Ο κεντρικός φόβος του ασθενούς με κοινωνική φοβία ή διαταραχή κοινωνικού άγχους είναι… ότι θα ταπεινωθεί ή θα νιώσει μεγάλη αμηχανία όταν βρεθεί μπροστά σε άλλους.
Τα άτομα με κοινωνική φοβία φοβούνται και αποφεύγουν καταστάσεις που απαιτούν να αλληλεπιδράσουν με τους άλλους ή να παρουσιάσουν κάτι όπως το να μιλήσουν μπροστά σε άλλους.
Εκτός από την ομιλία μπροστά σε άλλους, οι τυπικοί κοινωνικοί φόβοι περιλαμβάνουν το να τρώνε ή να γράφουν δημόσια, να παρευρίσκονται σε συναντήσεις, να δίνουν συνέντευξη ή να χρησιμοποιούν δημόσιες τουαλέτες.
Ένα άτομο μπορεί να έχει έναν ή πολλούς κοινωνικούς φόβους. Η έκθεση στη φοβική κατάσταση αναδύει άγχος το οποίο μπορεί να μοιάζει με προκαλούμενη κρίση πανικού συνοδευόμενη από ερυθρότητα, εφίδρωση και ξηροστομία. Αντίθετα, οι ασθενείς με κρίση πανικού τείνουν να έχουν αίσθημα παλμών και προκάρδιο πόνο.
Από την επιστημονική ομάδα της Μη κυβερνητικής οργάνωσης Κλίμακα
Στα παιδία, το κοινωνικό άγχος μπορεί να εμφανίζεται με κλάματα, εκρήξεις οργής, πάγωμα, ή αποφυγή από κοινωνικές καταστάσεις με άγνωστους ανθρώπους. Οι ενήλικες και οι έφηβοι υποφέρουν συχνά αναγνωρίζοντας ότι ο φόβος τους είναι υπερβολικός και μη ρεαλιστικός. Τα άτομα με κοινωνική φοβία χρησιμοποιούν συχνά αλκοόλ και ηρεμιστικά σαν αυτοθεραπεία για τα συμπτώματα άγχους, μία συνήθεια που μπορεί να καταλήξει σε κατάχρηση. Οι ασθενείς με γενικευμένη κοινωνική φοβία τείνουν να είναι νεώτεροι, λιγότερο εκπαιδευμένοι και έχουν μεγαλύτερο άγχος και κατάθλιψη από ότι οι ασθενείς με κοινωνική φοβία που σχετίζεται με ομιλία σε κοινό.
Κοινά στοιχεία της προσωπικότητας των ασθενών με κοινωνική φοβία είναι η υπερευαισθησία στην κριτική, η αρνητική εκτίμηση και απόρριψη, η δυσκολία στο να ζητούν αυτό που θέλουν, και η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν επίσης κοινωνική αδεξιότητα (όπως, δυσκολία να κοιτάνε στα μάτια) ή να έχουν εμφανή σημεία άγχους, όπως ιδρωμένες παλάμες, τρόμο ή τρεμάμενη φωνή. Οι κοινωνιοφοβικοί συχνά έχουν μειωμένη απόδοση στο σχολείο ή τη δουλειά, λόγω του άγχους ή της αποφευκτικής συμπεριφοράς, και η κοινωνική τους ζωή συχνά επηρεάζεται, οδηγώντας σε σημαντική εκπαιδευτική ή οικονομική δυσπραγία. Μία μελέτη έδειξε ότι μέχρι 20% των κοινωνιοφοβικών έχουν ικανοποιητική ποιότητα ζωής.
Πόσο συχνή είναι η κοινωνική φοβία;
Η επικράτηση της κοινωνικής φοβίας κυμαίνεται από 3% έως 13%, προσβάλλοντας συχνότερα τις γυναίκες από ότι τους άνδρες. Συνοσηρές καταστάσεις περιλαμβάνουν την απλή φοβία, τη διαταραχή πανικού, την αγοραφοβία, την ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή, τις διαταραχές διάθεσης, όπως τη μείζονα κατάθλιψη και τη δυσθυμία, τις διαταραχές που σχετίζονται με χρήση ουσιών, τη σωματόμορφη διαταραχή και την αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας. Οι μελέτες δείχνουν ότι οι κοινωνιοφοβικοί με συνοσηρότητα στον ’ξονα Ι είναι περισσότερο καταθλιπτικοί και αγχώδεις, σε σχέση με αυτούς που δεν έχουν συνοσηρότητα. Οι ασθενείς με συνοσηρότητα στον ’ξονα ΙΙ είναι περισσότερο καταθλιπτικοί αλλά όχι περισσότερο αγχώδεις, σε σχέση με αυτούς που δεν έχουν συνοσηρότητα. Οι κοινωνιοφοβικοί σπάνια απαιτείται να νοσηλευτούν. Η έναρξη της διαταραχής είναι συνήθως στην εφηβεία και σπανιότερα στην παιδική ηλικία. Η έναρξη επίσης μπορεί να συμβεί αιφνίδια μετά από ένα στρεσογόνο γεγονός ή σταδιακά. Η διαταραχή συνήθως διατρέχει σε όλη τη ζωή.
Πώς θεραπεύεται η κοινωνική φοβία;
Τόσο η φαρμακολογική θεραπεία, με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) ή αναστολείς μονοαμινοξειδάσης (MAOIs), όσο και η γνωσιακές-συμπεριφορικές θεραπείες, όπως η γνωσιακή ανακατασκευή, η ζωντανή έκθεση και η εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες, βρέθηκε να είναι αποτελεσματικές στη θεραπεία της κοινωνικής φοβίας. Στην πραγματικότητα, οι δύο αυτές θεραπευτικές προσεγγίσεις φαίνεται να είναι συμπληρωματικές. Η φαρμακολογική θεραπεία μπορεί να επιλεγεί ανάλογα με τον τύπο της κοινωνικής φοβίας. Στον τύπο της κοινωνικής φοβίας που σχετίζεται με την έκθεση, η θεραπεία με β-blockers πριν το κοινωνικό γεγονός μπορεί να είναι βοηθητική, όπως για παράδειγμα, 10-20 mg προπρανολόλης (Inderal) από το στόμα, 1 ώρα πριν το γεγονός. Ο ασθενής θα πρέπει να ελέγξει τη δράση των β-blockers πριν από την οριστική λήψη, ώστε να εκτιμήσει την αποτελεσματικότητα και την εμφάνιση παρενεργειών.
Η χρήση των MAOIs, όπως της φενελζίνης, βρέθηκε να είναι αποτελεσματική σε άτομα με μικτή κοινωνιοφοβική και αγοραφοβική κατάσταση. Για παράδειγμα, τα δύο τρίτα των ασθενών ανταποκρίνονται σε 45-90 mg φενελζίνης ημερησίως, σε σύγκριση με την ατενολόλη (Tenormin) η οποία δεν έχει επίδραση στα συμπτώματα. Επίσης, η τρανκυκλοπρομίνη σε δόσεις 40-60 mg ημερησίως βελτίωσε τα συμπτώματα σε περίπου 80% των ασθενών που αντιμετωπίστηκαν για ένα χρόνο. Όμως, λόγω των δυνητικών παρενεργειών, όπως οι σπάνιες υπερτασικές κρίσεις, οι MAOIs δεν είναι πρώτης γραμμής θεραπεία για την κοινωνική φοβία. Η μοκλοβεμίδη (Aurorix), ένας αντιστρεπτός αναστολέας των MAOIs που είναι ασφαλέστερος από τους μη αντιστρεπτούς MAOIs, βρέθηκε επίσης περισσότερο αποτελεσματικός από το εικονικό φάρμακο.
Οι SSRIs έχουν επίσης δείξει αποτελεσματικότητα στη θεραπεία της κοινωνικής φοβίας και αποτελούν τα φάρμακα πρώτης επιλογής. Μία διπλή-τυφλή ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη με φλουβοξαμίνη (Dumyrox) σε δόσεις 150 mg ημερησίως έδειξε ικανοποιητικά αποτελέσματα στους κοινωνιοφοβικούς. Η φλουοξετίνη (Ladose) επίσης έδειξε αποτελεσματική σε δόσεις που άρχιζαν από 20 mg ημερησίως και τιτλοποιούνταν αναλόγως. Η παροξετίνη (Seroxat) έδειξα αποτελεσματική στη θεραπεία γενικευμένης κοινωνικής φοβίας με δόσεις έναρξης τα 10 mg ημερησίως και τιτλοποίηση ανάλογα με την κλινική απάντηση και τις παρενέργειες. Η παροξετίνη πήρε από τον FDA ειδική ένδειξη για την κοινωνική φοβία. Μερικοί ασθενείς επίσης ενδέχεται να απαντούν στα άτυπα αντικαταθλιπτικά, όπως την νεφαζοδόνη (Nefirel).
Η Βουσπιρόνη (Bespar) δεν βρέθηκε να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της κοινωνική φοβίας όταν χρησιμοποιείτο μόνη, αλλά αποδείχτηκε χρήσιμη σε συγχορήγηση με SSRIs. Η βενλαφαξίνη (Efexor), ένας αναστολέας επαναπρόσληψης σεροτονίνης-νορεπινεφρίνης, βρέθηκε επίσης σε μία μικρή έρευνα ότι μειώνει τα συμπτώματα κοινωνική φοβίας όταν δόθηκε σε δόσεις μικρότερες από αυτές που συνιστώνται στη θεραπεία κατάθλιψης. Οι βενζοδιαζεπίνες, όπως η αλπραζολάμη (Xanax) ή η κλοναζεπάμη (Rivotril), θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν βραχυπρόθεσμα, αλλά δε συνιστώνται για μακροχρόνια θεραπεία συντήρησης λόγω του κινδύνου κατάχρησης, αντιδραστικών συμπτωμάτων, καθώς και συμπτωμάτων από απόσυρση.
boro.gr