Τέσσερις και πλέον μήνες «πάλευαν» στο Μέγαρο Μαξίμου για να κλείσουν τη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τράμπ, αφού οι Αμερικανοί ήταν μεν ανοιχτοί σε μια επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον αλλά πρότειναν να τα «πει» με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Μάϊκ Πένς.
Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν κόλαφος για την κυβέρνηση και προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα και τελικώς μπήκαν όλα τα «μέσα» για να γίνει το πολυπόθητο ταξίδι και να βγει η φωτογραφία Τσίπρα-Τράμπ. Μένει να δούμε αν θα μείνουμε στη φωτογραφία ή θα υπάρξει και κέρδος για την Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, από τις αρχές του καλοκαιριού υπήρξαν μαραθώνιες διπλωματικές επαφές μεταξύ της ελληνικής πλευράς με τις ΗΠΑ, με στόχο να συμφωνήσει η Ουάσιγκτον σε μια συνάντηση Τσίπρα με Τράμπ. Έγιναν μάλιστα σε όλα τα επίπεδα, με παράγοντες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και του προεδρικού περιβάλλοντος.
Η αμερικανική πλευρά δήλωνε από την αρχή θετική σε επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, και μάλιστα έδινε τη μορφή κατεπείγοντος. Ωστόσο, πρότεινε να συναντηθεί με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, Μάϊκ Πένς, και όχι με τον πρόεδρο της χώρας, λόγω του «βεβαρημένου» προγράμματός του. Φαίνονταν δηλαδή πώς ο Λευκός Οίκος είχε εντάξει τον Έλληνα πρωθυπουργό στους «δεύτερης κατηγορίας» συνομιλητές του.
Η Αθήνα συμφωνούσε να υποδεχθεί τον Πένς στην ελληνική πρωτεύουσα, όποτε ο ίδιος ήθελε ή να συναντηθεί μαζί του ο Α. Τσίπρας στο περιθώριο κάποιου διεθνούς φόρουμ, αλλά αρνείτο επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ χωρίς να έχει κλειστεί συνάντηση με τον Τραμπ.
Το κύριο επιχείρημα ήταν το εξής: «Είναι μη αποδεκτό να συναντάται ο Αμερικανός πρόεδρος με τον Ταγίπ Ερντογάν, και να έχει επικοινωνήσει τηλεφωνικώς πολλές φορές μαζί του, και να μην συναντά τον Έλληνα πρωθυπουργό. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την αρχή της ισορροπίας, και, πολύ περισσότερο, σε επίπεδο συμβολισμού, οι μονομερείς συναντήσεις με την τουρκική πλευρά, στέλνουν αρνητικά μηνύματα».
Εκτός των άλλων, ο Τραμπ «είχε συναντηθεί με ηγέτες αρκετών άλλων χωρών, οι οποίες διαθέτουν πολύ μικρότερη περιφερειακή εμβέλεια σε σχέση με αυτήν της Ελλάδας. Η αμερικανική πλευρά δήλωνε μεν ότι συμμερίζεται τις ελληνικές ανησυχίες, ενώ ισχυριζόταν ότι οι επαφές Τράμπ – Ερντογάν, αν και “δυσάρεστες”, είναι αναγκαίες λόγω των σοβαρών διαφορών της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα σε σειρά ζητημάτων., αλλά καθυστερούσε να δώσει σαφή απάντηση.
Πάντως, εκτός των επαφών Τράμπ – Ερντογάν, πολλές ήταν οι επισκέψεις των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των ΗΠΑ, καθώς και πολλών στελεχών των μυστικών υπηρεσιών και του Πενταγώνου, στην Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου ουδείς εξ' αυτών έχει έλθει. Την τρίτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, μετά από πολλούς γύρους διπλωματικών επαφών, τελικά η Ουάσιγκτον συμφώνησε στη συνάντηση των δύο ηγετών.
Φαίνεται όμως πώς έπαιξαν σημαντικό ρόλο να κλειστεί αυτό το τετ α τετ και οι Business που ετοιμάζονται μεταξύ των δύο πλευρών. Από τη μια η Ελλάδα ετοιμάζεται να δώσει ποσό άνω του 1,5 δις ευρώ για την αναβάθμιση των F-16 και από την άλλοι οι Αμερικανοί θέλουν να κάνουν δουλειές στην κατεστραμμένη οικονομικά από τα μνημόνια Ελλάδα. Αρκεί να σκεφθεί κανείς την προτροπή του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, ο οποίος σε εκδήλωση στις ΗΠΑ, παρουσία του Δημήτρη Βίτσα, για την συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Μένει τώρα να δούμε τι θα αποκομίσει η Ελλάδα απ' αυτή την επίσκεψη και τις συνομιλίες που θα έχει ο Αλέξης Τσίπρας με τον Ντόναλντ Τράμπ. Αυτή η συνάντηση θα γίνει αύριο και στο τραπέζι θα τεθούν θέματα όπως η οικονομία, οι επενδύσεις, αλλά και αμυντικής συνεργασίες με τους Αμερικανούς να θέτουν ψηλά στην ατζέντα τη βάση της Σούδας και την ελληνική πλευρά τα στρατιωτικά ανταλλάγματα, όπως και μία στήριξη έναντι των τουρκικών αξιώσεων στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο.
Σήμερα πάντως ο Έλληνας πρωθυπουργός θα συναντηθεί με την γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Τα θέματα της οικονομίας και της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης το συντομότερο, για την Αθήνα είναι υψηλής προτεραιότητας. Εξ’ αυτού του λόγου αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον ποια μηνύματα θα ανταλλάξουν ο Έλληνας πρωθυπουργός και η σιδηρά κυρία του ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Αλέξης Τσίπρας αναμένεται να θέσει τρία βασικά ζητήματα στη συζήτησή του με την Κριστίν Λαγκάρντ. Αναμένεται να ζητήσει από το ΔΝΤ «να ξεκαθαρίσει άμεσα τη στάση του σε σχέση με την παραμονή του στο ελληνικό πρόγραμμα».
Είναι γνωστό ότι το Ταμείο έχει μεν εγκρίνει επί της αρχής το ελληνικό πρόγραμμα, έχει όμως δηλώσει ότι δεν πρόκειται να εκταμιεύσει χρήματα πριν από την ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Και αυτή η παράμετρος δεν είναι απίθανο να δημιουργήσει εκ νέου προβλήματα πριν τον Αύγουστο του 2018, με δεδομένη την απαίτηση του Βερολίνου να υπάρχει ενεργό πρόγραμμα από το ΔΝΤ για να προχωρούν οι εκταμιεύσεις του ESM. Ο σκόπελος ξεπεράστηκε μεν στην περίπτωση της ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης, πλην όμως κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η στάση της Γερμανικής Βουλής μετά και τις Γερμανικές εκλογές για την επόμενη εκταμίευση δόσης.
Μετά και τις δηλώσεις Τόμσεν-Λαγκάρντ που έβαλαν τέλος στη φημολογία για νέες δημοσιονομικές απαιτήσεις του ΔΝΤ, από το Μαξίμου επιμένουν ότι ενισχύεται η θέση του Έλληνα Πρωθυπουργού. Και κατά πληροφορίες, ο τελευταίος αναμένεται να ζητήσει να μην θέσει νέα εμπόδια δημοσιονομικού χαρακτήρα για την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης.
Σημειωτέον, ότι το ΔΝΤ την προηγούμενη εβδομάδα δήλωσε ότι ο στόχος στη βάση του οποίου κάνει τους υπολογισμούς του για το 2018 είναι το 2,2%. Το Ταμείο δεν προσανατολίζεται επομένως σε νέες απαιτήσεις αρκεί ο ESM να δεσμευτεί εκ των προτέρων ότι δεν θα θέσει θέμα συνέχισης του ελληνικού προγράμματος, αν τελικά δικαιωθούν οι προβλέψεις του Ταμείου. Την ίδια στιγμή, όμως, η κυρία Λαγκάρντ επιμένει σε αυστηρή παρακολούθηση της ελληνικής κυβέρνησης για να εφαρμόσει το σύνολο των συμφωνηθέντων.
Τέλος, μετά την συμβιβαστική πρόταση της ΕΚΤ για την επίσπευση των stress tests των ελληνικών τραπεζών που θα γίνουν το Μάιο, το ΔΝΤ αναδιπλώθηκε επ’ αυτού. Και με φόντο την ταραχή που είχε προκληθεί τότε, ο Έλληνας Πρωθυπουργός αναμένεται να θέσει το θέμα, τονίζοντας την αξιοπιστία και την σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Οι εκτιμήσεις πάντως που γίνονται επί ελληνικού εδάφους είναι ότι το ΔΝΤ φαίνεται να υποχωρεί, καθώς δέχτηκε σφοδρότατη κριτική από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για τον τρόπο που χειρίστηκε το όλο ζήτημα προκαλώντας άνευ λόγου αναταράξεις στις αγορές και το χρηματιστήριο.