Με οργή και απειλές αντιμετωπίζει η Άγκυρα τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την ΕΕ, ενώ οι Αμερικάνοι "γαυγίζουν" ξανά, με την Wall Street Journal να θεωρεί πως "ο Ερντογάν πρέπει να υποφέρει".
Το ζήτημα είναι οι κυρώσεις της ΕΕ και οι απειλές της Ουάσινγκτον να υλοποιηθούν πραγματικά και να σταματήσουν να χαϊδεύουν τα αυτιά της Τουρκία, γιατί ό,τι έχει καταφέρει το έχει καταφέρει παράνομα με βίαια και καταστροφικά μέσα. Και δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Έντονη η αντίδραση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών απέναντι στην απόφαση της Ε.Ε. για κυρώσεις στην Τουρκία. «Δεν μπορεί να μας πει τίποτα η Ε.Ε.», δηλώνει το Τ/ΥΠΕΞ, ενώ προαναγγέλλει ότι όχι μόνο θα συνεχίσει τις δραστηριότητές της η Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο αλλά θα τις αυξήσει.
Το τουρκικό ΥΠΕΞ εκφράζει μάλιστα την ενόχλησή του για το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές λήφθηκαν κατά την επέτειο της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.
Στην ανακοίνωσή του το τουρκικό ΥΠΕΞ αναφέρει ότι «οι αποφάσεις που λήφθηκαν στην σύνοδο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ δεν θα επηρεάσουν με κανένα τρόπο την αποφασιστικότητα της χώρας μας να συνεχίσει τις δραστηριότητές της στην ανατολική Μεσόγειο».
Στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι σε αυτές τις αποφάσεις δεν γίνεται καμιά αναφορά στους Τ/Κ, λες και δεν υπάρχουν, παρόλο που έχουν ίσα δικαιώματα επί των φυσικών πηγών του νησιού, και δείχνουν πόσο προκατειλημμένη και μονομερής είναι η Ε.Ε. στο Κυπριακό ζήτημα.
Στη συνέχεια καταφέρεται κατά του διδύμου Ελλάδας – Κύπρου.
«Αυτές οι αποφάσεις είναι το τελευταίο παράδειγμα πως το δίδυμο Ε/Κ και Ελλάδα εκμεταλλεύονται την ένταξή τους στην Ε.Ε. προς όφελος των δικών τους μαξιμαλιστικών θέσεων και πως οι άλλες χώρες της Ε.Ε. έχουν γίνει εργαλείο τους».
Το τουρκικό ΥΠΕΞ αναφέρει ότι οι δραστηριότητες της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο έχουν δύο διαστάσεις: την προστασία των δικαιωμάτων της Τουρκίας στην δική της υφαλοκρηπίδα καθώς και την προστασία των (ίσων) δικαιωμάτων των Τ/Κ στους υδρογονάνθρακες ως συνιδιοκτήτες στο νησί.
«Στην πρώτη διάσταση, η Τουρκία δεν προτίθεται να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία για την οριοθέτηση των θαλάσσιων αρμοδιοτήτων πριν από την επίλυση του Κυπριακού. Επειδή η λεγόμενη Κυπριακή Δημοκρατία από το 1963 κι έπειτα δεν εκπροσωπεί τους Τ/Κ και για εμάς και για τους Τ/Κ δεν είναι ένα πραγματικό κράτος. Η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ιδρύθηκε στη βάση της ισότητας μεταξύ Τ/Κ και Ε/Κ, έχει σταματήσει να αναγνωρίζεται ως τέτοια ήδη από το 1963. Και ο λόγος που μέχρι σήμερα το Κυπριακό παραμένει άλυτο είναι ότι οι Ε/Κ από το 1963 μέχρι σήμερα δεν αποδέχονται την πολιτική ισότητα των Τ/Κ. Ο συνομιλητής της Ε/κ διοίκησης δεν είναι η Τουρκία, είναι η ΤΔΒΚ. Η Ε.Ε. αν δεν αποδεχτεί αυτές τις πραγματικότητες, αν δεν δει τους Τ/Κ όχι ως μειονότητα αλλά ως συνιδιοκτήτες της Κύπρου, δεν είναι δυνατόν να καταλάβει το Κυπριακό πρόβλημα και να συμβάλει εποικοδομητικά», αναφέρει το τουρκικό ΥΠΕΞ.
Σύμφωνα με τη δεύτερη διάσταση, για την Τουρκία η εξεύρεση λύσης του Κυπριακού είναι δυνατή μόνο με τη εγγύηση των δικαιωμάτων των Τ/Κ. Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί σημαντική ευκαιρία για λύση η περιεκτική πρόταση συνεργασίας που υπέβαλαν στις 13 Ιουλίου οι Τ/Κ και την οποία η Τουρκία στήριξε πλήρως.
«Η Ε.Ε. αντί να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία και να ενθαρρύνει τις δύο πλευρές στο νησί να ‘συναντηθούν’ στο θέμα των υδρογονανθράκων, έχει μια συμπεριφορά αναποτελεσματική, αποκομμένη από την πραγματικότητα και μη εποικοδομητική λαμβάνοντας αποφάσεις εναντίον της Τουρκίας», αναφέρει το τουρκικό ΥΠΕΞ.
Η ανακοίνωση καταλήγει ότι «η χώρα μας θα συνεχίσει από εδώ και στο εξής, όπως και πριν, να υπερασπίζεται με αποφασιστικότητα τόσο τα δικά της δικαιώματα όσο και των Τ/Κ, ενώ θα αυξήσει ακόμη περισσότερο τις δραστηριότητές της προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ε.Ε., η οποία από τις 26 Απριλίου του 2004 δεν τηρεί πλέον τις υποσχέσεις που έδωσε στους Τ/Κ, δεν μπορεί να μας πει τίποτα. Και προκαλεί ερωτήματα που αυτές οι αποφάσεις λήφθηκαν μια σημαντική μέρα για τον τουρκικό λαό, όπως είναι η τρίτη επέτειος του προδοτικού πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου».
WSJ: Ο Ερντογάν πρέπει να «υποφέρει»
Ο Ερντογάν έβαλε στοίχημα, πήρε το ρίσκο και αποφάσισε να αγοράσει τους S-400 από την Ρωσία και από την Παρασκευή τα ρωσικά αεροσκάφη καταφθάνουν στην αεροπορική βάση Μούρτεντ της Άγκυρας για να παραδώσουν φορτία και τμήματα των πυραυλικών συστημάτων αεροπορικής άμυνας.
Η κίνηση να προχωρήσει σε στρατιωτική αλλά και στρατηγική εμβάθυνση με τον Πούτιν και τη Μόσχα, ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στα υπόλοιπα συμμαχικά κράτη-μέλη του NATO, με πρόσφατο δημοσίευμα της Wall Street Journal να αναφέρει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος πρέπει να «υποφέρει» για την αυτή την επιλογή.
Καθώς η Τουρκία αρχίζει να παραλαμβάνει τμήματα των πυραυλικών συστημάτων S-400, της Ρωσίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να τερματίσουν τη συμμετοχή της Άγκυρας στο πρόγραμμα του stealth μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς F-35, αλλά και οι αξιωματούχοι του NATO να εξετάσουν κατά πόσον η Τουρκία εξακολουθεί να ανήκει στη Συμμαχία.
Αυτό είναι το ζήτημα που θέτει το άρθρο της WSJ, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένα δηλώσει πως οι S-400 αποτελούν απειλή για την άμυνα των ΗΠΑ και του NATO.
Παράλληλα, έχει καταστεί σαφές πως όχι μόνο θα υπάρξουν οικονομικές κυρώσεις, αλλά και το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο αποκλεισμού της Τουρκίας όχι μόνο από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35, αλλά και από τη διατλαντική συμμαχία.
Το NATO, τα F-35 και οι S-400
Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα ρωσικά αεροσκάφη ξεκίνησαν από την Παρασκευή να προσγειώνονται στην Άγκυρα, δίνοντας έτσι και επίσημα το «σήμα» για την έναρξη της διαδικασίας παράδοσης και εγκατάστασης των συστημάτων στην τουρκική επικράτεια.
Μέχρι χθες, είχαν φτάσει στην Τουρκία οκτώ ρωσικά αεροσκάφη, σύμφωνα με πληροφορίες των τουρκικών μέσων ενημέρωσης και το τουρκικό Υπουργείο Άμυνας.
Στο δημοσίευμα της WSJ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «τουλάχιστον αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε να σημαίνει το τέλος της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35, αφού οι πύραυλοι S-400 έχουν σχεδιαστεί για να καταρρίψουν τα αεροπλάνα του NATO».
Αυτό όμως δεν θα «έσπρωχνε» τον Ερντογάν στην «αγκαλιά» του Ρώσου Προέδρου Πούτιν ;
Η WSJ προσθέτει ότι «πράγματι η έξοδος της Τουρκίας από το NATO θα ήταν μια νίκη για την Ρωσία, ενώ παράλληλα οι ΗΠΑ θα έχαναν την αεροπορική τους βάση στο Incirlik και η Τουρκία να μπορούσε πλέον να επιτεθεί ανοιχτά στους συμμάχους των Αμερικανών στη βόρεια Συρία.
Ο διάδοχος του Ερντογάν θα μπορούσε να επανεξετάσει τις τεταμένες σχέσεις Τουρκίας και Δύσης , με αποτέλεσμα την άρση του αποκλεισμού της Άγκυρας από το NATO και την επανένταξή της στη Συμμαχία».
Το δημοσίευμα της Wall Street Journal συνεχίζει λέγοντας ότι «ο Ερντογάν πρέπει να υποστεί ορισμένες συνέπειες, ειδάλλως οι υποχρεώσεις στο NATO δεν έχουν καμία απολύτως σημασία. Ο Πρόεδρος Τραμπ παρουσιάστηκε πιο μετριοπαθής στη συνάντησή του με τον Τούρκο Πρόεδρο στη Σύνοδο των G-20 στην Ιαπωνία, με τον τελευταίο να ερμηνεύει την στάση αυτή με λάθος τρόπο και να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα γλύτωνε από τις αμερικανικές κυρώσεις».
Καταλήγοντας, το άρθρο επισημαίνει σε αυστηρό ύφος πως «σε περίπτωση που ο Αμερικανός Πρόεδρος διστάσει στην μπλόφα του Ερντογάν, τότε το αμερικανικό Κογκρέσο πρέπει να δείξει στον Τούρκο Πρόεδρο το κόστος της προδοσίας ενός συμμάχου».