Σαν σήμερα το 1198 ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός εκλέγεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Την παραμονή της άλωσης της Πόλης (1204), με περιβολή αγρότη διέφυγε κρυφά εγκαταλείποντας τη θέση του, κλήρο και εκκλησίασμα καταφεύγοντας αυτοεξόριστος στο Διδυμότειχο.
Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τις 5 Αυγούστου 1198 έως τον θάνατό του το 1206.
Ήταν μέλος της οικογένειας των Καματηρών, στην οποία ανήκε και η Ευφροσύνη Δούκαινα Καματερίνα, σύζυγος του Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ´ Αγγέλου.
Ήταν λόγιος επίσκοπος, με γνώσεις κλασικής λογοτεχνίας, ρητορικής και φιλοσοφίας. Κατείχε μια σειρά από εκκλησιαστικά αξιώματα πριν φτάσει στη θέση του Χαρτοφύλακα, την οποία κατείχε κατά τον χρόνο της εκλογής του στον πατριαρχικό θρόνο.
Τα έτη 1198-1200 αντάλλαξε επιστολές με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ σχετικά με το ζήτημα του Παπικού πρωτείου και του φιλιόκβε.
Συγκεκριμένα, αμφισβήτησε ότι η αξίωση της Ρώμης για πρωτείο βασίζεται στον Άγιο Πέτρο και υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ρώμη ήταν η παλιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα.
Το 1199 συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για την καταδίκη του μοναχού Μύρωνος Συκιδίτου, ο οποίος υποστήριζε τη φθαρτή φύση του σώματος και του αίματος του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Παρενέβη στις ταραχές στην Κωνσταντινούπολη ενάντια στη σύλληψη του τραπεζίτη Καλομόδιου και εξασφάλισε την απελευθέρωσή του, αλλά κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Ιωάννη Κομνηνού του Παχύ στις 31 Ιουλίου 1200, κρύφτηκε σε ένα ντουλάπι όταν οι εξεγερμένοι πήραν τον έλεγχο της Αγίας Σοφίας.
Ο Ιωάννης παρέμεινε στον θρόνο και μετά την εκθρόνιση του Αλεξίου Γ', τον Ιούλιο του 1203 και, σύμφωνα με δυτικές πηγές, τόσο ο ίδιος όσο και ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος, υπό την απειλή της Τέταρτης Σταυροφορίας, αναγνώρισαν το παπικό πρωτείο το ίδιο έτος.
Ήταν Πατριάρχης και κατά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204, οπότε αναγκάστηκε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να καταφύγει αρχικά στο Διδυμότειχο και κατόπιν στο Βασίλειο της Βουλγαρίας, όπου του παρείχε άσυλο ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Ιωαννίτσης. Δεν παραιτήθηκε τυπικά όμως από το αξίωμα, και το 1206 αρνήθηκε πρόσκληση του Θεόδωρου Λάσκαρη να εγκατασταθεί στη Νίκαια.
Πέθανε τον Απρίλιο ή Μάιο του 1206 στο Διδυμότειχο. Από το συγγραφικό του έργο σώζονται επιστολές του προς τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, αλλά και κατηχητικοί λόγοι.