Οι πρόκριτοι της Μάνης, υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, υψώνουν τη σημαία της επανάστασης στο χωριό Τσίμοβα (σημερινή Αρεόπολη) της Λακωνίας.
Η σημασία της Μάνης για την Επανάσταση είχε επισημανθεί πολύ έγκαιρα και όχι βεβαίως τυχαία.
Το μαχητικό πνεύμα των κατοίκων, το υψηλό πολεμικό τους φρόνημα, η αυτονομία της περιοχής και η απουσία τουρκικής εξουσίας ήταν ευνοϊκοί παράγοντες για την επιτυχία της πολεμικής εξέγερσης. Στις παραμονές του Αγώνα υπήρχαν εκεί ένοπλα σώματα, υπό την ηγεσία έμπειρων αρχηγών και αρκετοί Φιλικοί είχαν μεταβεί για να προετοιμάσουν το έδαφος.
Εν τω μεταξύ, η αποτυχία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία οδήγησε στην Εθνική Ελληνική Επανάσταση που ξεκίνησε από την Πελοπόννησο. Ήδη από τις αρχές Μαρτίου και πριν ακόμη οριστεί η ημέρα της έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων, παρατηρείται επαναστατικός αναβρασμός που όλο και δυνάμωνε, παρά τα μέτρα εκφοβισμού των Τούρκων με τις συλλήψεις ομήρων και την κράτηση των αρχιερέων και προκρίτων στην Τρίπολη, μετά τη γνωστή παραπλανητική πρόσκληση.
Στη Μάνη υπήρχε διχογνωμία ως προς τον κατάλληλο χρόνο έναρξης της Επανάστασης. Στην Ανατολική Μάνη από τις αρχές Μαρτίου επικρατούσε απροκάλυπτη πολεμική κινητοποίηση με τη στρατολόγηση ανδρών και την προμήθεια πολεμοφοδίων. Στη Δυτική Μάνη, που τελούσε υπό την άμεση επιρροή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, επικρατούσε μια φαινομενική τάξη, λόγω των δισταγμών του τελευταίου, ο οποίος ανησυχούσε πως οποιαδήποτε πρόωρη και ασυντόνιστη κίνηση των ντόπιων θα προξενούσε στρατιωτική επέμβαση των Τούρκων και ακύρωση της όλης προσπάθειας. Τους φόβους του αυτούς εξέφρασε και εγγράφως στις 11 Μαρτίου προς τους Πιέρρο-Μαγγιόρο και Γεωργάκη Γρηγοράκηδες, γιούς του παλιού μπέη της Μάνης.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848) ήταν ο τοπικός ηγεμόνας από το 1815. όταν ανέλαβε από το σουλτάνο το αξίωμα του μπέη της Μάνης (εξ ου και Πετρόμπεης), τίτλο που μέχρι τότε κατείχε ο Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης, ο οποίος είχε καθαιρεθεί. Χάρη στο αξίωμα αυτό και στις αναμφισβήτητες ικανότητές του, ο Πετρόμπεης κατάφερε να επιβληθεί στην περιοχή. τόσο στους Έλληνες. όσο και στους Τούρκους και να αποκτήσει μεγάλη επιρροή. Από το 1818 είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Κυριάκο Καμαρινό και αργότερα μύησε και ο ίδιος τους κυριότερους αρχηγούς της Μάνης. Υπήρξε συνετός και έμπειρος αρχηγός, ένθερμος πατριώτης, διορατικός και δεν ενθουσιαζόταν εύκολα.
Οι διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα για επέμβαση της Ρωσίας στην επικείμενη ελληνική ένοπλη εξέγερση. με την κήρυξη ρωσοτουρκικού πολέμου και την αποστολή ένοπλης δύναμης στην Ελλάδα και για την ύπαρξη πληθώρας οικονομικών μέσων. δεν έπειθαν το διστακτικό Μαυρομιχάλη, ο οποίος προσπαθούσε να διασταυρώσει τις πληροφορίες του από τον Καποδίστρια και την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας. Πίστευε. ότι οποιαδήποτε βεβιασμένη και ασυντόνιστη κίνηση. θα έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο την όλη προετοιμασία.
Οι τουρκικές αρχές ήδη υποψιάζονταν τον Πετρόμπεη. εξαιτίας της απειθαρχίας του να συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα και σχεδίαζαν την αντικατάστασή του από τη θέση του μπέη. Ο τελευταίος ξεγέλασε τις ανησυχίες του εχθρού. με την αποστολή του γιου του Αναστάση στην Τρίπολη. στη σχετική πρόσκληση των Τούρκων.
Οι Μανιάτες οπλαρχηγοί ήταν πλέον πεπεισμένοι για την επίσπευση των πολεμικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα δε με τοπική παράδοση, στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη – Τσίμοβα οι καπεταναίοι της Μάνης. με επικεφαλής τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη. κήρυξαν την Επανάσταση και έγινε δοξολογία στο ναό των Ταξιαρχών. Παράδοση που επιβεβαιώνεται. από τις πληροφορίες του Φιλήμονος και του Ιωάννη-Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου. Κατά τον Κολοκοτρώνη, οι Έλληνες «διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέμου» και «όθεν την 17ην Μαρτίου οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων».
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, γιός του Θεόδωρου, γράφει:
«Αναπτυσσομένης της ιδέας περί της Επαναστάσεως, ο σπινθήρ της Ελευθερίας ήναπτε τον ενθουσιασμό των Ελλήνων, οίτινες διενοούντο περί της ενάρξεως του πολέμου. Όθεν την 17ην Μαρτίου οι πρόκριτοι της Μάνης συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων.»
Στη μικρή πλατεία μπροστά από το ναό, στη θέση «Κοτρώνι», υψώθηκε η επαναστατική σημαία, που είχε κατασκευαστεί πρόχειρα από λευκό ύφασμα και μαύρο σταυρό. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι ιερείς ευλόγησαν τη σημαία και οι οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Πετρόμπεης, ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Η ημέρα της 17ης Μαρτίου έχει κηρυχθεί από το κράτος, ως τοπική εθνική εορτή της Αρεόπολης.
Ο όρκος των Μανιατών μπροστά στους Ταξιάρχες:
«Ορκίζομαι,
εις το όνομα του Παντοδύναμού μας Θεού,
εις το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού
και της Αγίας Τριάδος,
να χύσω και την υστέραν ρανίδα του αίματός μου,
υπέρ πίστεως και Πατρίδος.
Ορκίζομαι,
να μη βλέψω εις τα όπισθεν,
εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος
και της Θρησκείας μου.
Ορκίζομαι,
«Ταν ή επί Τας» και «Νίκη ή Θάνατος»
υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Η επιλογή της περιοχής αυτής για την κήρυξη της Επανάστασης δεν κρίθηκε τυχαία, αφού η Τσίμοβα – Αρεόπολη ήταν, επί ηγεμονίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, η «πολιτική πρωτεύουσα» της Μάνης, ο εκεί μεγάλος πύργος, του αποτελούσε το διοικητήριό του και εκεί έμεναν τα ισχυρότερα μέλη της οικογένειάς του. Επίσης η Τσίμοβα αποτέλεσε το κέντρο του επαναστατικού αγώνα της Μάνης. Στη συνέχεια, άρχισε η πολεμική προετοιμασία και οργανώθηκαν δύο στρατιωτικά τμήματα, της Ανατολικής και της Δυτικής Μάνης, τα οποία έδρασαν χωρισμένα, αλλά ταυτόχρονα υπό τους τοπικούς τους αρχηγούς, το μεν πρώτο προς Λακεδαίμονα και το δεύτερο προς Καλαμάτα.
Το μεσημέρι της 22ας Μαρτίου μια στρατιά 2.500 ανδρών, με επικεφαλής τον Πετρόμπεη, εξόρμησε προς τις πεδιάδες της Μεσσηνίας. Μαζί του ήταν πολλά μέλη της οικογένειάς του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και καπετάνιοι της Δυτικής Μάνης: ο Μούρτζινος, οι Καπετανάκηδες, οι Κουμουντουράκηδες, ο Παναγιώτης Βενετσανάκος, ο Κυβέλος, ο Χριστέας κ.ά. Το πρωί της επόμενης μέρας είχαν πλέον εισέλθει στην Καλαμάτα, μαζί τους ήταν οι Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς, Νικηταράς και οι άλλοι οπλαρχηγοί, που φυλούσαν τους γύρω λόφους, αφού πρώτα απέκοψαν κάθε προσπάθεια διαφυγής των Τούρκων προς Τρίπολη. Ο Αρναούτογλου παρέδωσε την πόλη χωρίς αντίσταση, έπειτα από σχετικό πρωτόκολλο και αφού διασφαλίστηκε η ζωή των Τούρκων.
Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος και μπροστά από τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλω,ν έγινε πανηγυρική δοξολογία, κατά την οποία 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό αγώνα. Ακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών και των προκρίτων, κατά την οποία αποφασίστηκε η σύσταση επαναστατικής επιτροπής, της «Μεσσηνιακής Γερουσίας» ή «Συγκλήτου», με σκοπό το συντονισμό του επαναστατικού αγώνα. Η ηγεσία δόθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του «αρχιστράτηγου των σπαρτιατικών δυνάμεων».
Την ίδια μέρα ο Πετρόμπεης, ως πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας, απέστειλε «προειδοποίησιν εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς», γνωρίζοντας την Επανάσταση των Πελοποννησίων και ζητώντας βοήθεια για την Ελλάδα «εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε […] όσον τάχος την φιλάνθρωπον συνδρομήν και διά χρημάτων και διά όπλων, και διά συμβουλής», διαβεβαιώνοντας για την έμπρακτη απόδειξη της ευγνωμοσύνης της. Η «προειδοποίησις» αυτή αποτελεί το πρώτο διπλωματικό έγγραφο της επαναστατημένης Ελλάδας προς τις ξένες δυνάμεις.
Ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης, ο οποίος μίλησε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Λόντο, τον Ζαΐμη και άλλους προκρίτους της Αχαΐας, γράφει για την έναρξη της επανάστασης.
«Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν Μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτων η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Την ιδέα ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επικήδειώ μου λόγω εις Ανδρέα Ζαΐμη, πριν εξακριβώσω την αλήθεια»
Όπως γίνεται αντιληπτό, ακόμα και ο ιστορικός της εποχής Σπυρίδων Τρικούπης, δυσκολεύτηκε να εντοπίσει την πραγματική ημερομηνία και τοποθεσία, όπου έλαβε χώρα η έναρξη της Εθνεγερσίας. Τα μαζικά κινήματα στην Πελοπόννησο, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξέγερσης και φυσικά οι πολιτικοί τοπικισμοί οδήγησαν σε λαθεμένα συμπεράσματα.
Εδώ άξιο λόγου είναι, ότι την πρώτη επίσημη ελληνική ιστορία που διδάχτηκε στα σχολεία, δεν την έγραψαν Έλληνες ιστορικοί ή πρωταγωνιστές των γεγονότων της εποχής, αλλά ξένοι συγγραφείς (φιλέλληνες) όπως ο Πούκεβιλ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, καταγραφή πλήθους ανακριβειών και πολιτικών αναγωγών, μακριά από την ισχύουσα ιστορική πραγματικότητα.
Ο Πολεμιστής Της Ειμαρμένης
Η περιοχή της Μάνης, σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, παρέμεινε στην πραγματικότητα απόρθητη, παρά τις επανειλημμένες απόπειρες των Τούρκων για την υποδούλωσή της. Μάλιστα, από το 1776, μετά τα Ορλωφικά, ανακηρύχθηκε σε ημιανεξάρτητη, φόρου υποτελή ηγεμονία, υπό την άμεση δικαιοδοσία του καπουδάν πασά. Τη διοίκησή της αναλάμβανε ένας από τους καπεταναίους της περιοχής, που διοριζόταν μπέης και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης.
Η Μάνη είχε γίνει «το μεγαλύτερον φόβητρον των Τούρκων και το καταφύγιον των Ελλήνων», καθώς λόγω του ιδιότυπου αυτού καθεστώτος, στην επικράτειά της υπήρχαν μόνιμες ανεξέλεγκτες δυνάμεις ενόπλων ανδρών, που αποτελούσαν και τους μοναδικούς έμπειρους πολεμιστές στην Πελοπόννησο. Η φήμη των κατοίκων, σε συνδυασμό με τη σχετική αυτοτέλεια της περιοχής και το κατάλληλο έδαφος της χερσονήσου, που μπορούσε να λειτουργήσει ως ορμητήριο και παράλληλα ως καταφύγιο, είχαν καταστήσει τη Μάνη στη συνείδηση τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων, ως την πιο κατάλληλη περιοχή για την έναρξη του μεγάλου αγώνα. Πράγματι, παρά τις αντιπαλότητες και τις διαμάχες μεταξύ των μεγάλων οικογενειών της περιοχής, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας σημειώθηκαν αρκετά επαναστατικά κινήματα και οργανώθηκε η καθολική συμμετοχή των Μανιατών στη μεγάλη επανάσταση.
Τον Οκτώβριο του 1819, οι αρχηγοί συγκεντρώθηκαν στις Κιτριές, στο σπίτι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του τελευταίου μπέη της Μάνης, και υπέγραψαν συμφωνία για συνεννόηση και κοινή προετοιμασία. Επί πλέον, πολλοί Μανιάτες, καπεταναίοι, και ο ίδιος ο Πετρόμπεης, έσπευσαν να μυηθούν στη Φιλική Εταιρεία, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε καθολική εξέγερση των Ελλήνων έπρεπε να στηριχθεί στη Μάνη. Μάλιστα, το αρχικό σχέδιο του Υψηλάντη ήταν να μεταβεί ο ίδιος εκεί για την κήρυξη της επανάστασης, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω των κινδύνων που υπέκρυπτε η μετακίνησή του στο ευρωπαϊκό έδαφος.
7Η ματαίωση του σχεδίου αυτού, αντί να απογοητεύσει τους Μανιάτες, μάλλον ενέτεινε το επαναστατικό τους φρόνημα. Ήδη από τις αρχές του 1821 επικρατούσε πολεμικός αναβρασμός στην περιοχή, όπως και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ακολουθώντας τις εντολές της Φιλικής Εταιρείας, είχαν έλθει στη Μάνη ο Παπαφλέσσας και σπουδαίοι οπλαρχηγοί, όπως ο Αναγνωσταράς και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι οποίοι περιφέρονταν στα χωριά και στρατολογούσαν τους κατοίκους. Οι προετοιμασίες διεξάγονταν εντελώς απροκάλυπτα στην Ανατολική Μάνη, όπου η παρουσία της εξουσίας ήταν, ουσιαστικά, ανύπαρκτη, και πιο ήπια στη Δυτική, όπου βρισκόταν η έδρα του μπέη. Ο Πετρόμπεης είχε με επιτυχία κατορθώσει να καλύψει την παρουσία και τη δράση των οπλαρχηγών, αλλά και να αποφύγει τη μετάβασή του στην Τρίπολη, στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν ο Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου, προκειμένου να αποδυναμώσει το ενδεχόμενο της εξέγερσης στην επικράτειά του, κάλεσε όλους τους αρχιερείς και τους προκρίτους της Πελοποννήσου, με το πρόσχημα της σύσκεψης, στην πραγματικότητα, όμως, για να τους κρατήσει εκεί. Προφασιζόμενος ασθένεια, ο Πετρόμπεης έστειλε το γιο του Αναστάσιο, καθησυχάζοντας έτσι την τουρκική ηγεσία και εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη δράση των καπεταναίων.
Από τις αρχές Μαρτίου, σε όλη τη Μάνη επικρατούσε εμφανής πολεμικός συναγερμός. Οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους, συναθροίζονταν στις πλατείες των χωριών ετοιμάζοντας «μπαρουτόβολα» και συγκεντρώνοντας τρόφιμα για τους πολεμιστές, ενώ οι οπλαρχηγοί κατέβαλαν αγωνιώδεις προσπάθειες να εξασφαλίσουν μολύβι και μπαρούτι, να συγκεντρώσουν πολεμιστές και να συγκροτήσουν σώματα. Αυτή η ζωηρή και απροκάλυπτη προετοιμασία, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες διαμάχες μεταξύ των ισχυρών οικογενειών της Μάνης, είχαν σοβαρά ανησυχήσει τον Πετρόμπεη, ο
οποίος φοβόταν ότι μια πρόωρη εξέγερση θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και στην αντίδραση των Τούρκων με τη λήψη σκληρών μέτρων κατά της Μάνης. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του στους Γρηγοράκηδες, αρχηγούς της Ανατολικής Μάνης, την 11η Μαρτίου 1821, με την οποία τους συνιστά να αποφεύγουν τις βεβιασμένες κινήσεις που μπορεί να βλάψουν την υπόθεση του αγώνα και τις συνεννοήσεις «δια το κοινόν όφελος». Όπως φαίνεται από έγγραφα που σώζονται σε αρχεία επιφανών οικογενειών της Μάνης, στις αρχές Μαρτίου, όλοι οι καπεταναίοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους και με τον Πετρόμπεη είτε με κρυπτογραφημένες επιστολές ή με προσωπικές επαφές, με σκοπό τη συνεννόηση για την προετοιμασία και τον κοινό τρόπο δράσης. Γύρω στα μέσα Μαρτίου, οι τελικές αποφάσεις φαίνεται ότι είχαν ήδη ληφθεί καθώς οι συναντήσεις και οι ανταλλαγές επιστολών διακόπηκαν εντελώς. Οι αρχηγοί είχαν πια αφοσιωθεί αποκλειστικά στην προετοιμασία των δυνάμεών τους.
Από τις γραπτές πηγές παραδίδεται, ότι τις παραμονές της επανάστασης, οι αρχιερείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, που επίσης είχαν αποφύγει την κράτησή τους στην Τριπολιτσά, ζήτησαν από τον Πετρόμπεη να αρχίσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα. Έτσι, ακολούθησε η συγκέντρωση όλων των Μανιατών οπλαρχηγών, ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη, την 17η Μαρτίου 1821, στην Τσίμοβα, τη σημερινή Αρεόπολη, που ήταν η πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων. Εκεί «συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων», όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, και ο παριστάμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε να διαβιβάσει την απόφαση αυτή στους οπλαρχηγούς της Μεσσηνίας, της Αρκαδίας και της Αχαΐας. Στην τοπική παράδοση, το γεγονός διασώθηκε σαν θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της πόλης, μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών, και στη θέση «Κοτρώνι» ύψωσαν την πρώτη επαναστατική σημαία, πρόχειρα κατασκευασμένη από λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυρό στο κέντρο. Στην επάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» (και όχι «ελευθερία», γιατί η Μάνη θεωρείτο ελεύθερη), και στην κάτω «ταν ή επί τας». Η σημαία ευλογήθηκε από τους ιερείς και όλοι οι αρχηγοί, μαζί με τον Πετρόμπεη, ορκίσθηκαν ότι ενωμένοι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Το νέο της κήρυξης της επανάστασης διαδόθηκε από τη Μάνη στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ακολούθησαν λίγες ημέρες για τη συγκέντρωση των πολεμιστών και την οργάνωση των σωμάτων και αμέσως σημειώθηκαν δύο εξορμήσεις των Μανιατών.
Η πρώτη, από τους αρχηγούς της Ανατολικής Μάνης υπό τους Γρηγοράκηδες, προς τη Μονεμβασιά και το Μυστρά, το απόγευμα του Σαββάτου 19 Μαρτίου, όπως πιστοποιείται από επιστολή του Πρωτοσύγκελλου Γεράσιμου προς τον Παναγιώτη Κοσονάκο, όπου γνωστοποιείται η έναρξη του πολέμου και μεταφέρεται η προτροπή για τη διάδοση της είδησης. Οι αρχηγοί της Δυτικής Μάνης, υπό τον Πετρόμπεη, κινήθηκαν προς την Καλαμάτα. Πρώτος μπήκε στην πόλη, την 20ή Μαρτίου, ο γιος του Πετρόμπεη, Ηλίας, ηγούμενος σώματος Μανιατών, με την πρόφαση ότι θα ενίσχυε την τοπική τουρκική φρουρά.
Την επόμενη ημέρα ακολούθησαν όλοι οι οπλαρχηγοί, και την 23η Μαρτίου κατέλαβαν αναίμακτα την πόλη και παρακολούθησαν την πρώτη επίσημη δοξολογία. Στη συνέχεια, συνέταξαν την προκήρυξη, που υπέγραφε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης φέροντας τον τιμητικό τίτλοτου «Αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών δυνάμεων», με την οποία γνωστοποιούσαν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις την απόφαση του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και ζητούσαν τη συνδρομή τους.