Η ΡΑΕ στις επόμενες ημέρες πρόκειται να αποφασίσει το τελικό ποσό που θα αναγνωρίσει ως οφειλή προς την ΔΕΗ για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που παρείχε η εταιρεία στο διάστημα από το 2012 ως το 2015.
Ωστόσο πηγές της ΔΕΗ έλεγαν πως η επιχείρηση «θεωρεί αυτονόητο ότι η κοινωνική και οικονομική πολιτική πρέπει να ασκείται από το κράτος» και συμπλήρωναν πως «δεν είναι νοητό ιδιαίτερα σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού και με μνημονιακή υποχρέωση τη μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στην αγορά σε επίπεδα κάτω του 50%, να επωμίζεται η επιχείρηση ευθύνες που ανήκουν στην Πολιτεία».
Ειδικότερα οι ίδιες πηγές υποστήριζαν πως «αναφορικά με τον ειδικό φόρο καυσίμου τον οποίο πληρώνει η ΔΕΗ για το Diesel και το Μαζούτ των μονάδων παραγωγής των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών η επιχείρηση, προκειμένου να μην επιβαρύνεται η ίδια αλλά και να μειωθούν τα ποσά των ΥΚΩ έχει ζητήσει την απαλλαγή της από το 2005 (!). Αίτημα απολύτως εύλογο καθώς η ίδια η Πολιτεία της έχει αναθέσει την τροφοδοσία των νησιών με τις ίδιες τιμές με αυτές της ηπειρωτικής χώρας. Το αίτημα αυτό της ΔΕΗ δεν έγινε δεκτό από την τότε κυβέρνηση με το αιτιολογικό της αποφυγής… λαθρεμπορίου καυσίμων».
Και σημείωναν ακόμη ότι «σε ότι αφορά στο κοινωνικό τιμολόγιο η ΔΕΗ φρονεί ότι οι δικαιούχοι καταναλωτές θα πρέπει να επιδοτούνται από το κράτος, π.χ. με ειδικά κουπόνια, και να επιλέγουν τον προμηθευτή της αρεσκείας τους. Με το ισχύον σήμερα καθεστώς οι εν λόγω καταναλωτές, όντας μη ελκυστικοί για τους άλλους προμηθευτές, παραμένουν αποκλειστικά (100%) στη ΔΕΗ.
Έτσι αφενός η ΔΕΗ επιβαρύνεται με ποσά της τάξης των 80 εκατ. ευρώ το χρόνο, συνεπεία της υποανάκτησης των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας και της ασυνέπειας μεγάλου μέρους των καταναλωτών αυτών, και αφετέρου υφίσταται ένα ακόμη εμπόδιο στο άνοιγμα της αγοράς, καθώς η ενέργεια που καταναλώνεται για ΚΟΤ είναι της τάξης του 5 – 6% της συνολικής». Και «σε ότι αφορά στα ποσά που δημοσιεύονται για την ανάκτηση από τη ΔΕΗ των ΥΚΩ από το 2012 και εντεύθεν, η Επιχείρηση επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί και να αξιολογήσει τις επίσημες αποφάσεις της ΡΑΕ» προσθέτουν. Τονίζεται ωστόσο ότι «δημόσιες προσωπικές τοποθετήσεις και διαρροές απάδουν προς το επιβαλλόμενο κύρος και την εγκυρότητα μιας Ανεξάρτητης Αρχής».