Σε 34.305 ανέρχονται τα άτομα τα οποία έλαβαν την ελληνική ιθαγένεια το 2017, κατά 3% περισσότερα από 2016, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Εξ’ αυτών, το 86,8% ήταν Αλβανοί πολίτες, το 1,3% Ουκρανοί και το 1,1% από τη Μολδαβία.
Συνολικά, το 2017, περισσότερα από 825.000 άτομα απέκτησαν την ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση με 995.000 το 2016 και 841.000 το 2015. Από αυτούς, το 17% ήταν πρώην πολίτες άλλου κράτους-μέλους της Ε.Ε., ενώ η πλειοψηφία ήταν πολίτες χωρών εκτός Ε.Ε. ή απάτριδες.
Σκεφτείτε αυτά μόνο για το 2017! Όπως είχε αποκαλύψει η εφημερίδα «Εστία» πριν λίγες ημέρες, στην Α’ Αθηνών, στους εκλογικούς καταλόγους έχουν εγγραφεί το τελευταίο χρονικό διάστημα 43.000 αλλοδαποί.
Δηλαδή το 2018 ξεκίνησαν άλλες αλχημείες!
Το 2015, στην ίδια εκλογική περιφέρεια τον ΣΥΡΙΖΑ είχαν ψηφίσει 78.431 πολίτες και τη ΝΔ 77.630 πολίτες. Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε πλήρη «σύμπνοια» με την υπόθεση των ελληνοποιήσεων.
Σύμφωνα με αυτά, σε δειγματοληπτικές καταμετρήσεις, από τον Οκτώβριο ως τον Δεκέμβριο του 2018, το υπουργείο Εσωτερικών έχει απονείμει την ελληνική υπηκοότητα και έχει πολιτογραφήσει (αν και σε μικρότερη κλίμακα από την πρώτη κατηγορία) 1.515 πρόσωπα.
«Το δημογραφικό είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο το σήμερα και το αύριο, όποιες πολιτικές χαραχθούν, τα αποτελέσματά τους θα γίνουν αντιληπτά σε βάθος χρόνου», ανέφερε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά τη συζήτηση στη Βουλή για το δημογραφικό. Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε θετικό ότι η έκθεση της διακομματικής επιτροπής για το δημογραφικό είναι σχεδόν ομόφωνη.
«Το δημογραφικό δεν είναι επιμέρους ζήτημα. Το δημογραφικό είναι ζήτημα συνολικής στρατηγικής. Συνιστά συνέπεια του τρόπου με τον οποίο επιλέγουμε να οργανώσουμε την κοινωνία μας», ανέφερε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για το θέμα.
Δηλαδή, εξήγησε, αν είμαστε σε θέση να επιλέξουμε ένα μοντέλο κοινωνικής αναπαραγωγής, στο οποίο η αύξηση του πληθυσμού θα είναι η λογική συνέπεια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας ή αντίθετα αν το μοντέλο, το οποίο επιλέγουμε, είναι αυτό που θεωρεί ενδεδειγμένο έναν τρόπο κοινωνικής αναπαραγωγής, όπου η συνέπεια της μείωσης του πληθυσμού είναι μία μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια μπροστά στην ευημερία μίας κοινωνικής μειοψηφίας που απολαμβάνει ενδεχομένως προνόμια και πλούτο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Τσίπρας σχολίασε ότι «αν και δεν συναντάται το δημογραφικό ζήτημα συχνά στον πολιτικό ανταγωνισμό, αυτός είναι σε κάθε λέξη και σε κάθε πρόταση που διατυπώνει η κάθε πολιτική δύναμη σε αυτήν εδώ την αίθουσα». «Ο τρόπος με τον οποίο οραματιζόμαστε την ανάπτυξη, τη μείωση της ανεργίας, το κοινωνικό κράτος, την παιδεία, το ασφαλιστικό σύστημα και όλα τα κρίσιμα θέματα στη δημόσια σφαίρα, συνιστά μια ενιαία απάντηση και στο μεγάλο πρόβλημα του δημογραφικού».
Η ανατροπή της μείωσης των γεννήσεων και της αύξησης των θανάτων δεν πρέπει να γίνει μέσω πολιτικών λιτότητας, χωρίς ενσωμάτωση των μεταναστών
Αν θέλουμε να μιλήσουμε επί της ουσίας για προοπτική ανατροπής αυτής της τάσης (μείωσης των γεννήσεων και αύξησης των θανάτων), πρέπει να συνομολογήσουμε ότι δεν μπορεί να γίνει μέσω πολιτικών λιτότητας και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής και χωρίς ολοκληρωμένη πολιτική ένταξη, ενσωμάτωση των μεταναστών. Αυτό τόνισε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για το δημογραφικό.
«Γι’ αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ σε τρείς απολύτως κομβικούς άξονες μίας συνολικής στρατηγικής, από την οποία προκύπτει η σταδιακή επίλυση του δημογραφικού προβλήματος» πρόσθεσε.
Μείωση της ανεργίας, προστασία της εργασίας και αύξηση των μισθών συνιστούν αναγκαία συνθήκη για την επίλυση του δημογραφικού
Στο ζήτημα της εργασίας, που είναι το υπ’ αριθμόν ένα στην υπόθεση της κοινωνικής αναπαραγωγής, αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κατά τη συζήτηση για το δημογραφικό στη Βουλή. Ο κ. Τσίπρας είπε ότι η Ελλάδα, μόλις 5 χρόνια πριν ήταν μία χώρα, στην οποία κάτι λιγότερο από το 1/3 του εργατικού δυναμικού της ήταν εκτός παραγωγής και, ακόμη χειρότερα, στην ίδια κατάσταση βρίσκονταν τα 2/3 των νέων ως 25 ετών. «Είναι σαφές ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο σχεδιασμός για το μέλλον, οι σκέψεις για οικογένεια, απόκτηση παιδιών, έγιναν όνειρο απατηλό για την πλειοψηφία των νέων ανθρώπων», σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι για αυτόν τον λόγο η κυβέρνηση είπε -από την πρώτη στιγμή- ότι αποτελεί εθνικό στόχο. «Πρώτον, θέσαμε ως εθνικό στόχο πρώτα απ’ όλα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας», επισήμανε, προσθέτοντας ότι έχουμε σήμερα πάνω από 350.000 νέες θέσεις εργασίας, κάτι που αποτυπώθηκε στη μείωση της ανεργίας κατά 9 μονάδες σε σχέση με την «οδυνηρή στιγμή του 2014».
«Δεύτερον», συνέχισε, «εργαστήκαμε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Οργανώσαμε από μηδενική βάση το ΣΕΠΕ. Κυνηγήσαμε την παραβατικότητα σε όλους του τομείς. Περιορίσαμε την αδήλωτη εργασία στο 9%, όταν είχε φτάσει το 2014 ακόμα και στο 20% στους τομείς υψηλής παραβατικότητας». «Τρίτον, προχωρήσαμε άμεσα, μετά την έξοδο από τα μνημόνια, σε δύο κομβικές ενέργειες για τη συνολική αύξηση των μισθών: Την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% και κατά 27% για τους νέους, αφού καταργήσαμε τη ντροπιαστική διάταξη της κυβέρνησης Σαμαρά, του 2012, για τον υποκατώτατο μισθό των νέων έως 25 ετών», συμπλήρωσε.
Ο κ. Τσίπρας υπογράμμισε ότι «η μείωση της ανεργίας, η προστασία της εργασίας και η αύξηση των μισθών αποτελούν προϋπόθεση για μια ενιαία στρατηγική που μπορεί να δώσει προοπτική ανατροπής αυτού του φαινομένου και συνιστά αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη σταδιακή επίλυση του δημογραφικού». Όπως υποστήριξε, χωρίς την αποκατάσταση της εργασίας, ο σχεδιασμός του μέλλοντος είναι έωλος και αμφίβολος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για αυτόν τον λόγο «οι συνταγές απορρύθμισης της εργασίας, οι νεοφιελεύθερες συνταγές διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και καθήλωσης των μισθών δήθεν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το μόνο που πετυχαίνουν με βεβαιότητα είναι να υποθηκεύουν το μέλλον μίας γενιάς».
Ο πρωθυπουργός στηλίτευσε τον χαρακτηρισμό ενεργητικών πολιτικών ως «φιλοδωρήματα», σημειώνοντας ως παράδειγμα ότι η επιδότηση ενοικίου θα καλύψει μεγάλο μέρος αναγκών νέων ανθρώπων που θέλουν να φτιάξουν οικογένεια.