Η επέτειος της Εθνεγερσίας του 1821 φέρνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή στο νου μας τα ελληνορθόδοξα ιδανικά των πρωταγωνιστών του ηρωικού εκείνου Αγώνος. Η αντικειμενική μελέτη των πηγών και των κειμένων που έγραψαν με τα χέρια τους οι ίδιοι οι αγωνιστές καταδεικνύει ότι ο Αγώνας έγινε κυριολεκτικά «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία».
Επειδή σήμερα πολύς λόγος γίνεται για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, καλόν είναι να θυμηθούμε πως έβλεπαν τις σχέσεις αυτές οι θεμελιωτές της Ελληνικής Ελευθερίας. Να θυμηθούμε ποια ταυτότητα διεκήρυσσαν προς το εξωτερικό και προς το εσωτερικό. Να προβληματισθούμε αν και κατά πόσον σήμερα τηρούμε αυτές τις ιερές παρακαταθήκες.
Ένα από τα πρώτα κείμενα του Αγώνος ήταν η Προκήρυξη «η εκδοθείσα από τον Ελληνικόν στόλον, συναινέσει των προυχόντων των τριών νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών».
Εκεί διαβάζουμε:
«H φιλογενεστάτη πατρίς μας βλέπουσα την γενικήν κίνησιν των ομοπίστων ομογενών εις το να αποσείση τον άσεβή και τυραννικόν ζυγόν, εκινήθη και αυτή με όλας της τας δυνάμεις, ύψωσε με ιεράν και δημοσίαν τελετήν την πανευφρόσυνον σημαίαν της ελευθερίας του γένους των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, και προσκαλεί μετά της κοινής πατρίδος όλους εις τον υπέρ αυτής ιερόν πόλεμον. Άνδρες Θείοι, μεσίται Θεού και ανθρώπων, γένητε τώρα συνελευθερωταί. Ενδύσασθε την πανοπλίαν του Ουρανίου Βασιλέως και τα επίγεια όπλα ομού κατά των βλασφημούντων το πανάγιον όνομα του Υψίστου... Εγερθήτε Χριστιανοί ήρωες..».
Στην Προκήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη τον Φεβρουάριο του 1821 όταν ξεκινούσε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία αναφέρονται και τα εξής χαρακτηριστικά:
«Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον δι' ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την άσεβή των ασεβών καταφρόνησιν».
Το 1827 η εν Τροιζήνι Γ' Εθνική Συνέλευσις εξέδωσε Διακήρυξη, στην οποία τονίζονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ως Χριστιανοί ούτε ήτο, ούτε είναι δυνατόν να πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τους θρησκομανείς Μωαμεθανούς, οι οποίοι κατεσχέξιζον και κατεπάτουν τας αγίας εικόνας, κατεδάφιζον τους ιερούς ναούς, κατεφρόνουν το Ιερατείον, υβρίζοντες το θείον όνομα του Ιησού, του Τιμίου Σταυρού. Και μας εβίαζον: ή να γίνωμεν θύματα της μαχαίρας των αποθνήσκοντες Χριστιανοί, ή να ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί του Χριστού και οπαδοί του Μωάμεθ. Πολεμούμεν προς τους εχθρούς του Κυρίου μας...».
Σε όλα τα Συντάγματα της Επαναστατικής περιόδου τίθεται ως προμετωπίδα η φράση «Εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», η οποία έκτοτε επαναλαμβάνεται μέχρι και σήμερα σε όλα τα Συντάγματα της πατρίδος μας από σεβασμό προς τους πρωτεργάτες της Ελευθερίας.
Η συμμετοχή του Κλήρου όλων των βαθμίδων υπήρξε συγκλονιστική. Κηρύσσων την Επανάσταση στην πόλη των Παλαιών Πατρών ό Επίσκοπος Γερμανός εξέδωσε Προκήρυξη προς τους Προξένους των ξένων Επικρατειών υπογραμμίζων μεταξύ άλλων:
«Ημείς το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ' ένα και πότε μ' άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν».
Και ο Εθνοϊερομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' έγραφε σε μία επιστολή του:
«Ο τόπος μου είναι η Δημητσάνα. Πηγαίνω εκεί που με καλεί ό νους μου, ο μέγας κλήρος του Έθνους και ο Πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων.
Ο πρώτος Κυβερνήτης της μικρής τότε αλλά ελευθέρας Ελλάδος, ο Ιωάννης Καποδίστριας, απέδιδε ιδιαίτερο σεβασμό προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιερό κλήρο. Σε σχετική εγκύκλιο του προς τους κληρικούς της Ελλάδος υπογράμμιζε τα εξής:
«Λαλήσατε εις τας καρδίας του λαού τον νόμον του Θεού, ορθοτομούντες τον λόγον της αληθείας. Κηρύξατε την ειρήνην. Ευαγγελίσασθε την ομόνοιαν. Διδάξατε την φιλανθρωπίαν, την προς αλλήλους αγάπην, ίνα ώσιν οι πάντες εν εν Χριστώ».
Ένα από τα πρώτα Υπουργεία που δημιούργησαν οι Εθνοσυνελεύσεις του Αγώνος ήταν και το Υπουργείον της Θρησκείας, το οποίο ανέλαβε ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ. Η Ελλάς την οποία ονειρεύθηκαν οι ηρωικοί πρόγονοί μας το 1821 είχε δώσει την απάντηση στο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Οι θεμελιωτές της Νεωτέρας Ελλάδος πίστευαν στη στενή συνεργασία της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Κράτος με σεβασμό προς τους διακριτούς ρόλους, πράγμα που επιθυμούμε και σήμερα.