Από τις 27 Ιανουαρίου του 1974, όταν επιβεβαιώθηκε ο θάνατος του αρχηγού της ΕΟΚΑ Β’ στρατηγού Γεωργίου Γρίβα, και μετά τον εξαναγκασμό του μετριοπαθή διαδόχου του, του Γεωργίου Kαρούσου, να εγκαταλείψει την Κύπρο, ήταν φανερό πως η πορεία του νησιού θα ήταν πύρινη.
Όταν έλαβε το τηλεγράφημα από την πρεσβεία της Λευκωσίας, και διάβασε τα καθέκαστα για τον θάνατο του αρχηγού της ΕΟΚΑ Β’, ο τότε διευθυντής του Γραφειου Κύπρου στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τόμας Μπόγιατ ήταν βέβαιος ότι το καλοκαίρι θα ήταν θερμό. Ιδιαίτερα ανησύχησε από την τελευταία παράγραφο του τηλεγραφήματος, που έλαβε τρεις μέρες μετά. Η πρεσβεία ανέφερε ότι την ημέρα της κηδείας συνέρρευσε στη Λεμεσό, «το 50% του πληθυσμού».
Όπως γράφει το mignatiou.com, οι επικεφαλής του Γραφείου Ευρώπης, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι οεμφύλιος, που είχε αρχίσει το 1971, θα ήταν έντονα αιματηρός. Γνώριζαν πως στην EOKA B’ είχαν επικρατήσει οι τομεάρχες που είχαν συμφωνήσει με τον αόρατο δικτάτορα Δημήτριο Iωαννίδη να «τελειώσουν» τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Την ίδια στιγμή, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ένοιωθε δυνατός. Οι Αμερικανοί του χρέωσαν αλλαζονεία μετά τον θάνατο του Γρίβα. Και ισχυρίστηκαν ότι επεδίωξε και αυτός την αντιπαράθεση με τον πανίσχυρο αρχηγό της ΕΣΑ. Ο τελευταίος, που είχε ανοικτή γραμμή με την Ουάσινγκτον, μέσω του Ελληνοαμερικανού πράκτορα Γκας Λάσκαρη Αβρακότου, δεν είχε κανένα πρόβλημα να τον αντιμετωπίσει, όπως και έπραξε άλλωστε, στις 15 Ιουλίου 1974. Το «πράσινο φως» για το πραξικόπημα έδωσε ο Αβρακότος. Ενας νεαρός τότε πράκτορας, που στην CIA είχε τη φήμη του μάγκα, του ατρόμητου, του ριψοκίνδυνου και του εγκεφαλικού.
Ηταν ίσως ένας από τους ελάχιστους, που δρούσε ως «αρχηγός» από την ημέρα που ο Θωμάς Καραμεσίνης τον είχε προσλάβει στην υπηρεσία. Παρά το γεγονός ότι τότε ήταν ο τέταρτος στην ιεραρχία του κλιμακίου της αμερικανικής υπηρεσίας, ο Αβρακότος επειδή ήταν Ελληνοαμερικανός έβλεπε τον Ιωαννίδη όποτε ήθελε. Ο ίδιος, έλεγε συχνά στο ξενοδοχείο Χίλτον της Αθήνας, όπου κατοικοέδρευε, πως κυβερνούσε την Ελλάδα. Εκείνες τις τραγικές ημέρες του Ιουλίου, κυβερνούσε και την Κύπρο. Περισσότερο ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών, Τζόζεφ Σίσκο, παρά ο Μπόγιατ ή οι άλλοι αξιωματούχοι, πίστευαν ότι ο Μακάριος είχε στιγμές που θεωρούσε τον εαυτό του αρχηγό του Ελληνισμού.
Ιδιαίτερα, όταν συγκρούστηκε με την χούντα, ένοιωσε πως συσπειρώνονταν γύρω του όλες οι ελληνικές αντιστασιακές δυνάμεις, σ’ όλο τον κόσμο. Ο Κων. Καραμανλής, ο τέως βασιλιάς, ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι Έλληνες κομουνιστές αναθάρρησαν μετά την απόφαση του Αρχιεπισκόπου να συγκρουστεί με τους δικτάτορες. Την ίδια στιγμή, έδειξε να μην δίνει σημασία σ’ ένα παράγοντα, που απουσίαζε στις προηγούμενες αντιπαραθέσεις του με τους στρατιωτικούς. Hταν ο Iωαννίδης, ο σκληρός διοικητής της στρατιωτικής αστυνομίας που δεν είχε αναστολές και δεν υπολόγιζε τις επιπτώσεις των πράξεων του, όπως έδειξε με το αιματοκύλισμα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Ο Κύπριος πρόεδρος, ήταν πεπεισμένος οτι «δεν υπάρχει τρελός στο ελληνικό στράτευμα», ούτε καν ο Ιωαννίδης.
Ήταν μία φράση που επαναλάμβανε συχνά στις συζητήσεις του με τους Αμερικανούς. Έτσι, όταν προκλήθηκε από τον αόρατο δικτάτορα, με αποκορύφωμα τις αποκαλύψεις για χορήγηση οπλισμού στην ΕΟΚΑ Β’ και για χρηματοδότηση της οργάνωσης από την Αθήνα, ο Μακάριος απάντησε… Μάλιστα είχε τη τόλμη να κάνει και ένα βήμα παραπάνω… Ηταν το μοιραίο βήμα. Δεν ήταν μόνο η σκληρότατη επιστολή, που απηύθυνε προς τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζικη, ο σκελετός της οποίας κατά τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της χούντας, γράφηκε από το χέρι του Eυαγγελου Aβερωφ.
Ο Ιωαννίδης υποψιαζόταν -και οι υποψίες του ενισχύθηκαν από δημοσιεύματα φιλομακαριακών εφημερίδων της Λευκωσίας- ότι ο Kωνσταντινος Kαραμανλής θα σχημάτιζε κυβέρνηση εξορίας στη Λευκωσία. Ο αόρατος δικτάτορας, είχε, επίσης, γίνει έξω φρενών όταν πληροφορήθηκε τις επαφές του Αρχιεπισκόπου με τον Γλίξμπουργκ, που γίνονταν είτε κατ’ ιδίαν, είτε με ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω των πρεσβευτών της Κύπρου στο Λονδίνο και το Παρίσι, είτε με επιστολές που μετέφεραν έμπιστοι του Mακάριου, όπως ο ιδιαίτερος γραμματέας του Xάρης Bωβίδης. O τελευταίος ήταν αυτός που παρέδωσε στον Kαραμανλή και τον Kωνσταντίνο αντίτυπα της επιστολής προς τον Γκιζικη. Η γνώμη του Τόμας Μπόγιατ για τον Μακάριο, έχει βαρύνουσα σημασία. Ο Αμερικανός διπλωμάτης είχε υπηρετήσει στη Λευκωσία, και είχε συναντήσει πολλές φορές τον Αρχιεπίσκοπο. «Τον είδα», μας είπε σε συνέντευξή του, «και με το καλυμαύκι και χωρίς αυτό». Ο κ. Μπόγιατ, ισχυρίζεται, και έχει δίκιο, πως συνάντησε τον πραγματικό Μακάριο. «Μελέτησα τη γλώσσα και την ιστορία, έτσι είχα αντιληφθεί τη σημασία της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου», είπε στη συνέντευξή του ο Μπόγιατ.
Και πρόσθεσε: «Συνδύαζε όλο το παρελθόν και όλα τα διδάγματα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Ήταν Εθνάρχης, αλλά την ίδια στιγμή είχε και τη πονηριά του χωριάτη. Ήταν γνώστης της ιστορίας και είχε παρουσία και πονηρία. Όλα αυτά τα είχε αναμείξει. Ήταν πολύ ισχυρός συνδυασμός. Ήταν πολύ δύσκολο, όπως και ο Κίσιγκερ, να δεχθεί συμβουλές. Ζητούσε συμβουλές αλλά δεν έδινε ποτέ σημασία. Δεν υπολόγιζε τους πολιτικούς ηγέτες της Κύπρου, και έβαζε τον ένα εναντίον του άλλου. Εάν άκουγε έστω και ένα από αυτούς, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Κατά τη κρίση μου το μεγαλύτερο του αμάρτημα, το μεγαλύτερο του σφάλμα ήταν που έπαιζε περισσότερο απ’ ότι έπρεπε το χαρτί του. Το μεγαλύτερο του λάθος ήταν η κρίση του 1963-64. Απορώ γιατί δεν άφησε τα πράγματα όπως είχαν. Γενικά μιλώντας, ήταν δικό του το χωράφι Κύπρος». Ο Πρόεδρος και Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο Χένρι Κίσιγκερ και ο Αμερικανός Πρόεδρος Φορντ.
Με τον Μπόγιατ, είχαμε τον διάλογο που ακολουθεί: Ερώτηση: Είναι αλήθεια ότι του άρεσε να πειράζει τον Κίσιγκερ; Είχατε σχηματίσει αυτή τη γνώμη στο Στέϊτ Ντιπάρτμεντ; Μπόγιατ: Το απολάμβανε να πειράζει όλους, όχι μόνο τους Αμερικανούς. Του άρεσε να βγάζει τη πίστη στις υπερδυνάμεις. Ερώτηση: Την ίδια στιγμή, έχω την εντύπωση, ότι αγαπούσε τους Αμερικανούς. Μπόγιατ: Είναι αλήθεια. Προσωπικά, τον συμπαθούσα πολύ. Ερώτηση: Ο Σίσκο μου είπε ότι ο Μακάριος σας έδωσε ότι του ζητήσατε. Συμφωνείτε; Μπόγιατ: Ναι. Μας έδωσε και τους σταθμούς FBIS. Ερώτηση: Και δεν έθεσε ποτέ εμπόδια τα τελευταία χρόνια. Μπόγιατ: Δεν ενόχλησε ποτέ τις βρετανικές βάσεις, άρα δεν ενόχλησε και το ΝΑΤΟ.
Δεν καταφέρθηκε ποτέ εναντίον του ΝΑΤΟ. Ο Σίσκο έχει δίκιο. Ο Μακάριος αγαπούσε τους Αμερικανούς, άλλωστε σπούδασε στην Αμερική, ήξερε ότι είμαστε ανοικτοί, και έντιμοι μαζί του και θέλαμε να βοηθήσουμε. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα ήταν αυτό: Είχε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες και και παραείχε εμπιστοσύνη στην ισχύ του. Αλλά όλοι το ίδιο είμαστε. Ηταν ο αρχηγός μιάς μικρής χώρας αλλά ήταν ταυτόχρονα μεγάλος παίκτης της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Νόμιζε ότι ηγείτο υπερδύναμης… Από ένα απόρρητο σημείωμα του υφυπουργού Εξωτερικών Αρθρουρ Χάρτμαν προς τον Χένρι Κίσιγκερ, αλλά και από μία μαρτυρία Αμερικανού διπλωμάτη-συνεργάτη του τότε υπουργού των Εξωτερικών, προκύπτει ότι πριν από πραξικόπημα, ο Μακάριος ήταν πολύ ανεβασμένος ψυχολογικά.
Tο Eφεδρικο Σώμα, είχε επιτύχει να κτυπήσει τον πυρήνα της EOKA B’, αφού κατάφερε να βρει καταδότες στα υψηλά κλιμάκια της οργάνωσης. Αποκορύφωμα ήταν η σύλληψη του συνόλου σχεδόν της ηγεσίας της. Η πιο σημαντική επιτυχία ήταν η λύση του μεγάλου μυστηρίου: Πραγματικός αρχηγός της οργάνωσης που ίδρυσε ο Γρίβας, ήταν ο Δημήτριος Iωαννιδης. Ο Αμερικανός διπλωμάτης υποστήριξε ότι «αντι αυτό να θορυβήσει τον Mακάριο, αυτός άφησε την αλαζονεία του να υπερισχύσει του έμφυτου ρεαλισμού του». Ο ίδιος διπλωμάτης έχει και μία άλλη εξήγηση, που στηρίζεται εν μέρει και από το σημείωμα του Χάρτμαν στον Κίσιγκερ: «Πίστεψε ότι ήταν πολύ δυνατός και οτι είχε τις δυνατότητες να ρίξει τη χούντα.
O Mακάριος, (σ.σ.: όπως είπε μετά την τραγωδία σε Κύπριο διπλωμάτη), λόγω και της εμπειρίας του 1972, ήταν βέβαιος ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί δεν θα τον άφηναν αβοήθητο. Πάλι έπεσε έξω στους υπολογισμούς του. Το 1972, υπουργός Eξωτερικών ήταν ο Γουίλιαμ Pότζερς, που εθεωρείτο τουλάχιστον «ηθικός», ενώ τώρα ηγείτο του Στέιτ Nτιπάρτμεντ, ο Xένρι Kισιγκερ, οι κινήσεις του οποιου εκ των υστέρων έδειξαν ότι έκλινε προς μια λυση που θα προβλεπε, το λιγότερο, τη δημιουργια δυο αυτόνομων κρατών. H αντιπάθεια μεταξυ των δυο ανδρων ηταν αμοιβαια. Tα συμφεροντα του Mακαριου συγκρούονταν με αυτα του Xένρι Kισιγκερ, των Hνωμένων Πολιτειων και του NATO. Eπικρατει η εντυπωση οτι ο Mακάριος ηταν ενας εξυπνος -θα έλεγα περισσοτερο πονηρος- πολιτικος, με διορατικοτητα και δυνατοτητα να βλέπει μακρυά.
Πολλές φορές οι προβλεψεις του και οι αναλυσεις του για διεθνη θεματα αφηναν εκπληκτους και με το στόμα ανοικτο τους συνομιλητές του. Aναρωτιεται κανεις, πως επεφτε τοσο συχνα εξω στις προβλεψεις του για την Kυπρο, πως δεν καταλαβε οτι οι αυξανομενες σχεσεις του και τα ανοιγματα του με αποδεδειγμένους εχθρους του Kίσιγκερ και του Iσραηλ, (σχεσεις και ανοιγματα) που τολμουσε στην προσπάθεια του να ενοχλήσει τον Aμερικανό υπουργό, έστελλαν μηνυματα καθε αλλο παρα θετικα στην Oυασιγκτον. Ηταν ένας κατεργάρης και πανούργος πολιτικός, που σε έπειθε και σε ξεγελούσε, αφού προηγουμένως σε καλόπιανε να νομίζεις ότι είναι φίλος σου». Από τις 20 Ιουνίου άρχισαν να φτάνουν στην Αθήνα δεκάδες τηλεγραφήματα με οδηγίες. Εκ των υστέρων, διαπιστώθηκε ότι τα κανάλια επικοινωνίας ήταν πολλά.
Πιο ισχυρό, ήταν αυτό που έλεγχε ο Αβρακότος, στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ο Ιωαννίδης. Τα τέλεξ και οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν πάρει φωτιά. Ο Μπόγιατ και ο συνάδελφος του στο «Γραφείο Ελλάδας», ενοχλούσαν τον τότε Αμερικανό πρέσβη Χένρι Τάσκα και του ζητούσαν επίμονα να μην σταματήσει ούτε στιγμή τις πιέσεις προς τη χούντα. Στις 9 Ιουλίου, η αμερικανική πρεσβεία διαβεβαίωνε τον Σίσκο ότι ο Ιωαννίδης έλαβε ξανά το μήνυμα. Ο υφυπουργός απάντησε με προσωπικό του τηλεγράφημα: «Συνεχίστε να ενοχλείτε τον Ιωαννίδη». Συνεργάτης του Σίσκο θυμάται ότι ο Τάσκα ενημέρωνε την Ουάσιγκτον γιά τις κινήσεις του Ιωαννίδη, αλλά αντιδρούσε κάθε φορά που του ζητούσαν να συναντήσει τον αρχηγό της ΕΣΑ.
Στις 24 Ιουνίου, ο πρέσβης έστειλε τηλεγράφημα στον Κίσιγκερ, στο οποίο του έλεγε τα εξής: «Ο Ιωαννίδης ισχυρίζεται ότι ο Μακάριος τον εκνευρίζει. Ο Ιωαννίδης λέει ότι δεν αντέχει τον Μακάριο. Πάντως επιμένει ότι δεν θα ανατρέψει τον Μακάριο». Στις 27 Ιουνίου ο Μπόγιατ έλαβε σημαντικές πληροφορίες, όχι από τον Τάσκα, που τον ανησύχησαν. Ο πληροφοριοδότης του, ισχυρίστηκε ότι έχει ληφθεί η απόφαση για να δολοφονηθεί ο Μακάριος. Την ίδια μέρα ενημέρωσε με σημείωμα του τον Σίσκο και τον προέτρεψε να μιλήσει στον Τάσκα. Ο υφυπουργός πείστηκε. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», τηλεφώνησε στον Κίσιγκερ, που ήταν στη Μόσχα.. Μίλησε με τον υπουργό, ο οποίος του ζήτησε να ενημερώσει και τον πρόεδρο, ο οποίος ήταν μαζί του εκείνη τη στιγμή.
Ο Σίσκο εξήγησε στον Ρίτσαρντ Νίξον τα άσχημα νέα από την Αθήνα. Ο πρόεδρος έδωσε εντολή να υπογραμμιστεί η αντίθεση της κυβέρνησής του σε κάθε μορφή βίας. Ο Σίσκο έγραψε προσωπικό σημείωμα στον πρέσβη: «Να πεις στον Ιωαννίδη, όποια και αν είναι τα σχέδιά του, να μην χρησιμοποιήσει βία». Ο Τάσκα απάντησε αμέσως. Εξέφρασε την δυσαρέσκειά του και αρνήθηκε να δει τον Ιωαννίδη με το …«λογικό» επιχείρημα ότι δεν είναι πρωθυπουργός, δεν είναι υπουργός Εξωτερικών, είναι απλά ο αρχηγός της στρατιωτικής αστυνομίας. Ο Σίσκο απάντησε την επομένη: «Οι συνέπειες θα είναι απρόβλεπτες εάν ο Ιωαννίδης χρησιμοποιήσει βία».
Στις 29 Ιουνίου, ο υφυπουργός έστειλε ξανά το ίδιο μήνυμα στον Τάσκα, προφανώς γιά να το εμπεδώσει… Στις 30 Ιουνίου, στις 2, στις 4 και στις 8 Ιουλίου τα τηλεγραφήματα του Τάσκα, που παραμένουν απόρρητα, είναι καθησυχαστικά. Ο πρέσβης επέμενε ότι ο Ιωαννίδης έλαβε προσωπικά το μήνυμα… 12 Ιουλίου: Λίγο πριν φύγει από το γραφείο του, ο Μπόγιατ ρίχνει μία τελευταία ματιά στο τηλεγράφημα του πρέσβη Ρότζερ Ντέβις από τη Λευκωσία και στην αναφορά του σταθμάρχη της CIAαπό την Αθήνα. Εχουμε μπροστά μας το Σαββατοκύριακο, σκέφτηκε ο διευθυντής του Γραφείου Κύπρου, και «φαίνεται ότι όλα θα πάνε καλά». Δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει. Η πληροφορία ότι δεν θα επιχειρηθεί ανατροπή του Μακαρίου προερχόταν από την πιό αυθεντική πηγή, τον ίδιο τον Ιωαννίδη. Από την πλευρά του, ούτε ο Αρχιεπίσκοπος πίστευε ότι ο κίνδυνος παρήλθε. Τον Μπόγιατ, όμως, τον κυριαρχούσε μία ανήσυχη ηρεμία.
Αφηγείται ο Μπόγιατ: «Πήγα σπίτι. Το σαββατοκύριακο ήταν όντως ήρεμο. Περίπου στις 3 τα ξημερώματα της Δευτέρας (15 Ιουλίου), δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από το Κέντρο Επιχειρήσεων του υπουργείου Εξωτερικών και το άτομο που τηλεφωνούσε μου είπε: «Καλύτερα είναι να έρθετε εδώ. Γίνονται μάχες στη Λευκωσία και συμβαίνει κάτι που δεν φαίνεται να είναι καλό». Πήγα λοιπόν στο υπουργείο Εξωτερικών, ανέβηκα στο Κέντρο Επιχειρήσεων και μου είπαν: «Ιδού τι λάβαμε». Και μου έβαλαν μπροστά μου δυο κομμάτια χαρτί. Στην αριστερή πλευρά ήταν η «Ημερήσια Αναφορά» της CIA που δίνεται από το σύνολο της Υπηρεσίας Πληροφοριών με προορισμό τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο, τον υπουργό Εξωτερικών και τους ανώτατους αξιωματούχους. Και έλεγε, στο βασικό της θέμα: «Έχουμε λάβει διαβεβαιώσεις από το στρατηγό Ιωαννίδη ότι η Ελλάδα δεν θα κινήσει τις δυνάμεις της στην Κύπρο εναντίον του Μακαρίου». Στη δεξιά πλευρά ήταν ένα τηλεγράφημα από τη Λευκωσία που περιέγραφε τις μάχες μεταξύ Κυπρίων πιστών στον Μακάριο και Κυπρίων και Ελλήνων που προσπαθούσαν να τον ανατρέψουν. Το Προεδρικό Μέγαρο, έγραφε το τηλεγράφημα του πρέσβη, έχει τυλιχτεί στις φλόγες και η κυπριακή δύναμη είχε αποδεκατιστεί. Δεν ξέρουμε πού βρίσκεται ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Υποθέτουμε ότι είναι νεκρός».
Εκείνη τη στιγμή της σκληρής αλήθειας, και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, ο Μπόγιατ δεν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει: Να πανηγυρίσει για τη δικαίωσή του ή να κλάψει για την τραγωδία που άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του…
Πηγή: mignatiou.com