Μαύρα μαντάτα για την ελληνική οικονομία και την πορεία των τραπεζών καταδεικνύει η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας να ζητήσει αύξηση του ανωτάτου ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης της ρευστότητας (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες κατά 400 εκατομμύρια ευρώ.
Είναι η δεύτερη αύξηση του ELA που ζητάει η Τράπεζα της Ελλάδας σε διάστημα δέκα ημερών. Η πρώτη ήταν την Δευτέρα 13 Μαρτίου και αφορούσε σε ποσό αύξησης 300 εκατομμυρίων ευρώ.
Τι σημαίνουν πρακτικά οι συνεχείς αυξήσεις του ELA; Πως οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας και πηγαίνουν ολοταχώς προς νέα ανακεφαλαιοποίηση, όταν η κυβέρνηση είχε διαμηνύσει πώς δεν υπάρχει πρόβλημα και είχε αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Μάλιστα, είχε βάλει στο τραπέζι το σενάριο τα χρήματα που είχαν περισσεύσει από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να χρησιμοποιηθούν προς άλλους σκοπούς, με τους δανειστές να είχαν σε ένα βαθμό αποδεχθεί αυτό το αίτημα. Τώρα όμως χτυπάει ένα ακόμη καμπανάκι για την ελληνική οικονομία και οι δανειστές αναμένεται να το εκμεταλλευτούν σε βάρος της Ελλάδας ζητώντας και νέα μέτρα.
Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν «ξεφύγει» από τον ELA ήταν ένα θετικό δείγμα για την οικονομία, το οποίο ωστόσο τώρα χάνεται. Το ανώτατο όριο φτάνει στα 46,6 δισ. ευρώ έως και την Τετάρτη 5 Απριλίου, αν και δεν αποκλείεται να ζητηθεί και νέα αύξηση του ELA.
Η εξέλιξη αυτή, όπως είπαμε, έρχεται να πιστοποιήσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες από την αβεβαιότητα που προκαλείται καθώς δεν κλείνει η αξιολόγηση και ως συνέπεια αυτής τη μείωση των καταθέσεων.
Όπως αναφέρεται εξάλλου στη σχετική ανακοίνωση «η αύξηση του ανώτατου ορίου κατά 400 εκατομμύρια ευρώ αντανακλά εξελίξεις στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, λαμβανομένων υπόψη των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα». Πριν από λίγες ημέρες εξάλλου γίνονταν λόγος για διαρροή καταθέσεων της τάξεως των 4 δισ. ευρώ μόλις το πρώτο τρίμηνο του 2017.
Υπενθυμίζεται ότι η Moody's σε ανάλυσή της είχε σημειώσει ότι ενδεχόμενη αύξηση του ELA για να αντισταθμιστεί η εκροή καταθέσεων θα αυξήσει τα κόστη χρηματοδότησης των τραπεζών και θα μειώσει την κερδοφορία, ενώ θα είναι καταστροφική σε ότι αφορά στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταθετών και την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls.