκίας και του SDF.
Ταραγμένα νερά μπροστά μας…
Κι’ όμως παρά τα κέρδη που αποκόμισε η Ρωσία από την εμπλοκή της στην Συρία, υπάρχουν πολλά σύννεφα στον ορίζοντα. Ο πρώτος σημαντικός κίνδυνος αφορά στην μάχη ενάντια στις εξτρεμιστικές ομάδες στην περιοχή που απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει.
Με το SDF σε αποδιοργάνωση, τους αμερικάνους εν πολλοίς αναγκασμένοι να φύγουν από τη χώρα και τους Τούρκους να εστιάζουν στη μάχη τους κατά του YPG, τον κουρδικό πυρήνα του SDF-, το ISIS έχει μια χρυσή ευκαιρία να ανακάμψει στο εκμεταλευόμενο το κενό που δημιουργείται στην ανατολική Συρία. Οι μεγάλοι αριθμοί βίαιων εξτρεμιστών που τώρα δραπετεύουν από στρατόπεδα συγκέντρωσης στη βορειοανατολική Συρία θα τονώσουν σημαντικά αυτή την προσπάθεια. Επιπλέον άλλες εξτρεμιστικές ομάδες, όπως οι σύμμαχοι της al Qaeda Hurras al-Din θα είναι σε καλύτερη θέση στην προσπάθειά τους να ενισχυθούν καθώς η προσοχή στρέφεται από το προπύργιό τους, την επαρχία Ιντλίμπ, σε άλλες περιοχές της Συρίας. Η Ρωσία μπορεί να χρειαστεί να δεσμεύσει ακόμα περισσότερους στρατιώτες και πόρους στην Συρία για να πολεμήσει μια αναγεννημένη ομάδα που βλέπει όλο και περισσότερο τη Μόσχα ως τον βασικό εχθρό.
Ακόμα και μια από τις πιο αξιοσημείωτες επιτυχίες της Ρωσίας την τελευταία χρονιά, το να βοηθήσει στο να δημιουργηθεί κρίση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία, δημιουργεί ορισμένους σημαντικούς κινδύνους για την ίδια. Το πρώτο είναι η αυξανόμενη τριβή μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας που θα δημιουργηθεί από το ότι οι δυο πλευρές μοιράζονται μια αυξανόμενη πρώτη γραμμή ανά τη Συρία, μετά την κατάρρευση του SDF και την αποχώρηση των ΗΠΑ. Εως τώρα το μοναδικό «σημείο επαφής» ήταν το de facto σύνορο στη Βόρεια Συρία μεταξύ τουρκόφιλων πολιτοφυλακών και δυνάμεων του Ασαντ που στηρίζει η Ρωσία. Τώρα, όμως, η πρώτη γραμμή μεταξύ των δυο θα επεκταθεί ανατολικά του Ευφράτη, κάτι που σημαίνει ότι η πιθανότητα συμπλοκών μεταξύ των δυνάμεων που υποστηρίζουν θα αυξηθούν, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε δυνητικές συγκρούσεις ανάμεσα σε δυνάμεις της Μόσχας και της Τουρκίας.
Ενας ακόμα κίνδυνος για τη Ρωσία, που αναδύεται από τις αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, είναι το θέμα των πυρηνικών όπλων, ειδικά σε πιθανή κατάρρευση της συμφωνίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας. Ως τμήμα της εκτεταμένης πυρηνικής αποτροπής που προσφέρουν οι ΗΠΑ στους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, έχουν περίπου 50 πυρηνικές βόμβες B61 αποθηκευμένες στην αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία.
Αυτά τα όπλα προσφέρουν εξασφάλιση στους συμμάχους του ΝΑΤΟ, όπως η Τουρκία, ότι δεν θα βρεθούν ανυπεράσπιστοι απέναντι σε μια πυρηνική επίθεση, αν και οι χώρες που τα φιλοξενούν δεν μπορούν να τα ελέγξουν άμεσα χωρίς έγκριση των ΗΠΑ. Με τις αυξανόμενες ρωγμές στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας, η τύχη αυτών των όπλων τίθεται εν αμφιβόλω.
Πρόσφατα οι New York Times μετέδωσαν ότι αξιωματούχοι από το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Ενέργειας επανεξετάζουν το θέμα των πυρηνικών όπλων στην Τουρκία. Αν οι ΗΠΑ εν τέλει αποφασίσουν να τα αποσύρουν, η Τουρκία μπορεί να αποφασίσει να επιδιώξει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα μέσα από ένα δικό της πρόγραμμα, το οποίο θα μπορούσε να πυροδοτήσει γρήγορη εξάπλωση στην περιοχή, καθώς άλλοι, όπως η Σαουδική Αραβία πιθανότατα θα ακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα θα είναι μια επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών η οποία θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την περιοχή και να φέρει περισσότερα πυρηνικά όπλα κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.
Η ισχυρή θέση της Μόσχας στη Συρία τοποθετεί επίσης της Ρωσία εν μέσω της μεγάλης περιφερειακής εχθρότητας, ειδικά μεταξύ Ιράν και Ισραήλ. Αμφότερες Μόσχα και Τεχεράνη έχουν προσφέρει σημαντική στήριξη στη συριακή κυβέρνηση, αλλά οι ρωσικές δυνάμεις μπορεί να βρεθούν στη μέση διασταυρούμενων πυρών αν ιρανοί στρατιώτες που βρίσκονται κοντά τους εμπλακούν σε εχθροπραξίες με το Ισραήλ. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι στρατιώτες έχουν ήδη υποστεί απώλειες από τις διαμάχες μεταξύ Ιρανών και Ισραηλινών. Τον Σεπτέμβριο του 2018 ένας συριακός πύραυλος που είχε εκτοξευτεί σε μια προσπάθεια να αποκρουστεί ισραηλινή επίθεση κατέρριψε ρωσικό αεροσκάφος σκοτώνοντας τους 15 επιβαίνοντες σε αυτό. Και ενώ οι Δυτικές δυνάμεις εγκαταλείπουν τη Συρία, οι ρωσικές μπορεί να υποστούν παράπλευρη ζημιά από ένα χτύπημα κατά των δυνάμεων του Ασαντ, ως αντίποινα σε πιθανή εκτεταμένη χρήση χημικών όπλων.
Εως τώρα, η παραμονή της Ρωσίας στη Συρία υπήρξε επιτυχής. Με ελάχιστες δαπάνες έδρεψε κέρδη μετατρεπόμενη στον ισχυρότερο παίκτη στη χώρα. Τώρα, όμως, η ισχυρότερη παρουσία της κάνει τη Μόσχα περισσότερο ευάλωτη σε στρατιωτικές επιθέσεις και διασταυρούμενα πυρά μεταξύ τοπικών ανταγωνιστών, ενώ διευρύνει τις δεσμεύσεις της για την περιφρούρηση τόσο των συμφερόντων της, όσο και αυτών της συριακής κυβέρνησης.
Για τη Ρωσία η μεγαλύτερη δύναμη συνοδεύεται από περισσότερες ευθύνες, καθώς και μεγαλύτερη έκθεση σε νέους κινδύνους.
πηγή: euro2day