Ἡ Ἱερά Σύναξις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού συνῆλθε στό Σαμπεζύ τῆς Ἑλβετίας ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ. ἔκρινε σκόπιμον ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τό ἡμερολογιακό ζήτημα «ἑκάστη Ἐκκλησία νά ἀφεθῆ ἐλευθέρα ἵνα τηρῆ τό ὑπ’ αὐτῆς θεωρούμενον ὡς λυσιτελές διά τήν πνευματικήν οἰκοδομήν τοῦ ποιμνίου αὐτῆς ἡμερολόγιον, χωρίς τοῦτο νά ἐπηρεάζει τόν ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων κοινόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα».
Ἡ Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις εἶχε ἐξετάσει τό θέμα μέ γνώμονα: ὅτι εἶναι πολύ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καί ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ’ οὐδένα λόγον ἤ τρόπον ἔπρεπε νά διασαλευθῆ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅμως ὅτι «τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο καί οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον» (Μαρκ. 2, 27).
Ὅπως εἶναι γνωστό ἡ Ἁγία Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ ὅρον Της πού διασώζεται στόν πρῶτο Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ τοπικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐπεκυρώθη ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡρισμένως, καθώρισε ὅτι τό Ἅγιον Πάσχα θά ἑορτάζεται πάντοτε τήν πρώτην Κυριακήν μετά τήν πανσέληνον, μετά τήν Ἐαρινήν ἰσημερίαν, ὥστε νά μή συμπίπτει ποτέ μέ τό Νομικόν Φάσκα τῶν Ἰουδαίων, διότι κατά τόν Ζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διακόνος τήν Ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω».
Ὁ ὅρος τῆς Ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περιλαμβάνεται εἰς τόν Α΄ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὁ ὁποῖος διά τῆς ἐπικυρώσεως ὑπό τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχει Οἰκουμενικήν καταξίωσι: «Πάντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης, ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν.
Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα˙ τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον• καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος κανὼν καὶ τό τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν».
Ὅπως εἶναι γνωστό τό πρῶτο σύγχρονο ἡμερολόγιο εἰσήχθη ἀπό τόν Ἰούλιο Καίσαρα ἀπό τόν ὁποῖο ἔγινε γνωστό ὡς Ἰουλιανό καί ἄρχισε νά ἰσχύει ἀπό τό 45 π.Χ. Ἡ δημιουργία του ὀφείλεται στόν Ἕλληνα ἀστρονόμο Σωσιγένη ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ὁ ὁποῖος μέ βάση τούς ὑπολογισμούς τοῦ Ἱππάρχου ὅτι ἡ διάρκεια τοῦ ἔτους εἶναι ἴση μέ 365,242 ἡμέρες, θέσπισε ἕνα ἡμερολόγιο τοῦ ὁποίου τά ἔτη εἶχαν 365 ἡμέρες ἐνῶ σέ κάθε 4ο ἔτος προσέθετε ἀκόμη μία ἡμέρα μετά τήν «ἕκτη πρό τῶν καλενδῶν τοῦ Μαρτίου» πού ὀνομάζονταν bis sextus. Ἔτσι ἡ ἡμέρα αὐτή ἐπειδή ἐμετρᾶτο δύο φορές ὀνομάζεται δίς ἕκτη καί τό ἔτος πού τήν περιέχει δίσεκτο.
Τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο δέν ἦταν τέλειο διότι παρά τόν καλύτερο προσδιορισμό τοῦ ἡλιακοῦ ἔτους ἀπό τόν Σωσιγένη ὑπῆρχε ἀκόμη μία μικρή ἀπόκλιση ἀφοῦ ἡ διάρκεια τοῦ ἡλιακοῦ ἔτους εἶναι 365,242199 ἡμέρες. Ἔτσι τό καθωρισμένο ἀπό τόν Σωσιγένη ἔτος εἶναι μεγαλύτερο τοῦ πραγματικοῦ κατά 0,0078 τῆς ἡμέρας, δηλ. κατά 11 λεπτά καί περίπου 13 δευτερόλεπτα.
Κάθε ὅμως 4 χρόνια τό μικρό αὐτό λάθος γίνεται περίπου 45 λεπτά καί κάθε 129 χρόνια φθάνει τήν μία ὁλόκληρη ἡμέρα. Μέσα στά πρῶτα 400 χρόνια ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου τό λάθος εἶχε φθάσει τίς 3 ἡμέρες μέ ἀποτέλεσμα τό 325 μ.Χ. ἡ ἐαρινή ἰσημερία νά συμβεῖ 21 Μαρτίου ἀντί τῆς 25. Τό λάθος ὅμως τῶν 11 λεπτῶν συσσωρευόταν καί ἡ ἐαρινή ἰσημερία μετατοπίζετο ὅλο καί πιό ἐνωρίς.
Τό 1572 ἐξελέγη πάπας Ρώμης ὁ Γρηγόριος 13ος ὁ ὁποῖος ὅρισε τόν Ἰησουΐτη ἀστρονόμο Χριστόφορο Κλάβιους μέ τή βοήθεια τοῦ ἀστρονόμου Λουΐτζι Λίλιο νά ἐπεξεργαστοῦν τήν ἡμερολογική μεταρρύθμιση, μέ τήν ὁποία ἡ 5 Ὀκτωβρίου 1582 ὀνομάστηκε 15 Ὀκτωβρίου γιά νά διορθωθεῖ τό λάθος τῶν 10 ἡμερῶν πού εἶχε συσσωρευτεῖ τούς προηγούμενους 11 αἰῶνες.
Γιά νά μήν ἐπαναληφθῆ τό λάθος τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου ὁ Λουΐτζι Λίλιο ἐξαίρεσε ἀπό τά δίσεκτα ἔτη τά «ἐπαιώνια» τά ἔτη δηλ. τῶν αἰώνων, ἀπό τά ὁποῖα ὥρισε ὡς δίσκεκτα μόνο ὅσα ἔχουν ἀριθμό αἰώνων πού διαιρεῖται μέ τό 4. Ἡ τροποποίηση αὐτή καθορίζει ὅτι κάθε 400 χρόνια ἔχουμε 97 δίσεκτα ἔτη, ἀφοῦ τό λάθος τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, εἶναι 3 ἡμέρες καί περίπου 3 ὧρες κάθε 400 χρόνια.
Τό νέο ἡμερολόγιο πού ὀνομάστηκε Γρηγοριανό, δέν ἐγένετο ἀποδεκτό ἀπό τά 4 πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας διότι παρεβίαζε τόν ὅρο τῆς Α΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅσον ἀφορᾶ εἰς τόν προσδιορισμό τοῦ Ἁγίου Πάσχα.
Τό 1919 ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἀνεκίνησε τό ἡμερολογιακό θέμα ὁπότε ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάσισε παμψηφεί ὅτι «ἡ μεταβολή τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου μή προσκρούουσα εἰς κανονικούς καί δογματικούς λόγους δύναται νά γίνει... ἡ δέ Πολιτεία εἶναι ἐλευθέρα νά δεχθῆ τό Γρηγοριανόν ὡς εὐρωπαῖον ἡμερολόγιον».
Τοιουτοτρόπως ἡ Πολιτεία μέ τό ΝΔ τῆς 18/1/1923 ὥρισε τήν ἔναρξι ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου τήν 16/2/1923 τήν ὁποία ὀνόμασε 1/3/1923. Ἀφαιρέθηκαν δηλ. 13 ἡμέρες ἀπό τό ἔτος 1923, διότι στίς 10 ἡμέρες λάθους μεταξύ Ἰουλιανοῦ καί Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου εἶχε ἐπέλθει καθυστέρησι καί ἄλλων 3 ἡμερῶν στά 340 χρόνια πού εἶχαν παρέλθει ἀπό τήν πρώτη εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου τό 1582.
Ἡ ἀποδοχή τῆς διορθώσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου πού ἐπεκράτησε εἰς ὡρισμένας Αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διότι δέν ἠλλάγη ὁ Πασχάλιος Κανών καί ὁ ὅρος τῆς Ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὥστε νά μιλοῦμε γιά ἀποδοχή τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου χωρίς ὅμως γενική ἀποδοχή αὐτῆς τῆς διορθώσεως ὑφ’ ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν διέσπασε τήν λειτουργική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, γεγονός πού τραυματίζει τήν ἑνότητα τοῦ σώματος Αὐτῆς καί σήμερον.
Ἑπομένως ἡ μή συμπερίληψις τοῦ Ἡμερολογιακοῦ ζητήματος εἰς τά ὑπό διάσκεψι καί συζήτησι θέματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί ἡ μή ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων συναπόφασις ἐπ’ αὐτοῦ καί ἡ συνέχισις τῆς διασπάσεως τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος καταδεικνύει μίαν σοβαράν ἀδυναμίαν.
Εἰς τήν ἐγκατάλειψι τοῦ συγκεκριμένου θέματος καί τήν μή σύμφωνο γνώμη συμπεριλήψεώς του εἰς τήν ἡμερησία διάταξι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, συνέτεινε καί ἡ ἄκριτος ὑπό τινων συζήτησις τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τοῦ ἁγίου Πάσχα διά τόν ἀπό κοινοῦ μετά τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν συνεορτασμόν του, γεγονός πού ἐνέπλεξε τά πράγματα καί τά ἐφόρτισε ἀρνητικῶς διότι ὁ συνεορτασμός προϋποθέτει τήν «κοινωνίαν ἐν τοῖς αὐτοῖς μυστηρίοις καί τῇ αὐτῇ πίστει» καί βεβαίως τόν ἀπόλυτον σεβασμόν τοῦ ὅρου τῆς Ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ