« Ἐάν ἔβλεπαν τήν Δύση πνευματικά, μέ τό φῶς τῆς Ἀνατολῆς, μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τότε θά ἔβλεπαν τό πνευματικό ἡλιοβασίλεμα τῆς Δύσης, πού χάνει σιγά-σιγά τό φῶς τοῦ νοητοῦ Ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ, καί προχωρεῖ γιά τό βαθύ σκοτάδι»(Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης)
Η Ορθόδοξος Εκκλησία ως η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία έχει την αποκλειστικότητα της ορθής δογματικής συνείδησης διότι ως η ταμιούχος της Θείας Χάριτος οδηγείται από τον Παράκλητο “εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν ”. Ο Κύριος μας, ο Θεάνθρωπος, Ιησούς Χριστός σαφώς το εδήλωσε: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσῃ λαλήσει, ...» (Iωάν. ιστ' 13). Η Εκκλησία στην εν Πνεύματι Αγίω ζωή της, την ιερά Παράδοσή της, κρατά αυτή την αλήθεια χωρίς να έχει το παραμικρό έλλειμμα εκφράζοντάς την διαχρονικά με την ομολογία της πίστεως που γίνεται όχι μόνο με το Σύμβολο της «Πιστεύω…» αλλά και με την ομολογία των αγίων της!
Τι θα πει ορθοδοξία με την ειδική έννοια; Ορθή γνώμη περί την πίστη! Και που βρίσκει κανείς την ορθή γνώμη -θέση- περί την πίστη; Εν πρώτοις, από την εξ ακοής πίστη που μας παρέδωσε η Εκκλησία με την θεοφώτιστη διδασκαλία της όπως μας λέγει ο Απόστολος Παύλος: «ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ»(Ρωμ.10, 17), όπως, βέβαια, είναι υπομνηματισμένη στην Αγία Γραφή και διατυπωμένη στις αγίες Συνόδους και καθώς είναι ερμηνευμένη από τους αγίους Πατέρες που οριοθέτησαν τα παραδεδομένα και μας τα εμπιστεύθηκαν ως υψίστη παρακαταθήκη ζωής αιωνίου. Μαθαίνει όμως κανείς εξ ακοής την ορθόδοξο πίστη εφ’ όσον και έχει αγαθή προαίρεση, για να λειτουργεί σωστά ο έμφυτος λόγος της ψυχής, ως το ακριβές κριτήριο, γνωστό κατά μία έννοια και ως συνείδηση, προκειμένου να διακρίνει -να βλέπει- ορθά. Την ορθή όμως δόξα (γνώμη) περί την πίστη την αποκτά κυρίως κανείς εν Πνεύματι Αγίῳ από την εμπειρία της θεοπτίας. Σ’ αυτή την περίπτωση περνά ο ελαμπόμενος από την εξ ακοής πίστη στην ενυπόστατη πίστη· «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ,11,1). Η πίστη πλέον ως εμπειρία αποτελεί την δογματική συνείδηση που εκφράζει αλλά και εκφράζεται από τον κανόνα της αληθείας στην Εκκλησία. Η πίστη αυτή κατοπτεύεται μέσα στο άκτιστο Φως και τότε γνωρίζει κανείς αληθινά εκείνα που αποκάλυψε ο Θεός και έτσι ο άνθρωπος θεολογεί και δύναται να ονομάζεται θεολόγος. «Γι’ αὐτό - έγραφε ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης- ἡ θεολογία δέν ἔχει καμμιά δουλειά μέ τό στεῖρο ἐπιστημονικό πνεῦμα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει μόνο Του, ὅταν βρῆ τίς πνευματικές προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο. Πνευματική προϋπόθεση εἶναι νά ξεσκουριάση ὁ ἄνθρωπος τά πνευματικά του καλώδια, νά γίνη καλός ἀγωγός, γιά νά δεχθῆ τό πνευματικό ρεῦμα τοῦ θείου φωτισμοῦ, καί ἔτσι γίνεται πνευματικός ἐπιστήμων, θεολόγος. Ὅταν λέω "θεολόγος", ἐννοῶ αὐτούς τούς θεολόγους πού ἔχουν ἀντίκρυσμα θεολογικό καί τό πτυχίο τους ἔχει ἀξία, καί ὄχι αὐτούς πού ἔχουν μόνο χαρτί χωρίς ἀντίκρυσμα καί τό πτυχίο τους εἶναι ὅμοιο μέ τά χρήματα τῆς Κατοχῆς».
Η εν Χριστώ ζωή δεν είναι η ακαδημαϊκή ενασχόληση με τον λόγο του θεού και την πατερική γραμματεία ούτε φιλοσοφικές φλυαρίες που διατυπώνονται σε ατέρμονες συζητήσεις. «Η μεγάλη και παντοτινή πληγή για την Εκκλησία -όπως έγραφε ο αείμνηστος λόγιος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης- είναι ο λανθάνων ορθολογισμός, οι αυθαίρετες φαντασίες και οι ψυχικοί συλλογισμοί, που δεν προήλθαν από “νόμιμη άθληση,” δηλαδή από την “πράξη” που αποτελεί την προϋπόθεση της επιβάσεως στην “θεωρία. Επειδή χάνουμε τα βιώματα προσπαθούμε διανοητικά να συλλάβουμε τα πνευματικά και επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν η ζωή μας μένει στεγνή, γυμνή και άκαρπη από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Για κάποιους, βέβαια, η πνευματική ζωή είναι ανάγνωση πνευματικών βιβλίων και ακρόαση ομιλιών. Για κάποιους άλλους Ορθοδοξία είναι μία διαρκής ενασχόληση με συνέδρια, ημερίδες, στοχασμός, τραπέζια και σχεδόν καθόλου προσευχή. Για μια μεγάλη μερίδα πιστών η Ορθοδοξία είναι τυπικά, τελετές και πανηγύρεις. Σε άλλους πάλι βρίσκεις ξερό δόγμα και κανόνες χωρίς εμπειρία Χάριτος. Σε κάποιους άλλους βρίσκεις κάτι περισσότερο το οποίο όμως γίνεται τυπικά μέσα στην καθημερινότητα και δεν έχει την αγιοπνευματική δυναμική, γι αυτό και δεν υπάρχει το πνευματικό νεύρο της ψυχής να αντιδράσουν μπροστά στην ασέβεια και την αίρεση, νερόβραστοι ποιμένες που οδηγούν στην απώλεια ψυχές. Δύσκολα βρίσκεις το αυθεντικό, την χρυσή τομή.
Λόγω του ότι παρουσιάζονται διάφορα πρότυπα “πνευματικής ζωής,” μοντέλα που δεν είναι αυθεντικά και ορθόδοξα, τα οποία μάλιστα συχνά αποτρέπουν πολλές ψυχές να πλησιάσουν την Εκκλησία, χρειάζεται προσοχή, ανεπτυγμένη πνευματική αίσθηση και πραγματικά ορθόδοξος οδηγός προκειμένου να φτάσει κανείς στην θεογνωσία και την εξ αυτής σωτηρία. Όσοι πραγματικά θέλουμε να σωθούμε και να φτάσουμε στον σκοπό της πνευματικής ζωής ας αφήσουμε στην άκρη τους κίβδηλους νεοτερισμούς ανθρώπων που σπούδασαν, τάχα, την θεολογία στα πανεπιστημιακά έδρανα. Τέτοια πρόσωπα σε μητροπόλεις και ενορίες που δεν κρατούν την ομολογία πίστεως ούτε καν να τα πλησιάζουμε, διαφορετικά δεν τους βοηθηθούμε να συνειδητοποιήσουν την πλάνη τους και προς τούτο φέρουμε και εμείς ευθύνη! Δυστυχώς πολλοί ποιμένες αποκοιμίζουν τα πνευματικά τους παιδιά και έτσι διαπιστώνουμε την υποτονική αυτή σήμερα αντίσταση απέναντι στην αίρεση. Ας ακολουθήσουμε την ζωή και την διδασκαλία των αγίων Πατέρων παλαιών και συγχρόνων, η διδασκαλία τους ευωδιάζει άγιο Πνεύμα.Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος που υπήρξε αυθεντικό πρότυπο αγιότητος και ομολογίας: «ο Δημιουργός και Βασιλέας του κόσμου Θεός, που είναι πάνω από κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και νόηση, επειδή είναι αγαθός και υπέρκαλλος, “κατ᾿ ἰδίαν εἰκόνα πεποίηκε” δημιούργησε τον άνθρωπο όμοιο με τη δική του εικόνα. Τον δημιούργησε ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Λόγος, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Κατασκεύασε τον άνθρωπο όμοιο με τον εαυτό Του “διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν ὁμοιώσεως”, να μπορεί να μελετά και να γνωρίζει όλα τα δημιουργήματα. Τον προίκισε με τη δυνατότητα να γνωρίζει την αϊδιότητα του Θεού. Έτσι, διατηρεί την ομοιότητα με το Θεό και ποτέ δεν ξεφεύγει από την ορθή αντίληψη για Εκείνον. Έχοντας ο άνθρωπος τη Χάρη του Θεού, δεν διακόπτει την κοινωνία με τους Αγίους. Με τη δύναμη του Θεού ο άνθρωπος χαίρεται να συνομιλεί με το Θεό. Ζει την ανώδυνη και ευτυχισμένη ζωή που δεν γνωρίζει θάνατο. Τίποτε δεν τον εμποδίζει στη γνώση του Θεού. Ανάλογα με τη καθαρότητά του βλέπει την εικόνα του Θεού Πατέρα, δηλαδή τον Υιό Λόγο, τον οποίο και εικονίζει. Μένει κατάπληκτος από τη πρόνοια του Θεού για τον κόσμο. Ο κατ' εικόνα Θεού άνθρωπος ξεπερνά κάθε τι το αισθητό, ακόμη και το ίδιο του το σώμα, και ενώνεται νοητά με τα ουράνια θεία ενεργήματα. Όταν ο ανθρώπινος νους ξεφύγει από τα αισθητά και δεν επιθυμεί τίποτε απ' αυτά τα γήινα, τότε υπερβαίνει τον εαυτό του και βρίσκεται στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας πριν την πτώση. Υπερβαίνει κάθε τι το ανθρώπινο και αισθητό, μεταρσιώνεται και βλέπει τον Υιό Λόγο και μαζί και τον Πατέρα Του Χαίρεται σ' αυτή τη θεοπτία και ανανεώνεται μέσα του ο θείος πόθος... Οι άνθρωποι, όμως, “κατολιγωρήσαντες τῶν κρειττόνων, καὶ ὀκνήσαντες περὶ τὴν τούτων κατάληψιν, τὰ ἐγγυτέρω μᾶλλον ἑαυτῶν ἐζήτησαν”και πιο κοντά τους είναι το σώμα και οι αισθήσεις του. Έτσι, λοιπόν, απομάκρυναν το νου τους από τα πνευματικά και στράφηκαν προς τα σωματικά. Η στροφή όμως του νου προς το σώμα και τα αισθητά οδήγησε σε απατηλή εκτίμηση του εαυτού τους. Έπεσαν σε επιθυμία του εαυτού τους γιατί προτίμησαν τα ανθρώπινα από τα θεία. Απορροφήθηκαν στ' ανθρώπινα και δεν θέλουν να ξεφύγουν από τα γήινα. Καταδίκασαν την ψυχή τους στις σωματικές ηδονές, να είναι πάντα ταραγμένη και ζυμωμένη με τα πάθη. Στο τέλος, λησμόνησαν και την εξουσία με την οποία τους προίκισε ο Δημιουργός». Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι όσο ο άνθρωπος βρίσκονταν σε κατάσταση θεωρίας-θεοπτίας δεν είχε χάσει ακόμη την ορθή αντίληψη περί του Θεού. Μετά όμως με το που έχασε την θεωρία και έπεσε στο προπατορικό αμάρτημα έχασε και την ορθή περί του Θεού αντίληψη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι και σήμερα την σωστή θεώρηση στα περί πίστεως δεν μπορεί να την έχει ο άνθρωπος αν δεν έχει πνευματική αίσθηση της πίστεως που είναι η νοερά μας όραση. «Προηγείται λοιπόν από κάθε τι άλλο η πίστη στο Χριστό, που είναι το Φως των ανθρώπων, ώστε καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, να δει τον Θεό». Εμείς βέβαια από την Γραφή γνωρίζουμε «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου»(Παρ. 1,7). Όμως ο άγιος Συμεών ο Νέος θεολόγος ερωτά: «Πώς όμως θα φοβηθεί κανείς αυτόν που δεν βλέπει; Γι’ αυτόν τον λόγο είναι ανάγκη προηγουμένως να δει τον Θεό. Πώς όμως θα δει κάποιος τον Θεό, τον οποίο ποτέ κανείς δεν είδε; Πρέπει συνεπώς να ζητάμε το νοητό φως του θεού με το οποίο αφού φωτισθεί η διάνοια, θα μπορέσει να δει τον Θεό». Και ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας θα πει: Στην άλλη ζωή «το φως ανατέλλει και ο ήλιος στέλνει καθαρές τις ακτίνες του, αλλά δεν είναι δυνατό να πλασθούν τότε μάτια». Οι πιστοί όμως δέχονται πολλές ανταύγειες από την μέλλουσα διότι η μέλλουσα ζωή είναι σαν να χύθηκε και ν’ αναμείχτηκε με την παρούσα διότι ο Ήλιος ανέτειλε φιλάνθρωπα σ’ εμάς. Γι’ αυτό άλλωστε μας είπε: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»(Ιω.8,12). Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει»(Ιω.12,35).
Ο άγιος Συμεών στο περί μετοχής Πνεύματος Αγίου σημειώνει: « Ὥσπερ οὖν οὐδέν ὠφελεῖται ὁ ἐν σκότει περιπατῶν, ἐάν λαμπάδας κατέχῃ ἐσβεσμένας πολλάς καί περικαλλεῖς – οὔτε γάρ ἑαυτόν οὔτε ἕτερόν τινα ὡς ἐκ τούτων ὁρᾷ - , οὕτως οὐδέ ὁ τάς ἀρετάς πάσας, εἰ οἷόν τε, δοκῶν ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, μή ἔχων τό φῶς ἐν ἑαυτῷ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οὐδέ τάς αὐτοῦ πράξεις καλῶς ἰδεῖν, οὐδέ εἰ πρός ἀρέσκειαν Θεοῦ εἰσι, τελείως πεπληροφόρηται. Ἀλλ᾿ οὐδέ ἄλλους ὁδηγῆσαι ἤ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διδάξαι δύναται, οὐδέ λογισμούς ἀλλοτρίους ἐστίν ἀναδέχεσθαι ἄξιος, εἰ καί πατριάρχης ἐξ ἀνθρώπων γενήσεται, ἕως ἄν τό φῶς ἐν ἑαυτῷ φαῖνον κτήσηται. Φησί γάρ ὁ Χριστός· “Περιπατεῖτε ἕως τό φῶς ἔχετε, ἵνα μή σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ, καί ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει"” Εἰ οὖν ἐκεῖνος οἶδε ποῦ ὑπάγει, πῶς τήν ὁδόν ἄλλοις ὑποδείξει;»! Έχει ήδη εξηγήσει το γιατί ο άγιος: «Ὥσπερ οὖν ἡ λυχνία, κἄν ἐλαίου πεπλήρωται κἄν στυππείου κἄν ἄλλην ὕλην ἔχῃ εὐάναπτον, πρό τοῦ μετασχεῖν τοῦ πυρός καί ἀναφθῆναι ὅλη ἐσκοτισμένη ἐστίν, οὕτω καί ἡ ψυχή, κἄν πάσαις τό δοκεῖν κοσμῆται ταῖς ἀρεταῖς, τοῦ δέ πυρός οὐ μετέσχεν, εἴτ᾿ οὖν οὐσίας θείας καί φωτός οὐ μετέλαβεν, ἔστιν ἔτι ἐσβεσμένη καί ἐσκοτισμένη καί τά ἔργα αὐτῆς ἀβέβαια. Πάντα γάρ ὑπό τοῦ φωτός ἐλεγχθῆναι δεῖ καί φανερωθεῖναι. Ὁ οὖν οὕτως ἔχων ἔτι τήν λυχνίαν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ - ἀμέτοχον δηλονότι τοῦ θείου πυρός -, ὁδηγοῦ δέεται μᾶλλον καί λύχνου φαίνοντος ἅμα καί διακρίνοντος τάς πράξεις αὐτοῦ καί τά δι᾿ ἐξαγορεύσεως συμπαθοῦντος αὐτῷ σφάλματα καί τά στρεβλῶς ὑπ᾿ αὐτοῦ καθ᾿ ὥραν διαπραττόμενα ἐπανορθοῦντος. Ὡς γάρ οὐκ ἐνδέχεται μή προσκόπτειν τόν περιπατοῦντα νυκτός, οὕτως οὐκ ἐνδέχεται μή πταίειν τόν μήπω καθορῶντα τό θεῖον φῶς, καθώς φησιν ὁ Χριστός· “Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τό φῶς τοῦτο βλέπει. Ἐάν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τό φῶς οὐκ ἔχει ἐν ἑαυτῷ”. – “Ἐν ἑαυτῷ” δέ εἰπών, τό θεῖον ἐδήλωσε καί ἄϋλον φῶς· ἐν ἑαυτῷ γάρ τό αἰσθητόν οὐδείς δύναται κτήσασθαι». Το θέμα είναι ότι οι έχοντες πολύ σύνεση άφησαν έναν στερημένο του Φωτός πατριάρχη να σέρνει στην αίρεση όλη την Εκκλησία. Αλλά τι να πει κανείς, εζήλωσαν να έχουν κλήρο μαζί με τον Άννα και τον Καϊάφα.
Υπάρχει αμφιβολία ότι «Ορθοδοξία» είναι το να βλέπει κανείς ορθά μέσα στο άκτιστο Φως την αλήθεια; Γιατί άραγε ο Θεάνθρωπος έκανε λόγο για τον λύχνο του σώματος; « Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» (Μθ.6,22-23). Δεν ήταν ο σκοπός Του η αναγωγή του νοήματος της διδασκαλίας Του στην νοερά όραση από τον οφθαλμό της ψυχής που είναι ο νους; Η νοερά όμως αυτή όρασις δεν είναι το ίδιον (χαρακτηριστικό γνώρισμα) της Ορθοδοξίας; Όλη η Ορθόδοξος ασκητική παράδοση τί είναι; Δεν είναι η «ἐπιστροφὴ τοῦ νοὸς ἐν τῇ καρδίᾳ» δια της οποίας ο νους καθαίρεται και φωτίζεται γι’ αυτό και κατοπτεύει, ορά και έτσι αποκτά ο χριστιανός την θείαν γνώσιν και κατά συνέπεια την σωτηρία του; «Αὓτη δέ ἐστινἡ αἰώνιος ζωή, ἳνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν» (Ιω. 17,3). Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη: «Η αληθινή πίστη περί του Θεού και η απλανής γνώση των όντων αποτελούν την τέλεια ορθοδοξία των δογμάτων. Ορθή αντίληψη περί των όντων είναι η αληθινή γνώση των ορατών και των αοράτων. Ορατά είναι τα αισθητά· αόρατα είναι τα νοητά και λογικά και νοερά και θεία».
Την αλήθεια που αφορά την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν την στοχάζεται λοιπόν ο πιστός αλλά την ορά, την βλέπει εν Πνεύματι. Αυτό ακριβώς σημαίνει για τον Μέγα Βασίλειο ο στίχος «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς»(ψλμ.35,9). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερωτά: «Από πού μάθαμε κάτι βέβαιο και αληθινό για τον Θεό ή για όλο τον κόσμο ή για μας τους ιδίους; Όχι από την διδασκαλία του Πνεύματος; Και αυτό είναι η Ορθοδοξία, η διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος! Άραγε αγνοούν ότι η πίστις αποτελεί το καίριο ζήτημα της εν Χριστώ Ζώης μας, αφού η ύπαρξίς μας αδιαμφισβήτητα εκδηλώνει πηγαία την ανάγκη της αναφοράς της δι’ αυτής προς στον Θεό; Μήπως δεν γνωρίζουν ότι η προσωπική μας πίστις είναι ριζωμένη στο δόγμα της Εκκλησίας; Την αλήθεια αυτή όταν έρθει η ώρα του πειρασμού, η δοκιμασία της πίστεώς μας, δεν κρατούν οι περισσότεροι των κληρικών και δη των επισκόπων μόνο και μόνο να μην έρθουν σε ρήξη με τον Πατριάρχη ή τον Αρχιεπίσκοπο ή τον επίσκοπο και χάσουν την θέση τους και τις οικονομικές τους αποδοχές, και προς τούτο σιωπούν. Αυτοί όντως έχουν έλλειμμα πίστεως! Αλλοίμονο! Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ισχύει και γι’ αυτούς εκείνο, που αναφέρεται στον Ε´ Κανόνα της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο επισημαίνει: «Ἁμαρτία πρὸς θάνατόν ἐστιν, ὅταν τινὲς ἁμαρτάνοντες, ἀδιόρθωτοι μένωσι. Τὸ δὲ τούτου χεῖρον, ἐὰν καὶ τραχηλιῶντες κατεξανίστανται τῆς εὐσεβείας, καὶ τῆς ἀληθείας, προτιμώμενοι τὸν Μαμωνᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ ὑπακοῆς, καὶ τῶν κανονικῶν αὐτοῦ διατάξεων μὴ ἀντεχόμενοι. Ἐν τούτοις οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός …». Έτσι, μόνο μια μικρή μερίδα αγωνίζεται γενναία. Όμως τι έπραξαν οι άγιοι Πατέρες; « Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιότατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν, καὶ λοιμώδεις λύκους…». Αυτό μας προστάζει ο λόγος του θεού προτρέποντάς μας: «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε» ( Ψαλ. 4, 5). Γι’ αυτό άγιος Διάδοχος Φωτικής έγραψε: «ότι ο φρόνιμος θυμός δόθηκε ως όπλο δικαιοσύνης στην ανθρώπινη φύση από τον δημιουργό Θεό. Αν η Εύα χρησιμοποιούσε αυτό το όπλο κατά του φιδιού, δεν θα νικιόταν από την εμπαθή εκείνη ηδονή. Γι' αυτό, νομίζω ότι εκείνος που μεταχειρίζεται από ζήλο προς την ευσέβεια με σύνεση τον θυμό, θα βρεθεί οπωσδήποτε καλύτερος στη ζυγαριά των ανταποδόσεων από εκείνον που λόγω δυσκινησίας του νου δε θυμώνει ποτέ. Αυτός ο δεύτερος φαίνεται ότι έχει αγύμναστο τον ηνίοχο των ανθρωπίνων φρενών, ενώ ο πρώτος τρέχει πάντοτε στον αγώνα καθισμένος στα άλογα της αρετής και περνά ανάμεσα από τις δαιμονικές παρατάξεις, γυμνάζοντας το τέθριππο άρμα της εγκράτειας με φόβο Θεού. Αυτό το άρμα η Γραφή το ονομάζει «άρμα Ισραήλ» (Δ΄ Βασ. 2, 11) στην ανάληψη του θείου Ηλιού, επειδή στους Ιουδαίους πρώτους φαίνεται ότι μίλησε με διάφορους τρόπους ο Θεός για τις τέσσερις αρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, δικαιοσύνη και ανδρεία). Γι' αυτό και πάνω σε άρμα πυρός αναλήφθηκε ο μέγας αυτός μαθητής της σοφίας· καθώς νομίζω, χρησιμοποίησε φρόνιμα ως άλογα του άρματος τις αρετές του, καθώς τον άρπαξε το Πνεύμα στο φύσημα της πύρινης αύρας». Αντίθετα ο άνθρωπος που πιάνει κουβέντα με τον διάβολο και τα όργανά του και προσπαθεί με επιχειρήματα να ανταπεξέλθει γρήγορα θα υποκύψει διότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με λόγια! Αυτοί οι καταδυναστευμένοι ποιμένες στην πραγματικότητα δεν ζουν αληθινά διότι δεν ζουν ελεύθερα, το πνεύμα μέσα τους είναι νεκρωμένο. «οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ» (Αποκ.3,1). Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού. Επειδή λοιπόν δεν έχουν μέσα τους φόβο Θεού φοβούνται τους όποιους αθεόφοβους επισκόπους και τον πατριάρχη όμως ο Κύριος παραγγέλλει στον καθένα προσωπικά: «συμβουλεύω σοι ἀγοράσαι παρ’ ἐμοῦ χρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρὸς ἵνα πλουτήσῃς, καὶ ἱμάτια λευκὰ ἵνα περιβάλῃ καὶ μὴ φανερωθῇ ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου, καὶ κολλύριον ἵνα ἐγχρίσῃ τοὺς ὀφθαλμούς σου ἵνα βλέπῃς.» (Αποκ.3,18). Εμείς δε με την Χάρη του Θεού τους απαντούμε: «Τὸν δὲ φόβον ὑμῶν οὐ μὴ φοβηθῶμεν, ουδ' οὐ μὴ ταραχθῶμεν». Δεδομένου ότι σε κάθε έργο προηγείται ο σκοπός· και επειδή ο κατ’ εξοχήν σκοπός των αιρετικών οικουμενιστών που συνεκάλεσαν σύνοδο στην Κρήτη -με βάση όσα έγιναν και γνωρίζουν το φως της δημοσιότητας- ήταν να προχωρήσουν στην αναγνώριση των αιρέσεων ως εκκλησιών, με μια τέτοια: διατύπωση κειμένων, τροποποιημένη ατζέντα θεμάτων, επιλεκτική ψηφοφορία μόνο προκαθημένων αλλά και αποσπασματική εκπροσώπηση των εκκλησιών, την συμμετοχή αιρετικών παρατηρητών και γυναικών ακόμη (για μία εκ των οποίων αποδεικνύεται ότι έχει σχέση με μυστικές υπηρεσίες αλλά και ρόλο στησίματος-διοργάνωσης της θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησης), εξαγωγή πορισμάτων που έγιναν αρεστά στους ετεροδόξους και εικόνα τέτοια προς τα έξω με τα media, με τα οποία ενήργησαν το εγχείρημα τους, άσχετα με το ότι δεν θα τους αφήσουμε να επιτύχει. Γι’ αυτό: “ Ὦ θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται, παρατάξεως Κυρίου, δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ, πεποιθότες ἐπὶ Κύριον ἐκσφενδονήσατε, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος τοὺς ἀνιάτως νοσήσαντας!”
Ο Ηγούμενος
της Ι. Μ. Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά Φιλώτα
Παΐσιος Παπαδόπουλος