Τα καρδιαγγειακά επεισόδια και τα οστεοπορωτικά κατάγματα αποτελούν σημαντικούς παράγοντες νοσηρότητας και θνητότητας, κυρίως στα ηλικιωμένα άτομα. Τι συμβαίνει, όμως, εάν κάποιος πάσχει από οστεοπόρωση και, παράλληλα, είναι και καρδιοπαθής; Μήπως η θεραπεία για την οστεοπόρωση επηρεάζει τη θεραπεία για τα καρδιαγγειακά, ή το αντίθετο; Και ακόμη… Υπάρχει περίπτωση η μία θεραπεία να βοηθά την άλλη ή μήπως συμβαίνει το χειρότερο; Δηλαδή, να την επιβαρύνει; Μια σειρά μελετών έχουν αποδείξει ότι ανάμεσα στα φάρμακα για την καρδιά και στα φάρμακα για την οστεοπόρωση υπάρχει μια σχέση… «αγάπης- μίσους».
Πώς επιδρούν τα καρδιαγγειακά φάρμακα στην οστεοπόρωση
- Θειαζιδικά διουρητικά
Οι θειαζίδες χρησιμοποιούνται ευρέως ως αντυπερτασικά. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν και ευνοϊκό θεραπευτικό αποτέλεσμα σε οστεοπορωτικούς ασθενείς, αυξάνοντας την οστική πυκνότητα και μειώνοντας έτσι την πιθανότητα πρόκλησης κατάγματος. Μετανάλυση 13 μελετών απέδειξε ότι η χρήση θειαζιδικού διουρητικού μείωσε κατά 18% τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου. - Διουρητικά της αγκύλης. Σε αντίθεση με τα θειαζιδικά, τα διουρητικά της αγκύλης μειώνουν την επαναρρόφηση ασβεστίου, με πιθανό αποτέλεσμα την αρνητική επίπτωση στον οστικό μεταβολισμό. Στις περισσότερες μελέτες η χρήση διουρητικών της αγκύλης συνδυάστηκε με ελάττωση της οστικής πυκνότητας.
- Στατίνες
Η προστατευτική τους επίδραση στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου έχει πλέον καταδειχθεί και επαρκώς τεκμηριωθεί από πολλές πολυκεντρικές μελέτες. Πέραν της μείωσης της χοληστερόλης, έχουν και πολλαπλές πλειοτροπικές ιδιότητες, μεταξύ των οποίων ενδεχομένως και θετική επίδραση στον οστικό μεταβολισμό. Τα δεδομένα από τις διάφορες μελέτες, ωστόσο, παραμένουν αντιφατικά.
Σε ορισμένες μελέτες η θεραπεία με στατίνες φάνηκε να προκαλεί είτε μείωση της συχνότητας των καταγμάτων είτε αύξηση της οστικής πυκνότητας, ενώ σε άλλες η δράση τους στον οστικό μεταβολισμό είναι ουδέτερη.
- Νιτρώδη
Τα νιτρώδη είναι αντιστηθαγχικά φάρμακα. Σε μελέτες παρατήρησης σε ανθρώπους η χορήγηση νιτρωδών φαρμάκων συσχετίστηκε με αύξηση της οστικής πυκνότητας και μείωση γενικώς των καταγμάτων. - β-αποκλειστές
Οι β-αναστολείς είναι φάρμακα με πολλαπλές καρδιολογικές ενδείξεις. Η δράση τους στον οστικό μεταβολισμό δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και τα δεδομένα είναι αντιφατικά. Λόγω, λοιπόν, των αντιφατικών δεδομένων και της απουσίας κλινικών μελετών, επί του παρόντος οι β-αποκλειστές δεν έχουν θέση στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης. - Ηπαρίνη – Ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους
Η ηπαρίνη και οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους χρησιμοποιούνται ευρέως ως αντιπηκτικά φάρμακα στα οξέα στεφανιαία σύνδρομα και σε θρομβωτικές καταστάσεις.
Η χρήση ηπαρίνης προκαλεί απώλεια οστίτη ιστού. Χορηγείται συνήθως για μικρό χρονικό διάστημα, οπότε η αρνητική της επίδραση στον οστικό μεταβολισμό δεν είναι σημαντική.
- Κουμαρινικά παράγωγα
Τα κουμαρινικά αντιπηκτικά έχουν ένδειξη στην πρόληψη και τη θεραπεία της πνευμονικής εμβολής, στην πρόληψη εμβολικού εγκεφαλικού επεισοδίου σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και σε ασθενείς με μεταλλικές καρδιακές βαλβίδες. Τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών είναι αντιφατικά σχετικά με τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών. Συνεπώς, δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών στον οστικό μεταβολισμό.
Φάρμακα οστεοπόρωσης και καρδιαγγειακός κίνδυνος
Από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται θεραπευτικά στην οστεοπόρωση, τα κατωτέρω έχουν επίδραση στο καρδιαγγειακό σύστημα:
- Συμπληρώματα ασβεστίου – βιταμίνης D3
Το ασβέστιο ασκεί ουσιαστική επίδραση στο μεταβολισμό των οστών και τα συμπληρώματά του χρησιμοποιούνται για την πρόληψη καταγμάτων και τη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Τελευταία, ωστόσο, η χρήση αυτών των συμπληρωμάτων έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και θνησιμότητας. Σε πρόσφατη τυχαιοποιημένη μελέτη παρουσιάζονται στοιχεία που συνδέουν τη χρήση τους με σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης εμφράγματος ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. - Διφωσφονικά οξέα
Τα διφωσφονικά οξέα είναι φάρμακα πρώτης εκλογής στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης. Οι κλινικές μελέτες, ωστόσο, έχουν συνδέσει τη χρήση τους με την πρόκληση νέων επεισοδίων κολπικής μαρμαρυγής.
Πρέπει να αναφερθεί, πάντως, ότι ενώ αυξάνονται τα επεισόδια νέας κολπικής μαρμαρυγής, δεν αυξάνονται τα ποσοστά σοβαρών επιπλοκών της αρρυθμίας. Συγκεκριμένα, δεν αυξάνεται ο κίνδυνος για νέο εγκεφαλικό επεισόδιο ούτε και η καρδιαγγειακή θνητότητα.
- Ρανελικό στρόντιο
Στη θεραπευτική φαρέτρα εναντίον της οστεοπόρωσης προστέθηκε πρόσφατα και το ρανελικό στρόντιο (για τις μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες προκειμένου να ελαττωθούν τα οστεοπορωτικά κατάγματα ισχίου και σπονδυλικής στήλης και για τους άνδρες γενικά με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος). H χρήση του, όμως, όπως προκύπτει από μελέτες που αφορούσαν 7.500 ασθενείς συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο συμβαμάτων από το καρδιαγγειακό σύστημα (έμφραγμα μυοκαρδίου). Κατόπιν αυτού περιορίσθηκε η χορήγησή του σε ασθενείς με σοβαρή οστεοπόρωση που δεν μπορούν να λάβουν άλλα φάρμακα και επιπλέον δεν έχουν ιστορικό εμφράγματος μυοκαρδίου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, περιφερικής αρτηριοπάθειας και μη ελεγχόμενης αρτηριακής υπέρτασης.